Αρθρογράφος της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Παρά τη δεδηλωμένη και επαναλαμβανόμενη προσπάθεια της Ελλάδας να περιοριστεί η ένταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την αποφυγή ενεργειών αλλά ακόμη και ρητορικών εξάρσεων, το κλίμα παραμένει τεταμένο.
Οι επικείμενες περιφερειακές εκλογές στην Τουρκία εξηγούν έως ένα βαθμό κάποιες φραστικές υπερβολές από τον πάντα παρορμητικό Ταγίπ Ερντογάν.
Η ελληνοτουρκική εξίσωση δεν είναι όσο εύκολη και όσο απλή την παρουσιάζουν κάποιοι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη. Κανένας στρατιωτικός αναλυτής δεν την περιγράφει ως ανίσχυρη ή στρατιωτικά ανύπαρκτη. Και σίγουρα δεν είναι «μύγα», όπως με περισσή αλαζονεία είχε δηλώσει πριν από μερικούς μήνες Τούρκος αξιωματούχος.
Χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ –η δεύτερη μετά τις ΗΠΑ σε ύψος αμυντικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ της και αυτό παρά την οικονομική κρίση– σε μια εύφλεκτη περιοχή, με βάσεις, δικές της και όχι μόνο, υπολογίσιμο αριθμητικά και ποιοτικά Ναυτικό και Αεροπορία, διαθέτει αποτρεπτική αμυντική ικανότητα που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Η σύνοδος κορυφής Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, με την ηχηρή παρουσία και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, εξέπεμψε μηνύματα συμβολισμού, αλλά και ουσίας, προς πολλές κατευθύνσεις.
Τα παραπάνω δείχνουν απλώς ότι το κόστος για την Τουρκία, όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και οικονομικό και πολιτικό, σε περίπτωση κάποιας ατυχούς δράσης, δεν θα είναι αμελητέο.
Σε κάθε περίπτωση, η επιδίωξη από την ελληνική πλευρά ενός περιβάλλοντος ειρηνικής συνύπαρξης αποτελεί σταθερή, διαχρονική και διακομματική επιλογή, η οποία, όμως, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αδυναμία και σίγουρα να μην αντιμετωπίζεται από τη γείτονα με έπαρση και επιθετικότητα.
Όλοι οι θίασοι επί σκηνής: Η ελληνική τραγωδία εκτυλίσσεται εντός της παγκοσμιοποίησης