H Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την ίδρυσή της το 1844 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ορθοδοξίας γενικότερα.
Από το 1971, χρονιά που το τουρκικό κράτος διέταξε την αναστολή της λειτουργίας της με μία σειρά μέτρων, το ζήτημα του ανοίγματος της Σχολής έχει καταστεί μία σημαντική παράμετρος της διπλωματικής ατζέντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα τελευταία χρόνια αυτή η προσπάθεια ενσωματώθηκε στην διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, με την προσδοκία ότι το τουρκικό κράτος θα επιτρέψει επιτέλους τη εφαρμογή των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Το Πατριαρχείο αντλεί τη δύναμη και την επιρροή στην Ορθοδοξία από τον οικουμενικό του χαρακτήρα αφού οι ορθόδοξες εκκλησίες του αναγνωρίζουν αυτό τον προνομιακό ρόλο. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που η Τουρκία αρνείται να του αναγνωρίσει τον οικουμενικό του χαρακτήρα και συνεχώς το υποβιβάζει σε τοπική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
Αυτός άλλωστε ήταν πάγιος τακτικός στόχος της Άγκυρας εδώ και χρόνια, να συνδέσει δηλαδή τα θέματα που αφορούσαν το Πατριαρχείο και τη δήμευση Ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη με τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα. Η επιτυχία αυτού του στόχου για την Άγκυρα της εξασφαλίζει την εξισορρόπηση των πιέσεων που δέχεται διεθνώς για την παραβίαση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην ουσία, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει από την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής.
Επειδή, όμως, η αμερικανική πίεση στην Τουρκία αυτή την περίοδο είναι οριοθετημένη, το ρόλο διευκόλυνσης ανέλαβε η Ελληνική διπλωματία που ήδη έπεσε στην παγίδα μεγιστοποιώντας τη σημασία της επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης μπαίνοντας στο παζάρι της διαπραγμάτευσης.
Η Τουρκία θέλοντας να εξαγάγει κάποια θετική εικόνα στο δυτικό κόσμο, μετά τις διαδοχικές πολιτικοδιπλωματικές συγκρούσεις. επείγεται περισσότερο για μία επικοινωνιακή εκμετάλλευση κάποιας «παραχώρησης» στα ελληνοτουρκικά.
Αυτή η «παραχώρηση» αναμένεται να είναι η επαναλειτουργία της Σχολής, αφού λάβει σοβαρά ανταλλάγματα για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ενώ από την άλλη η Αθήνα θα πανηγυρίσει μία κατασκευασμένη εθνική «επιτυχία», η οποία εξυπηρετεί λιγότερο τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα.
(*) Διευθυντής του ΚΥΚΕΜ και Αριστίνδην υποψήφιος ευρωβουλευτής με την ΕΔΕΚ
Όταν ο Ερντογάν αναζητεί άλλοθι, δεν δυσκολεύεται να το βρει: Του το δίνουμε εμείς!