Η οικονομική κρίση είναι πλέον εδραιωμένη εντός των τειχών. Πρόσωπα σκυφτά, εσωστρέφεια, απώλεια ακόμη και του υποτυπώδους χιούμορ, είναι κάποια από τα στοιχεία της συμπεριφοράς των ανθρώπων που κάποιος εξοφθάλμως μπορεί να παρατηρήσει μέσα από την καταθλιπτική ρουτίνα της καθημερινότητας.
Η κατάσταση για τους πτυχιούχους ή «μορφωμένους» εργαζομένους είναι πολλαπλώς δυσμενεστέρα από αυτή των μη πτυχιούχων ή «αγράμματων» εργαζόμενων. Οι δεύτεροι αμείβονται χαμηλότερα και μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες εργασίας λαμβάνουν πενιχρές συντάξεις και πολλές φορές ανεπαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι κανείς δεν τους ζηλεύει και αποτελούν για τις νέες γενιές πρότυπο προς αποφυγή.
Και ο λόγος είναι ότι στη μοντέρνα κοινωνία μας θεωρούμε τους αγρότες και τους εργάτες υποδεεστέρους, ενώ αντιθέτως στους «μορφωμένους», δηλαδή αυτούς που ασχολούνται με τον τομέα των υπηρεσιών, αποδίδουμε ανώτερο νόημα στο επάγγελμά τους και κατ’ επέκταση θα πρέπει να τους ικανοποιούμε με υψηλότερη αμοιβή για να δικαιολογείται το «ανώτερο» κοινωνικό τους καθεστώς.
Έτσι στην κοινωνία μας το επάγγελμα έγινε ιδεολογία, ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που ονομάζουμε lifestyle. Αυτό είναι περίπου το πρότυπο του πετυχημένου σήμερα ανθρώπου και αυτό που καλλιεργείται ως όραμα στους νέους.
Από νωρίς φορτώνονται οι μαθητές με το άγχος της εξασφάλισης μιας πανεπιστημιακής θέσης και μάλιστα με βαθμολογικό ανταγωνισμό. Θα ήταν ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς τι απογίνονται μετά την αποφοίτησή τους όλοι αυτοί που πρωτεύουν κάθε χρόνο στις εισαγωγικές εξετάσεις των πανεπιστημίων. Αλήθεια, πόση κατανόηση μπορούν να δείξουν σήμερα οι νέοι όταν κάποιος δάσκαλος τούς διαβάσει αυτό που ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε στην Ασκητική: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα… είμαι ελεύθερος».
Τελικώς το άγχος, οι φοβίες, η ντροπή, η επιτηδευμένη αλαζονεία, η επιθετικότητα, η διαρκής θέληση απόκτησης και άσκησης δύναμης δεν είναι τίποτε άλλο από μια καταπιεσμένη και ανεκπλήρωτη θέληση για μια λουστραρισμένη ζωή, η οποία στηρίζεται εν πολλοίς σε μια κουλτούρα τυχοδιωκτικής κατίσχυσης.
Όσοι πετύχουν αυτή τη λουστραρισμένη ζωή, ψυχωτικώς εργαζόμενοι, απολαμβάνουν τη μακάρια ευδαιμονία των ψευδαισθήσεων που τους παρέχει το lifestyle μέσα στο οποίο ζουν, μέχρι που να αντιληφθούν ότι οι απαστράπτουσες επαγγελματικές καριέρες που έκτισαν στηρίχθηκαν πάνω σε προσωπικές ή οικογενειακές τραγωδίες.
Ακόμη και η δημιουργία της οικογένειας γίνεται αναπόσπαστο και αναγκαίο κομμάτι της επαγγελματικής επιτυχίας.
Όσοι πάλι πέφτουν απότομα από το μαγικό βουνό των ψευδαισθήσεών τους, γιατί έτσι τα έφερε η ζωή (όπως πολλοί πέφτουν και θα πέφτουν λόγω της κρίσης) και ξεγυμνώνεται η ψυχή από τη ματαιοδοξία μιας επίπλαστης και περιδινούμενης ζωής, είτε γίνονται πιο σοφοί είτε επανέρχονται στον μύθο του Σίσυφου.
Σημασία στη ζωή δεν έχει αν έπεσες.
Για όσους πάλι η λουστραρισμένη ζωή παραμένει ανεύρετη, το προσωπικό, ίσως και το οικογενειακό δράμα, επιτείνει το άγχος και την εσωστρέφεια που ανανεώνουν τις φρούδες ελπίδες σε έναν αγώνα… για ένα πουκάμισο αδειανό… για μιαν Ελένη!
Κι έτσι η αναζήτηση της ευτυχίας συνεχίζει να είναι γι’ αυτούς η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας.
Καλή χρονιά!
Η ηδονή να κοιμηθεί κανείς με ένα βιβλίο πεσμένο στα γόνατά του: “Αφήστε κάτι να πάει χαμένο”!