Η Τουρκία έχει αμαρτωλό παρελθόν. Το ξέρουν ακόμα και οι πέτρες από τη Δυτική Ασία έως τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Παρά το γεγονός ότι το κεμαλικό κοσμικό κράτος δεν έδειξε και τεράστια διαφορά στην πολιτική επεκτατισμού και στη μορφή των εγκλημάτων, σε σχέση με τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εντούτοις όμως με την πάροδο δεκαετιών άλλαζε πρόσωπο, αποδεχόμενο δυτικές επιδράσεις μέσα στην κοινωνία.
Ένα από τα βασικότερα στοιχεία της προ «Ερντογανισμού» εποχής ήταν ο διαχωρισμός κράτους – θρησκείας, χωρίς χαλιφάτα και ισλαμικές νομοθεσίες.
Οι πολίτες της χώρας δεν είχαν οργανωμένη πολιτική κατεύθυνση και δομές που θα τους ανάγκαζαν ή θα τους έσπρωχναν να ζουν και να λειτουργούν σ’ ένα περιβάλλον με βάση το ισλαμισμό, καθορίζοντας τον τρόπο ζωής τους και τις δραστηριότητές τους.
Βέβαια, ο εθνικισμός παρέμεινε κεντρικό στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης και γι’ αυτό εκδηλώνονταν στρατιωτικά πραξικοπήματα και η Άγκυρα αντιμετώπιζε με επιθετική τακτική άλλες εθνικές ομάδες (Κούρδοι) και κράτη της περιοχής (Ελλάδα και Κύπρο).
Από τις αρχές του 1990 ξεκίνησε η εδραίωση του πολιτικού Ισλάμ μέσα από ένα καλοστημένο δίκτυο για εξισλαμισμό, με συγκεκριμένες αποφάσεις και ενέργειες: από το κίνημα επιβολής της μαντίλας έως την ραγδαία αύξηση του αριθμού τζαμιών και ισλαμικών σχολείων.
Με την άνοδο, την εδραίωση και την κυριαρχία του Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία και ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα (;) εφαρμόστηκαν ισλαμικοί κανόνες και αλώθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις και οι δημόσιες υπηρεσίες.
Οι Βρυξέλλες και οι ηγεσίες αρκετών ευρωπαϊκών χωρών επένδυσαν σ’ αυτόν, λες και ήταν ο σωτήρας και ο υπερασπιστής των συμφερόντων τους στην περιοχή.
Ακόμα και ο πολλά υποσχόμενος με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα είχε πραγματοποιήσει (με βάση κάποια στρατηγική ή με πολιτική αφέλεια) το πρώτο του ταξίδι ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τουρκία, πιστεύοντας ότι ο Ερντογάν θα δοξάσει το πρόσωπο του σύγχρονου, του πολιτισμένου και δημοκρατικού μουσουλμανικού κόσμου.
Πέρασε κάπου οκτώ χρόνια ως ένοικος του Λευκού Οίκου για να καταλάβει (απ’ ότι φαίνεται) ότι στην ουσία πρόκειται για έναν ακραίο και επικίνδυνο ισλαμιστή που ενισχύει τις στρατιές των τρομοκρατών.
Η πληθυσμιακή δύναμη της Τουρκίας, η γεωγραφική θέση της, ο εξοπλισμένος -κυρίως από τις ΗΠΑ- στρατός της και η δυνατότητα που προσφέρει για ξένες κερδοφόρες επενδύσεις, επιτρέπουν στον Ερντογάν να καταδιώκει Τούρκους πολίτες, να καταπατά τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, να απειλεί και να εισβάλει σε γειτονικά κράτη και να εκβιάζει μικρές και μεγάλες χώρες.
Η Ελλάδα και η Κύπρος όμως δεν μπορούν και δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε και το δικαίωμα να εθελοτυφλούν και να αγνοούν την ωμή πραγματικότητα διότι απειλείται η εθνική και η φυσική επιβίωση του Ελληνισμού.
Πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη στην περιοχή που εκδηλώνεται στην Κύπρο, το Αιγαίο και στην Θράκη. Με αυταρχική δράση και θρησκευτικό φανατισμό αποδεικνύει καθημερινά -με λόγια και έργα- ποιοι είναι οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι του.
Φαίνεται όμως ότι ακόμη στην Αθήνα και τη Λευκωσία δεν έχουν μελετήσει συνολικά τις αληθινές προθέσεις του νεοσουλτάνου της Άγκυρας και δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται σε βάθος αυτή την ορατή απειλή.
Έστω και μια φορά στην ιστορική μας διαδρομή να μη φτάσουμε ξανά στο σημείο για να πούμε: Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα!
Αχρείαστα τα πανηγύρια: Πως οι ΗΠΑ νίκησαν τον Πούτιν στα Βαλκάνια με όχημα τις Πρέσπες