Η μαζική εισροή προσφύγων από την Συρία το 2015 έφερε την ΕΕ αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα
της πολιτικής της στην μετανάστευση και το άσυλο.
Από το 2000 και μέχρι σήμερα η πολιτική της ΕΕ παραμένει σταθερά και αποφασιστικά προσηλωμένη στα ζητήματα ασφάλειας και νομιμότητας της εισόδου και παραμονής προσώπων από τρίτες χώρες. Στον πυρήνα της ευρωπαϊκής πολιτικής βρίσκεται η πολιτική συμφωνία που οι συντηρητικές κυβερνήσεις του Συμβουλίου συνήψαν το 2008, το γνωστό σε όλους Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο (European Pact on Immigration and Asylum).
Συγκεκριμένα, η Ευρωπαική Ένωση δεν έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης που η ίδια (η ΕΕ) είχε προβλέψει στην Οδηγία 2001/55/ΕΚ «για τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περιπτώσεις μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων». Όπως ακριβώς είχε πράξει (η Ένωση) για την προστασία χιλιάδων προσφύγων από την πρώην Γιουγκοσλαβία που αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Αντίθετα, μετά την αδυναμία/αποτυχία διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών στις χώρες πρώτης γραμμής του Μεσογειακού Νότου (κράτη-buffer zone), οι ηγεσίες της ΕΕ αναζήτησαν λύσεις για ζώνες διαχείρισης των ροών εκτός της ευρωπαϊκής επικράτειας (σε τρίτες χώρες), αλλά σε εγγύτητα με αυτή.
Την ίδια στιγμή, κράτη-μέλη της Ένωσης επαναφέρουν (προσωρινά) τους ελέγχους στα εσωτερικά τους σύνορα, δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους (μετεγκατάσταση, επανεγκατάσταση), ενώ άλλα φτάνουν μέχρι το σφράγισμα των συνόρων και την ύψωση φρακτών.
Η συντηρητική πολιτική περιχαράκωση της Ευρώπης απέναντι στην μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνιστά καθοριστική παράμετρο της επιδείνωσης της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θέτει σε αμφισβήτηση το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ, την ισχύ της ενωσιακής έννομης τάξης και την πολιτική οντότητα της Ευρώπης, πυροδοτεί τάσεις εθνικής και κοινωνικής αναδίπλωσης μεγάλων τμημάτων του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ενισχύει την άνοδο της ακροδεξιάς, που εκδηλώνεται πλέον (και) σε κυβερνητικό επίπεδο, και εν τέλει θέτει σε δοκιμασία τον ίδιο της το δεσμό με την ανθρωπιστική παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Έτσι, φτάσαμε σήμερα να παρατηρούμε, σχεδόν αμήχανα, τη συγκρότηση μιας Μαύρης Διεθνούς, όχι αφηρημένα με ένα «φάντασμα της ακροδεξιάς που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη» αλλά με την είσοδο των όμορων κομμάτων στα κοινοβούλια των ισχυρότερων κρατών, με την φοβική ρητορεία να έχει κατισχύσει στο δημόσιο διάλογο, και με ευθεία πλέον αμφισβήτηση βασικών αρχών της δημοκρατίας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ηγεσία της ΕΕ φαίνεται να μην θέλει ή να μην μπορεί να διαβάσει τα σημάδια του «Κακού» που αποκαλύπτονται πλέον έκδηλα και τα οποία αποτελούν σοβαρή δοκιμασία για τις φιλελεύθερες αρχές και τις δημοκρατικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών λαών.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος του προσφυγικού και μεταναστευτικού, στη βάση των δύο αλληλένδετων αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης, απαιτεί, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1) αναθεώρηση των προβλέψεων για εξέταση των αιτημάτων ασύλου από τη χώρα πρώτης εισόδου (Κανονισμός Δουβλίνο) υπέρ ενός συστήματος κεντρικής διαχείρισης των αιτήσεων ασύλου που κατατίθενται ανά την Ευρώπη, υπό την επιμέλεια μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου, με στοιχεία από το ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, ο αριθμός κατοίκων, το ποσοστό αιτούντων άσυλο που ήδη κατοικούν εκεί και το μέγεθος επικράτειας,
2) καθιέρωση μηχανισμού υποχρεωτικής ανακατανομής στο εσωτερικό της Ε.Ε. τόσο αναγνωρισμένων προσφύγων όσο και αιτούντων άσυλο με δίκαιο και αναλογικό τρόπο,
3) θέσπιση Ευρωπαϊκού Ασύλου ώστε οι αλλοδαποί να ζητούν άσυλο από την ΕΕ συνολικά και να κατανέμονται αναλογικά στα κράτη μέλη,
4) ισχυρές ενταξιακές πολιτικές, ώστε η «κρίση» να μετατραπεί σε ευκαιρία για την δημογραφική ανανέωση του γηράσκοντας πληθυσμού της Ευρώπης και την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού της,
5) ενίσχυση του εθελοντικού επαναπατρισμού παράτυπων οικονομικών μεταναστών σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης και την ΕΕ,
6) ανάπτυξη νόμιμων εναλλακτικών οδών για την αναζήτηση της προστασίας στην Ευρώπη,
7) εκπόνηση προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης και ανάπτυξης στις χώρες διέλευσης και προέλευσης.
Η πολιτική μεταβολή και η δυνατότητά της δεν μπορεί φυσικά να μην λαμβάνει υπόψη την εμπειρία της πραγματικότητας, και η αλήθεια είναι πως οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Αυτό που μένει, ωστόσο, να αποδειχθεί είναι εάν θα κάνουμε, ως Ευρώπη, πράξη την περίφημη ρήση του πατέρα της ΕΕ Ζαν Μονέ: «Δεν είμαι αισιόδοξος. Αποφασισμένος είμαι…».
(*) Διδάκτωρ Νομικής, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, πρώην Ειδικός Εμπειρογνώμων στην Ευρωπαϊκή, Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Πόσο θα ανέχεται η Ευρώπη τον Ερντογάν; Bόλτες μέσα στην θάλασσα φασισμού και θηριωδίας