Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Συνεργασία με τις ΑΠΟΨΕΙΣ και την HELLAS JOURNAL
Όταν έκαναν έφοδο στο σπίτι μου οι ομάδες των Ειδικών Επιχειρήσεων τον Ιούλιο του 2000 τις υποδέχτηκα με πολύ ήρεμο τρόπο. Επιπλέον, είχαν μπει μέσα σπάζοντας την πόρτα. Και μάλιστα με βαριά όπλα. Νομίζω ήταν επτά άτομα. Και ανάμεσά τους υπήρχε ένας αστυνομικός κινηματογραφιστής, ο οποίος τραβούσε βίντεο όλη την επιχείρηση.
Ρώτησα τον λοχία που φαινόταν ο επικεφαλής της επιχείρησης: «Υπάρχει ένταλμα έρευνας;» «Υπάρχει», είπε. «Να το δω», είπα. Άνοιξε και έκλεισε με μεγάλη ταχύτητα τον φάκελο που κρατούσε. Δεν μπόρεσα να δω την υπογραφή του δικαστή. Το σπίτι που νοίκιαζα είχε δύο δωμάτια. Και ένα σαλόνι. Μπήκαν αμέσως στα δωμάτια και άρχισαν να ψάχνουν εξονυχιστικά. Τους είπα ότι δεν μπορούσαν να διεξάγουν έρευνα στα δωμάτια που δεν ήμουν παρών. Διότι υπολόγιζα τι θα μπορούσαν να κάνουν.
Από πού το θυμήθηκα τώρα αυτό; Να σας πω.
Ο αθώος άνθρωπος δεν φοβάται! Η πηγή του φόβου είναι η ενοχή. Ο ένοχος πάντα φοβάται ότι θα συλληφθεί ανά πάσα στιγμή ή θα τον εκδικηθούν. Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος που οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παραιτηθούν των εγγυήσεων. Φοβούνται ότι θα υποστούν επίθεση από τους Ελληνοκύπριους μια μέρα επειδή νιώθουν ένοχοι απέναντι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και γι’ αυτό δεν θέλουν να φύγει από το νησί ποτέ ο τουρκικός στρατός και να τους προστατεύει πάντα.
Ανησυχούν ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτά που τους έκαναν το 1974 και θα επιχειρήσουν να πάρουν εκδίκηση στην πρώτη ευκαιρία. Δεν πιστεύουν όσους λένε ότι «δεν θα ξαναγίνουν τέτοια πράγματα σε αυτό το νησί». Δεν εμπιστεύονται και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ο φόβος είναι το σύνδρομο Ρασκόλνικοφ.
Διαπράχθηκαν μεγάλα εγκλήματα κατά των Ελληνοκυπρίων το 1974. Γυναίκες που υπέστησαν βιασμό. Άνθρωποι που εκτελέστηκαν και ετάφησαν σε ομαδικούς τάφους ή ρίχτηκαν σε πηγάδια. Άνθρωποι που εκδιώχθηκαν με την βία των όπλων από τα σπίτια τους, από τα χώματά τους. Και άλλα πολλά. Τι θηριωδία. Σε κάποια χωριά έκαναν και Ελληνοκύπριοι παρόμοια πράγματα.
Δεν ξεχνιούνται οι βαρβαρότητες που έκαναν ειδικά στα χωριά Τόχνη και Μάραθα. Αλλά στο τέλος οι Ελληνοκύπριοι ήταν η πλευρά που στην ουσία αποτέλεσε το θύμα και έχασε. Μήπως οι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι που τοποθετήθηκαν στην σειρά στο λιμάνι, γδύθηκαν και έμειναν με τα εσώρουχα και μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, θα το ξεχάσουν ποτέ αυτό;
Οι Τουρκοκύπριοι έχασαν την αυτοπεποίθησή τους μετά το 1974. Γι’ αυτό θέλουν εγγυητή. Προστάτη. Η δεκαετία του 1960 ήταν τα χρόνια που έζησαν τις πιο βασανισμένες τους μέρες. Ζούσαν μέσα στην φτώχια σε γκέτο στα οποία είχαν φυλακιστεί. Τα τρόφιμα δίδονταν με κουπόνια. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να προστατεύσουν τον εαυτό τους έναντι της ελληνοκυπριακής πλευράς που υπερτερούσε πολύ σε αριθμό και όπλα. Ακόμα και παιδιά 15 χρόνων τέθηκαν υπό τα όπλα στα φυλάκια.
Σε αυτά τα σφάλματα συμπεριλήφθηκαν και οι Ελληνοκύπριοι αριστεροί, όχι μόνο οι φανατικοί εθνικιστές. Κανείς δεν αντιτάχθηκε στις χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες που μεταφέρθηκαν στο νησί παράνομα μετά τον Δεκέμβριο του 1963. Κανείς δεν καταδίκασε την δολοφονία 24 Τουρκοκυπρίων αμάχων στο χωριό Κοφίνου το 1967 από εθνοφρουρούς υπό την διοίκηση του στρατηγού Γρίβα.
Σε κάθε περίπτωση, η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων συνειδητοποιεί ότι αυτά που έγιναν εναντίον των Ελληνοκυπρίων το 1974 ήταν πολλαπλάσια εκείνων που έγιναν εναντίον των ιδίων κατά την περίοδο 1963-74. Γι’ αυτό τον λόγο νιώθουν κόμπλεξ ενοχής. Θέλουν πάντα δίπλα τους την Τουρκία για να μην βρεθούν αντιμέτωποι με την εκδίκηση μια μέρα.
Ο μόνος δρόμος να παραγκωνιστεί αυτός ο φόβος είναι να συνάψουν μιαν συμφωνία χωρίς να ζητούν περισσότερα από αυτά που δικαιούνται. Δεν μπορείς να κρατάς αιωνίως το έδαφος που σφετερίστηκες με την βία των όπλων. Δεν γίνεται «βίασε, πάρε, να γίνει δική σου».
Στην Τουρκία δεν τιμωρείται ο βιαστής, ο οποίος δέχεται να παντρευτεί το κορίτσι το οποίο έχει βιάσει! Η Κύπρος δεν είναι Τουρκία. Ποιος θέλει άλλωστε να παντρευτεί με τον βιαστή του;
Στα τζαμιά ο κόσμος ξεχειλίζει στον δρόμο: Εξαγωγή Ιμάμηδων στην κατεχόμενη Κύπρο