1619 φωτογραφίες, άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά… Κάποιοι μαρτύρησαν, κάποιοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ… Θλιμμένα πρόσωπα σε συρματοπλέγματα, κρατώντας σφικτά μια φωτογραφία, άλλοι καθισμένοι σε μια καρέκλα με το βλέμμα στο κενό… Άνθρωποι που παλεύουν τα βράδια με εφιάλτες, με γεγονότα που έχουν καταγραφεί στο υποσυνείδητο, σε μία μνήμη εγκλωβισμένη…
Παιδιά περιμένουν τους γονείς τους, γονείς περιμένουν τα παιδιά τους… αδέρφια, συγγενείς… κάποιοι ταυτοποίηθηκαν, κάποιοι άλλοι ακόμα αγνοούνται… Μια σφαίρα, που υπάρχει στην καρδιά, χιλιάδων οικογενειών…
Ο Πάμπος Χατζήπαναγης, ξετυλίγει το κουβάρι των βιωμάτων του , μέσα από μία ταινία μικρού μήκους, που αγγίζει ευαίσθητες και ανθρώπινες πτυχές για τα όσα βίωσαν, οι οικογένειες των αγνοουμένων… Πίσω από κάθε παράθυρο, υπάρχει και μια ιστορία… Πίσω από κάθε ένα στρατιώτη υπάρχει μια ζωή που δεν έζησε, μια οικογένεια που σταμάτησε το χρόνο, με μια πολιτεία, που διαγράφει πρόσωπα.. που αποτυπώνει μόνο ότι της συμφέρει να ειπωθεί, με ένα «δεν ξεχνώ» που έχει ξεθωριάσει… μόνο που η κάθε ιστορία αξίζει να ειπωθεί…
Και συνεχίζει:
«Ήταν έφεδρος, μεταξύ της α’ και της β’ εισβολής (Σ.Σ.: ο πατέρας του Σωτήρης Χατζηπαναγής). Επέστρεψε, στο χωριό μας, στις Μάντρες Αμμοχώστου, μέχρι να τους ξανακαλέσουν. Εκεί πηγαινοέρχονταν οι Τουρκοκύπριοι και τους έλεγαν «μη φοβάστε, δε θα σας πειράξει κανείς, είμαστε εμείς». Και τους καθησύχασαν για να μη φύγουν. Κάποιοι έφυγαν και κάποιοι έμειναν.
Έμειναν κυρίως αυτοί που είχαν ζώα, που είχαν δουλειές, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου. Αφού πέρασαν 2- 3 μέρες, ήρθαν Τούρκοι στρατιώτες μαζί με τους Τουρκοκύπριους, του διπλανού χωριού και συνέλαβαν, όλους τους κατοίκους που είχαν παραμείνει. Τους έβαλαν σε λεωφορεία και τους μετέφεραν σε χώρο συγκέντρωσης, που μάζευαν τους αιχμαλώτους, στο δημοτικό σχολείο της Γύψου. Τους άφησαν εκεί για δυο – τρεις μέρες. Μαζί με τον πατέρα μου, βρισκόταν κι ο πατέρας του με τη μητέρα του.
Την επόμενη μέρα, μάζεψαν όλους τους άντρες, μέχρι πενήντα ετών και τους μετέφεραν με λεωφορεία, μέχρι το γκαράζ «Παυλίδη», που ήταν ο χώρος που συγκέντρωναν τους αιχμαλώτους και μετά τους άφηναν ελεύθερους. Στα ενδιάμεσα του δρόμου, βρίσκεται το χωριό Τζιάος, το οποίο είναι τούρκικο χωριό, στο οποίο βρισκόταν αστυνομικός σταθμός και το μετέτρεψαν σε αρχηγείο της αστυνομίας, στρατού»…
Και συμπληρώνει:
«Όταν πέρασαν από το χωριό, κάποιους τους κατέβαζαν από το λεωφορείο, τους ανέκριναν στο αρχηγείο και τους έβαζαν ξανά πίσω στο λεωφορείο. Στο λεωφορείο που βρισκόταν ο πατέρας μου, πάλι τους συνόδευαν Τουρκοκύπριοι., του διπλανού χωριού προς τη Λευκωσία. Σε κάποια φάση, μπήκε ένας Τουρκοκύπριος, στο λεωφορείο, φώναξε οκτώ ονόματα τους κατέβασε κάτω, έξι χωριανοί και δύο άτομα από το διπλανό χωριό. Τους άφησαν στον αστυνομικό σταθμό και οι υπόλοιποι που βρισκόντουσαν μέσα στο λεωφορείο, έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τη Λευκωσία, τους άφησαν στο γκαράζ Παυλίδη, και τους απελευθέρωσαν.
Τα χέρια και τα πόδια τους, ήταν δεμένα πίσω. Όσοι είχαν ζώνη, τους είχαν δέσει με τη ζώνη και όσοι δεν είχαν, τους είχαν δέσει με τα κορδόνια των παπουτσιών τους, με μία σφαίρα στο κεφάλι. Εν ψυχρώ εκτέλεση. Όταν αντικρίζεις το οστά του πατέρα σου σε ένα τραπέζι ζεις την πραγματικότητα. Δεν θεωρείς αλλά ούτε φαντάζεσαι, ζεις στην πραγματικότητα και πλέον είσαι μαζί του, χαϊδεύεις και αγκαλιάζεις τα οστά του σαν να το έχεις ζωντανό μαζί σου».
Προσθέτει:
«Δεν ξέρω εάν νιώθεις λύτρωση μετά την ταυτοποίηση, τα συναισθήματα είναι ανάμικτα. Αυτό που σίγουρα ένιωσα είναι ότι ήρθε η δική μου σειρά να κάνω κάτι για να τιμήσω τόσο τον πατέρα μου όσο και τους υπόλοιπους αγνοουμένους. Με αυτές τις σκέψεις έχουμε ετοιμάσει την ταινία. «Η ΣΦΑΙΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ».
Είναι δύσκολο, να μεγαλώνεις και να σου λείπει η πατρική αγάπη, η οικογένεια δεν έχει μαζί της τον προστάτη της. Η απουσία του πατέρα ήταν μεγάλη ειδικά σε σημαντικές στιγμές της ζωής μας, στους γάμους μας , στις γιορτές. Η πιο δύσκολη στιγμή για μένα ήταν στη βάφτισή του γιού μου, ο οποίος θα έπαιρνε το όνομα του παππού του, Σωτήρης. Δεν λυγίσαμε ποτέ, γιατί εάν λυγίζαμε δεν θα μπορούσαμε να σταθούμε όρθιοι μπροστά στη μητέρα μας, αλλά και στις προκλήσεις της ζωής μας, να αντεπεξέλθουμε και να κάνουμε τις δικές μας οικογένειες».
Η Τουρκία είναι αποικιοκρατική δύναμη: Αλλά Αγγλία και ΗΠΑ δεν αγάπησαν την Κυπριακή Δημοκρατία