Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Συνεργασία με τις ΑΠΟΨΕΙΣ και την HELLAS JOURNAL
Θυμάστε. Το 1974 υπήρχε ένα μωρό που ξεχάστηκε στην κούνια. Σε ένα ελληνοκυπριακό σπίτι στην Λευκωσία. Το βρήκε σε εκείνη την περιοχή ένας φίλος μου στρατιώτης. Μπήκε στο σπίτι με το δάκτυλο στην σκανδάλη. Το σπίτι ήταν ανάστατο, άνω κάτω και άδειο. Είχε γίνει κομμάτια ακόμα και η οθόνη της τηλεόρασης στο καθιστικό.
Στο υπνοδωμάτιο αντιλήφθηκε μιαν κούνια που άρχισε να κουνιέται επειδή χτύπησε το σχοινί. Έσκυψε και κοίταξε. Μέσα υπήρχε ένα μωρό, αλλά δεν έκλαιγε και δεν φώναζε. Διότι ήταν νεκρό. Τα μαγουλάκια του είχαν μελανιάσει.
«Άραγε εκείνο το μωρό είναι αυτό;» Αυτό που αποκάλεσε «εκείνο το μωρό» είναι πάλι ένα μωρό που ξεχάστηκε στην κούνια. Πού; Στην Τύμπου κοντά στην Λευκωσία. Την ώρα που οι αιχμάλωτες Ελληνοκύπριες γυναίκες φορτώνονταν σε ένα αυτοκίνητο, μια γυναίκα φώναζε με πόνο: «Το μωρό μου, το μωρό μου». Άρπαξε τα δύο της παιδιά, αλλά ξέχασε το μωρό της στην κούνια, λέει.
Το παιδί έμεινε έτσι μέσα στην κούνια. «Μην ανησυχείς, δεν θα πάθει τίποτα, θα σου το φέρουν», της είπαν οι διπλανές της. Η γυναίκα, που μου διηγήθηκε αυτό το γεγονός στο οποίο ήταν μάρτυρας, δεν γνωρίζει τι συνέβη μετά. Αλλά ακόμα δεν μπόρεσε να ξεχάσει την μητέρα που φώναζε. Το όνομα της γυναίκας ήταν «Αντρούλλα».
Δεν ήταν εκείνο το μωρό για το οποίο έγραψα. Άλλο ήταν εκείνο. Ήταν στην Λευκωσία, όχι στην Τύμπου. Αλλά αφότου άκουσα αυτή την ιστορία δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ ποιος ξέρει πόσα μωρά ξεχάστηκαν στην κούνια με αυτό τον τρόπο. Θύματα πολέμου. Νεογέννητα. Ή μόλις μερικών μηνών. Ξεψύχησαν μέσα σε μια κούνια νηστικά, διψασμένα φωνάζοντας ανάμεσα σε ήχους από βόμβες και σφαίρες. Σε μιαν κούνια την οποία δεν κουνάνε πλέον οι γονείς τους. Ποιος ξέρει, δεν έχουν καν έναν μικρό τάφο.
Έφυγαν από ανάμεσά μας προτού καταλάβουν πόσο επικίνδυνο μέρος είναι ο κόσμος μας. Και όσοι κατάφεραν να σωθούν από εκείνη την κόλαση είναι τώρα 44 χρονών. Κάποιοι ήρθαν σε αυτό τον κόσμο χωρίς να μπορέσουν να δουν ποτέ τον πατέρα τους. Γεννήθηκαν σε μια μισή πατρίδα. Αλλά οι διαμένοντες στον βορρά και οι διαμένοντες στον νότο μεγάλωσαν με διαφορετικά νανουρίσματα.
Αυτό που η μια μητέρα αποκαλεί «κατοχή», η άλλη το αποκαλεί «απελευθέρωση». Με αυτά τα νανουρίσματα μεγάλωσαν τα μωρά του 1974 που πάτησαν τα 44 τώρα.
44 χρόνια. Λίγα είναι; Σύμφωνα με τον ποιητή που λέει «35 χρόνια, κάνουν τα μισά του δρόμου», θεωρείται ότι έχουν περάσει τα μισά του δρόμου. Έμεινε στο παρελθόν η εφηβεία και τα νιάτα. Άρχισε η περίοδος της ωριμότητας. Μετά από αυτή την ηλικία, ο άνθρωπος αρχίζει να βλέπει τα πάντα διαφορετικά. Γελάει με πολλές ανοησίες που έκανε κατά την εφηβεία και τα νιάτα του.
Είναι γεμάτη με πικρές αναμνήσεις κάθε γωνιά της παραδεισένιας πατρίδας μας που ζυμώθηκε με αίμα. Όσοι σώθηκαν από τον θάνατο παρά τρίχα, δεν ξέχασαν ποτέ το μέρος στο οποίο σώθηκαν. Εκπλήττονται πολύ και οι ίδιοι για το πώς έμειναν ζωντανοί. Τα φωτογραφικά τους άλμπουμ είναι γεμάτα με στρατιωτικές αναμνήσεις. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στα βουνά, στα φυλάκια, στα στρατόπεδα. Κοιτάνε με θλίψη στις φωτογραφίες τους φίλους τους που δεν βρίσκονται πια στην ζωή.
Θυμούνται τις μέρες που έκαναν αστεία. Δεν έχει τέτοιες αναμνήσεις η γενιά του 1974. Δεν μεγάλωσαν με την ανάμνηση ενός νεκρού μωρού που ξεχάστηκε στην κούνια. Δεν πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Δεν προσφυγοποιήθηκαν.
Όμως, δικά τους είναι και τα βουνά στα οποία γυρίζουν και οι πλαγιές στις οποίες περιδιαβάζουν. Άλλωστε τι υπάρχει το οποίο δεν μπορούμε να μοιραστούμε σε αυτό τον κόσμο που δεν υπάρχει χωριό πέρα από τον θάνατο. Όταν σε θυμάμαι μωρό, δεν έχει σημασία αν κάψει τους πνεύμονές μου αυτός ο καπνός. Ε εσείς νεκρά μωρά. Συγχωρέστε μας!
Κοροϊδεύουν την νοημοσύνη μας: Δολοφονούν όσους αντιστέκονται στους αυταρχικούς ηγέτες