Με δεδομένο ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» βάλλει κατά των «κοινωνικών δικαιωμάτων» και με αναφορά στο κράτος δικαίου που εισήγαγε και θεσμοθέτησε το «αμιγώς αστικό κράτος», χρήσιμα είναι να λεχθούν τα εξής:
Ο σύγχρονος νομικός και πολιτικός πολιτισμός εισάγει την Αρχή του Κράτους Δικαίου για μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, που από τη συγκρότηση και αποστολή της, πρέπει να είναι:
Η οργάνωση και αντιστάθμιση των εξουσιών προκύπτει μέσα από τη διάκριση των λειτουργιών. Αυτή η διάκριση επιβάλει στα κρατικά Όργανα να δρουν μόνο βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμονται από το Σύνταγμα και φυσικά από τους προβλεπόμενους (από το Σύνταγμα) Νόμους.
Ωστόσο η Αρχή του Κράτους Δικαίου δεν είναι μονοσήμαντη. Εκφράζεται ποικιλοτρόπως στις σύγχρονες κοινωνίες και ειδικότερα μέσω της δικαιοδοτικής λειτουργίας διαμορφώνει Αρχές Ασφάλειας Δικαίου, όπως είναι η Αρχή της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Πολίτη, η Αρχή του Απρόσωπου Χαρακτήρα των Νομοθετικών και Κανονιστικών Πράξεων, η Αρχή της Νομιμότητας και η Αρχή της Αναλογικότητας.
Η συγκρότηση της Πολιτείας δεν αφορά μόνο στη διάκριση των λειτουργιών. Αφορά και στη θέσπιση δικαιωμάτων, πολλά των οποίων εντάσσονται στο σκληρό πυρήνα –μη αναθεωρητέο, συνταγματικών κανόνων και προσδιορίζουν σε μέγιστο βαθμό τον πολιτισμό που πρέπει να χαρακτηρίζει όχι μόνο τις σχέσεις του κράτους προς τον πολίτη, αλλά και των πολιτών μεταξύ τους.
Η νομική επιστήμη και η κρατούσα πολιτική άποψη του «λεγόμενου δυτικού πολιτισμού», έχουν διαμορφώσει από την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση, την παραδοσιακή «τριπλή διάκριση» των συνταγματικών δικαιωμάτων. Έτσι, τα δικαιώματα διακρίνονται σε «ατομικά», «πολιτικά» και «κοινωνικά». Αυτή είναι η βασική διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου:
1) Τα ατομικά δικαιώματα προκύπτουν από την «αρνητική κατάσταση» (status negativus), όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, είναι «αρνητικό». Δηλαδή, γεννάται αξίωση η οποία επιβάλει την «αποχή» της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις. Αναφερόμαστε σε πεδίο δικαιωμάτων εντός του οποίου τα άτομα δρουν ελευθέρως. Ως εκ τούτου τα δικαιώματα αυτά είναι και «αμυντικά δικαιώματα», όπου ο φορέας του δικαιώματος αμύνεται κατά των επεμβάσεων του κράτους. Το κράτος δε, δεν μπορεί να επέμβει σε επίπεδο τέτοιας έκτασης, ώστε να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος. Ο πυρήνας του δικαιώματος είναι απρόσβλητος. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να θίξει ο «νεοφιλελευθερισμός». Άλλωστε η ελευθερία στην οικονομική δράση αφορά έννομο αγαθό, αρκεί να υφίσταται ο υγιής ανταγωνισμός και η κατάργηση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. Παρεμπιπτόντως δε, «υπερφορολόγηση» και «νεοφιλελευθερισμός» αφορούν ασυμβίβαστες έννοιες. Και τούτο για να μην αποδίδουμε «επαχθή δημοσιονομικά βάρη» στις «πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού».
2) Τα πολιτικά δικαιώματα προκύπτουν από την «ενεργητική κατάσταση» (status activus) όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, είναι «ενεργητικό». Δηλαδή, τα άτομα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Συνήθως υφίσταται σύγχυση ανάμεσα στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, καθόσον ιστορικώς κατακτήθηκαν συγχρόνως και εδράζονται στις ιστορικές επαναστάσεις που προαναφέρονται, ήτοι στην Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι τα ατομικά δικαιώματα διακηρύχθηκαν για να αφορούν τον «άνθρωπο», ενώ τα πολιτικά δικαιώματα διακηρύχθηκαν για να αφορούν τον «πολίτη».
Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν μπορεί να θίξει ούτε αυτό το δικαίωμα, καθόσον το βάθρο του όλου συστήματος εδράζεται στη Δημοκρατική Αρχή. Ελευθερία δε στην οικονομική δράση χωρίς την θεμελιώδη αξία της Δημοκρατικής Αρχής είναι έννοιες ασυμβίβαστες.
3) Τα κοινωνικά δικαιώματα προκύπτουν από την «θετική κατάσταση» (status positivus), όπου το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών είναι «θετικό». Δηλαδή, τα άτομα ως φορείς του δικαιώματος απαιτούν από το κράτος ορισμένες κοινωνικές παροχές. Ως εκ τούτου το κράτος επιβάλλεται να προβεί σε θετική ενέργεια για την υλοποίηση «συγκεκριμένου έννομου αγαθού».
Από τη θεωρία και την πρακτική των κοινωνικών δικαιωμάτων προκύπτει ότι το κοινωνικό κράτος έχει καθήκον να αποβλέπει έτσι, ώστε η τυπική ελευθερία, αλλά και η ισότητα να αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο. Συνεπώς, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου επιβάλλεται να τελούν υπό την αιγίδα του κράτους.
Τα «κοινωνικά δικαιώματα» όμως δεν έχουν κατ’ αρχήν δυνατότητα αξίωσης και πραγματικής προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών Οργάνων (ενώπιον δηλαδή της διακεκριμένης λειτουργίας της δικαιοσύνης). Αυτή η αποδυνάμωση δικαιώματος και η σχετικοποίηση του δικαιώματος, παρέχει το «έδαφος» για την εφαρμογή των «δογμάτων» του «νεοφιλελευθερισμού». Η αποδυνάμωση δε αυτή έχει παραχωρηθεί από το «αμιγώς αστικό κράτος».
Ας εστιάσουμε στην Ελλάδα. Με βάση τα προαναφερόμενα η πολιτική και συνταγματική τάξη στην Ελλάδα δημιουργεί το περίγραμμα του κράτους δικαίου του «κοινωνικού κεκτημένου».
Το «κοινωνικό κεκτημένο» παρά την τυπική αναγνώρισή του από τους συνταγματικούς κανόνες, δεν συνεπάγεται και εξαναγκασμό του κράτους. Πράγματι υφίσταται αυτή η «αντίφαση». Και τούτο γιατί το ιδρυθέν δικαίωμα δεν παράγει αυτοδικαίως και δικαίωμα αξίωσης. Ο εκάστοτε δε Κοινός Νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει κανόνες που μπορεί να μεταβάλουν τα κοινωνικοικονομικά δεδομένα. Ως εκ τούτου:
α) Το δικαίωμα στην παιδεία (άρθρο 16 του Συντάγματος),
β) το δικαίωμα στη μητρότητα (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος),
γ) το δικαίωμα για την προστασία της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος)
δ) το δικαίωμα για την προστασία της οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος)
ε) το δικαίωμα των ατόμων για τα οποία θα πρέπει να υπάρξει ειδική φροντίδα του κράτους π.χ. πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο (άρθρο 21 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος),
στ) το δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος)
ζ) το δικαίωμα για την απόκτηση κατοικίας (άρθρο 21 παρ. 4 του Συντάγματος),
η) το δικαίωμα στην εργασία (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος),
θ) το δικαίωμα για κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος),
ι) το δικαίωμα για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος), αφορούν θεσπισμένα μεν και αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς όμως, καταρχήν, δυνατότητα για την κατευθείαν αξίωσή τους από την πλευρά του προστατευόμενου ανθρώπου.
Ως εκ τούτου προκύπτει η σχετικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, όχι μόνο γιατί οι συνταγματικές διατάξεις δεν μπορούν να κατοχυρώσουν με τη μορφή εγγύησης τις ήδη παρασχεθείσες παροχές, αλλά και γιατί η κατευθείαν αξίωση ενώπιον των Δικαστηρίων δεν παρέχει την προϋπόθεση της λεγόμενης «ενεργητικής νομιμοποίησης» για τον ενάγοντα και της λεγόμενης «παθητικής νομιμοποίησης» για τον εναγόμενο, που εν προκειμένω μπορεί να είναι το κράτος ή όποιος άλλος φορέας δημοσίας εξουσίας.
Βεβαίως ζητήματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην κοινωνική ασφάλιση, ακόμη και στην εργασία στο δημόσιο τομέα, μπορεί υπό προϋποθέσεις (εφόσον συντρέχει άμεσο, ειδικό και ενεστώς έννομο συμφέρον), να ζητηθεί ακύρωση πράξης ή άλλως ακύρωση σιωπηρής άρνησης που εκδηλώθηκε μετά από αίτηση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή υφίσταται η προαναφερόμενη σχετικοποίηση προστασίας στη σχέση του «αιτούντος» ως προς τον «καθού».
Ας εστιάσουμε, εν συνεχεία, και στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Στη Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγεται η Αρχή του Κράτους Δικαίου με το άρθρο 2 ΣΕΕ, με βάση το οποίο στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ με το άρθρο 3 ΣΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως σκοπό να προάγει όχι μόνο την ειρήνη (ιδιαίτερο έννομο αγαθό), αλλά και την ευημερία των λαών της, αποβλέπουσα παραλλήλως και στο αγαθό της κοινωνικής συνοχής.
Περαιτέρω στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο εισάγεται το κοινωνικό κράτος δικαίου με προτεραιότητα συνδρομής σε αυτόν που έχει ανάγκη και με στόχο την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ στοχεύει στην δίκαιη επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Ειδικότερα με βάση το άρθρο 6 ΣΕΕ υπ’ όψιν ότι:
Από τα προαναφερόμενα προκύπτουν τα εξής:
Κατάληξη των προαναφερομένων είναι ότι το «κοινωνικό κεκτημένο» όσον αφορά στην «εσωτερική έννομη τάξη», και στην «ευρωπαϊκή ενωσιακή έννομη τάξη», αφορά υφιστάμενους κανόνες. Οι κανόνες όμως αυτοί επειδή σχετικοποιούνται λόγω της έλλειψης της κατ’ ευθείαν αξίωσής τους, καθιστούν σαφές ότι η προστασία του ανθρώπου ως φορέα δικαιωμάτων υπάγεται στην πολιτική βούληση της εκάστοτε άρχουσας ιδεολογίας. Στην υπαγωγή δε αυτή ευρίσκει κατ’ αρχήν έρεισμα «νομιμοποίησης» ο «νεοφιλελευθερισμός». Επ’ αυτής δε της «νομιμοποίησης» εδράζεται το «δόγμα Τ.Ι.Ν.Α.» (There Is No Alternative), ότι δηλαδή δεν υπάρχει εναλλακτική ή άλλως ότι βρισκόμαστε ενώπιον μονόδρομου.
Παρά ταύτα, προοδευτική κατεύθυνση, επιλεγόμενη και ως «κεντροαριστερά», μπορεί να αναδειχθεί εντός του όλου συστήματος (του «αμιγώς αστικού κράτους»), προκειμένου να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο τα «κοινωνικά δικαιώματα». Η πολιτική για μια προοδευτική κατεύθυνση μπορεί να προκύψει με την ανένδοτη υπεράσπιση και ισχυροποίηση των δύο προαναφερομένων εννόμων αγαθών: των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Προς την κατεύθυνση δε αυτή οι κοινωνίες και η πολιτική εκπροσώπηση που υπηρετούν τα δικαιώματα αυτά, μπορούν να καταστούν πλειοψηφικό ρεύμα και να αναδείξουν ως άρχουσα ιδεολογία το παρεμβατικό κοινωνικό κράτος δικαίου, ως θεσμικό αντιστάθμισμα ανάμεσα στο εκκρεμές: της κοινωνικής συνοχής και της ελεύθερης αγοράς.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).
Αλλαγή πολιτικής με τους εργαζόμενους: Πλήρωσαν το μεγαλύτερο μερίδιο της καταστροφής