Του Μαρίνου Σιζόπουλου
Η αναβάθμιση των προκλήσεων της Τουρκίας το τελευταίο χρονικό διάστημα:
Η ορθολογική ανάλυση και προσέγγιση αυτού του φαινομένου πρέπει να περιλαμβάνει τον καθορισμό των τουρκικών στόχων, τη μέθοδο υλοποίησής τους, και τον τρόπο αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους με στόχο τη ματαίωσή τους.
Τουρκικοί στόχοι
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η τότε τουρκική κυβέρνηση συνειδητοποιώντας τον στρατηγικό ρόλο των ενεργειακών πηγών της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής όσον αφορά την παγκόσμια βιομηχανική ανάπτυξη και οικονομία, καθώς και τον αντίστοιχο της διώρυγας του Σουέζ αναφορικά με τις θαλάσσιες συγκοινωνίες και το παγκόσμιο εμπόριο, αποφάσισε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει ένα κράτος ξηράς, αλλά θα πρέπει να αποκτήσει θαλάσσιες διεξόδους για να μετατραπεί σε μια περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια.
Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με διάρρηξη του ελληνικού αποκλεισμού ο οποίος θα μπορούσε να είναι πλήρης στην περίπτωση που η Κύπρος θα ενωνόταν με την Ελλάδα. Ο φόβος του ελληνικού αποκλεισμού περιγράφεται με μεγάλη σαφήνεια στα πρακτικά της συνάντησης της Γενεύης τον Ιούλιο του 1954, η σύγκλιση της οποίας έγινε με στόχο την εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον για την Κύπρο. Όπως προκύπτει από την έκθεση την οποία συνέταξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στις συνομιλίες, πρέσβης Δημήτρης Νικολαρείζης (14/7/1964), ο Άτσεσον έθεσε κατά προτεραιότητα ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με την ασφάλεια της Τουρκίας και δευτερευόντως με τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Συγκεκριμένα η έκθεση καταγράφοντας την τοποθέτηση του Άτσεσον αναφέρει:
«Την Τουρκία ευλόγως ανησυχεί μελλοντική τύχη Κύπρου. Διότι από βορρά συνορεύει με τη Σοβιετικήν Ένωσιν, εις ευρωπαϊκόν ηπειρωτικόν τμήμα της με Βουλγαρία και εν συνεχεία με Ελλάδα, η οποία δια συνόρων Έβρου και σειράς ελληνικών νήσων κυκλώνει Μικρασιατικήν ακτήν Τουρκίας. Κύκλωσις θα συνεπληρούτο εάν εις Ελλάδα περιήρχετο και Κύπρος, η οποία θα απετέλει νέαν σφήνα προς κατεύθυνση κόλπου Αλεξανδρέττας. Τούτο Τουρκία δεν δύναται δεχθή λόγω ανταγωνισμού και συχνών συρράξεων δια των οποίων διήλθον σχέσεις δύο γειτόνων Εθνών».
Η σταδιοποιημένη εφαρμογή των τουρκικών στόχων για θαλάσσια επέκταση και έλεγχο της Αν. Μεσογείου ώστε η Τουρκία να καταστεί μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια, περιλάμβανε
Η ματαίωση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα επιτεύχθηκε με τις συνομιλίες Ζυρίχης-Λονδίνου και την υπογραφή της συμφωνίας για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη συνέχεια το προδοτικό πραξικόπημα του 1974 έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία που επιζητούσε για να εισβάλει στην Κύπρο και να καταλάβει το 37% του εδάφους αποκτώντας ουσιαστικό πλεονέκτημα στην υλοποίηση του στόχου της για προσάρτηση της Κύπρου στην τουρκική επικράτεια.
Όπως αρχικά προβάλλοντας τον κίνδυνο της διχοτόμησης πέτυχε τη ματαίωση της ένωσης, σήμερα προβάλλοντας τον κίνδυνο των δύο κρατών ή της προσάρτησης των κατεχομένων εδαφών στην Τουρκία, επιδιώκει την προώθηση της λύσης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ώστε να μπορεί να ελέγχει πολιτικά και στρατιωτικά ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια μέχρις ότου της δοθεί η ευκαιρία για προσάρτηση.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δύο νέα δεδομένα που προέκυψαν
ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και την προσπάθεια να υλοποιήσει τους επεκτατικούς της στόχους σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η τουρκική τακτική αποσκοπεί
Τέλος είναι λογικό ότι σε περίπτωση επιτυχούς ολοκλήρωσης των τουρκικών στόχων στην Κύπρο, καθίσταται πιο εύκολη η προώθηση των αντίστοιχων σε βάρος της Ελλάδας.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα τους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς. Εκτιμούμε ότι η αντιμετώπιση θα είναι πλέον αποτελεσματική εάν οι δύο χώρες σε στενή συνεργασία διαμορφώσουν πολιτική η οποία να αναβαθμίζει το γεωστρατηγικό τους ρόλο στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής, ως αντίβαρο μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής υπεροχής που παρουσιάζει η Τουρκία.
Η αναβάθμιση πρέπει να στηριχθεί σε τρεις βασικούς πυλώνες:
Πολιτικός
Ο πολιτικός πυλώνας πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο κύρια επίπεδα
Το πρώτο αφορά την Ε.Ε. Συγκεκριμένα αξιοποιώντας και άλλες χώρες-μέλη τα συμφέροντα των οποίων δεν εναρμονίζονται με τα τουρκικά, να ανασταλεί οποιαδήποτε αναβάθμιση των εμπορικών και οικονομικών ευρωτουρκικών σχέσεων. Ειδικά αυτή την περίοδο όπου η τουρκική οικονομία εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης και συρρίκνωσης, μη αποκλειόμενης και της κατάρρευσης.
Είναι ουτοπία να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει πρόθεση είτε από την τουρκική κυβέρνηση, είτε από τις ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Αυτό που αμφότερα τα μέρη επιθυμούν είναι το ειδικός καθεστώς. Αυτό βολεύει και τους δύο. Την μεν Τουρκία γιατί ενώ δεν θα κινδυνεύει με εκδημοκρατικοποίηση το πολιτειακό της σύστημα και δεν θα τίθεται υπό αμφισβήτηση η εξουσία της άρχουσας πολιτικής τάξης, θα μπορεί την ίδια στιγμή να απολαμβάνει των οικονομικών πλεονεκτημάτων της συμφωνίας και να απομυζά ευρωπαϊκά κεφάλαια. Τις μεν ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. να αξιοποιούν αφενός τα φτηνά εργατικά χέρια στην Τουρκία για την παραγωγή των προϊόντων τους και αφετέρου την ίδια στιγμή και ως μια μεγάλη αγορά για την πώλησή τους.
Η αναστολή αναβάθμισης αυτών των σχέσεων ενδέχεται να ενεργοποιήσει την οικονομική ελίτ της Τουρκίας, τα συμφέροντα της οποίας θα επηρεάζονται, να ασκήσει πίεση για τον τερματισμό της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας σε βάρος της Ελλάδας, τερματισμό των προκλήσεων στο Αιγαίο, καθώς και σε συναίνεση για εξεύρεση δημοκρατικής και βιώσιμης λύσης στο κυπριακό.
Το πολιτικό πλαίσιο αυτής της τακτικής πρέπει να περιλαμβάνει τη συμμόρφωση της Τουρκίας στις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και την υλοποίηση των κυπρογενών υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της Ε.Ε. το Σεπτέμβριο του 2005.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά τα Ηνωμένα Έθνη και κύρια την αξιοποίηση αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού αναφορικά με το κυπριακό.
Επίκεντρο πρέπει να είναι το αίτημα για σύγκλειση Διεθνούς Διάσκεψης για το κυπριακό με τη συμμετοχή των 5 μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ε.Ε. των εγγυητριών χωρών και της Κυπριακής Δημοκρατίας με μοναδικό θέμα τη υλοποίηση των αποφάσεων των Η.Ε. για τη διεθνή πτυχή του κυπριακού και συγκεκριμένα όπως καθορίζουν αποφάσεις του Σ.Α. και της Γ.Σ.
Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι η υλοποίηση των παραπάνω είναι εύκολη. Όμως η εμμονή σε αυτά
Ενεργειακός
Η προσεκτική και πολυεπίπεδη αξιοποίηση αυτού του άξονα θα υποβοηθήσει στη μερική εξισορρόπηση των συμφερόντων των δυνάμεων που εμπλέκονται στην περιοχή.
Ήδη έχουμε αναφέρει παραπάνω τους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Άγκυρας και την τακτική που ακολουθεί για υλοποίησή τους. Η υλοποίηση κάποιων από τους παραπάνω σχεδιασμούς ουσιαστικά θα την καταστήσουν περιφερειακή δύναμη με ευρωπαϊκή εάν όχι με παγκόσμια εμβέλεια. Την ίδια στιγμή όμως αυτές οι προθέσεις και κατ’ επέκταση οι ενέργειές της την φέρνουν επί του παρόντος σε σύγκρουση με άλλες δύο ισχυρές χώρες της περιοχής. Το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Με βάση αυτά τα δεδομένα Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να σχεδιάσουν τη δική τους τακτική και με προσεκτική και αναβαθμισμένη κλιμάκωση να προωθήσουν την υλοποίησή της. Οι προτάσεις μας είναι συγκεκριμένες
Στρατιωτικός
Η υλοποίηση των δύο προηγούμενων αξόνων θα ενισχυθεί σημαντικά από τη στιγμή που θα υπάρχει και ανάλογη στρατιωτική υποστήριξη. Η Κύπρος αδυνατεί να την προσφέρει από μόνη της σε ικανοποιητικό βαθμό. Σε συνεργασία με την Ελλάδα η κατάσταση βελτιώνεται σημαντικά. Επιπρόσθετα η Ελλάδα απώλεσε σε κάποιο βαθμό το γεωστρατηγικό της ρόλο στον χώρο των Βαλκανίων. Πρέπει να τον αναζητήσει στην Αν. Μεσόγειο και κυρίως στη Μ. Ανατολή.
Η Τουρκία συστηματικά από τη δεκαετία του 1950 επιχειρεί να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τον καταρτισμό του σχεδίου «επανάκτησης της Κύπρου» με βάση τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ.
Η Ελλάδα μπορεί να το επιτύχει αξιοποιώντας την Κύπρο. Από λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων στο παρελθόν χάθηκε αυτή η ευκαιρία. Αντίθετα τα λάθη αυτά ενίσχυσαν την τουρκική πολιτική. Οι συνθήκες σήμερα προσφέρονται για στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικές κινήσεις η ενεργοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και η ενίσχυση αριθμητικά και οπλικά του ελληνικού στρατού στην Κύπρο.
*Ομιλία του προέδρου του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών – ΕΔΕΚ Μαρίνου Σιζόπουλου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Ελλάδα-Κύπρος: ΑΟΖ και τουρκικός επεκτατισμός» που διοργάνωσε η πρωτοβουλία «Επανεκκίνηση – Restart» στην Αθήνα.
Η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμέτωπες με τον πιο άγριο εθνικισμό: Οι Τούρκοι απαιτούν τα πάντα