Ένας σύγχρονος Άμλετ με τη διαχρονική ματιά του Γεωργιανού Τσουλάτζε, στο θέατρο Άνεσις




«Ένας κόσμος μάταιος. Που γεννάει μόνο και σαπίζει. Γεννάει και σαπίζει. Αυτός ο κόσμος πρέπει να εξαφανιστεί. Να βουλιάξει…». Ένας κόσμος στο απόλυτο κενό. Που έχει προδοθεί. Που έχει χάσει το νόημα και την αξία του. Ένας κόσμος που έχει ακυρωθεί.

Αυτή είναι η υποδομή του σαιξπηρικού Άμλετ και η συνθήκη του ήρωα, που ξεδιπλώνει επί σκηνής τού «Άνεσις» ο Γεωργιανός σκηνοθέτης Λεβάν Τσουλάτζε, με τον Τάσο Ιορδανίδη στον ομώνυμο ρόλο.

Σαν μύγα μες το γάλα φαντάζει ο Άμλετ μέσα στο διεφθαρμένο βασίλειο της Δανίας. Γιατί σ΄ ένα βασίλειο δεν είναι ο αγνός που αντιπροσωπεύει το αυτονόητο. Η διαφθορά, η δολοπλοκία, η προδοσία είναι έννοιες «θεσμικά κατοχυρωμένες». Αλλά το… αντίπαλον δέος είναι αναγκαίο για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους. Ο Άμλετ χωρίς αυτές τις έννοιες δεν υπάρχει. Η παπαρούνα ανάμεσα στις τσουκνίδες -παρά την «κοινή καταγωγή» της με αυτές- παλεύει ν΄ ανασάνει. Με τη συμβατική έννοια της λέξης δεν τα καταφέρνει. Στραγγαλίζεται. Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος και η ζωή είναι πλέον έννοιες συμβατικές. Στην πραγματικότητα το εμβληματικό πια «Να ζει κανείς ή να μη ζει…» απηχεί το αιώνιο ερώτημα, που κατευθύνει τις ζωές ενός εκάστου εξ ημών: τι σημαίνει «ζω»; Ανασαίνω; Επιβιώνω; Ή μήπως, χτίζω στιγμή με τη στιγμή ένα γεμάτο χρονικό σύνολο, που ερμηνεύει τον λόγο της ύπαρξής μου; Γιατί αν όχι… τότε ίσως ο θάνατος έχει μεγαλύτερο νόημα…

Ίσως γι αυτό ο πρίγκιπας Άμλετ ίσαμε την έσχατη στιγμή μένει μετέωρος ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή. Η προδοσία και η διαφθορά στο «σάπιο βασίλειο της Δανιμαρκίας» έχουν καταβάλει κάθε δική του αξία. Ακόμη κι αυτό το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα του δεν έρχεται να λυτρώσει τον γιο από την απώλεια του γονιού και τον πόνο. Έρχεται να… μπολιάσει (σεναριακό εργαλείο, άλλωστε) το μυαλό τού ήρωα με μία μόνο έννοια, μολυσματική από τη φύση της: εκδίκηση, εκδίκηση, εκδίκηση. Η ψυχή του πατέρα δεν ηρεμεί και δεν… εξαγνίζεται με τη μετάβαση στον άλλο κόσμο. Το πνεύμα του τριγυρίζει ανήσυχο, λάβρο, διαποτισμένο από θυμό, μίσος για τον αδερφό που του στέρησε τη ζωή. Και ο Άμλετ πρέπει να γίνει το φονικό εργαλείο στη θεία δίκη του αδελφοκτόνου βασιλιά, που δεν «έκλεψε» μόνον πατέρα, μητέρα, βασίλειο, αλλά κυρίως ψυχή, αγνότητα, αθωότητα.

Ετούτος ο Άμλετ σε «ελεύθερη» μετάφραση Δημοσθένη Παπαδόπουλου και σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάντζε παραμένει, οριακά μεν, αλλά σίγουρα, στα όρια του σαιξπηρικού πρίγκιπα που πρώτα αναμετράται με τον εαυτό και κατόπιν και το δηλητηριασμένο περιβάλλον του. Θα έλεγε κανείς ότι συνειδητή επιλογή του διδύμου «μεταφραστής-σκηνοθέτης» είναι η εστίαση στη διαχρονικότητα μιας παθογένειας, που κατατρύχει και θα κατατρύχει τις εξουσίες ανά τον κόσμο και τον χρόνο, και στην ανάγκη ύπαρξης ενός ήρωα που θα πολεμάει για την εξυγίανση, ακόμη κι αν χρειάζεται να αυτοθυσιάζεται. Άλλωστε, ο αυθεντικός Άμλετ είναι πάντα ένας ρομαντικός ακτιβιστής, που έρχεται βίαια αντιμέτωπος με τη ζοφερή πραγματικότητα και που δίνει την ύστατη μάχη για την αποκατάσταση της δικής του (κι εντέλει ολόκληρου του βασιλείου) ηθικής τάξης.

Στη δική του εκδοχή τού Άμλετ, ο Τσουλάτζε «υπόσχεται» συνέχιση της ισχύος του νόμου της ζούγκλας, όπου για να επιβιώσεις δεν αρκεί τόσο να είσαι δυνατός, όσο ευπροσάρμοστος. Ο Γεωργιανός διατηρεί (με σχεδόν αυθάδη τρόπο) στη ζωή δύο εκπροσώπους αυτής ακριβώς της προσαρμοστικότητας, που στο αυθεντικό σαιξπηρικό κείμενο θανατώνονται. Τους Ρόζενγκραντς και Γκίλντεστερν (Δημήτρης Καπετανάκος και Δημήτρης Διακοσάββας – στο αυθεντικό κείμενο είναι συνομήλικοι του Άμλετ, που διατάσσονται από τον αδελφοκτόνο να δολοφονήσουν τον Άμλετ κι εντέλει όχι μόνο δεν το πετυχαίνουν, αλλά τιμωρούνται με θάνατο). Αυτούς βρίσκουμε στον άνοιγμα της αυλαίας, αυτούς και στο κλείσιμο. Ίσως επειδή το νόημα της ζωής βρίσκεται ακριβώς σ΄ αυτή την αρχετυπική πάλη επικράτησης επί του αδυνάτου ή λιγότερο ευέλικτου. «… αυτοί οι διαχρονικοί τυχοδιώκτες, ουσιαστικά επιβιώνουν από το τελικό αιματοκύλισμα […] για να επιβεβαιώσουν την αταβιστική επικράτηση της δαρβινικής θεωρίας περί της κυριαρχίας και επιβίωσης του προσαρμοστικότερου» τονίζει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης της παράστασης.

Ο Άμλετ στο λειτουργικό σκηνικό τού «Άνεσις», που «υπογράφει» ο Σταύρος Λίτινας, καταφέρνει να συνεπάρει τον θεατή της. Κι είναι διπλό το επίτευγμα των συντελεστών της παράστασης, μιας και πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα έργα της κλασικής δραματουργίας. Περί τις τρεις ώρες, ο Τάσος Ιορδανίδης θρηνεί, απογοητεύεται, φιλοσοφεί, ξοδεύεται εντέλει ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, προκαλεί τον θάνατο, αλλά προλαβαίνει να προσφέρει ανακούφιση στην ταραγμένη ψυχή του πατέρα του. Σκοτώνει τον δολοφόνο θείο του, Κλαύδιο (ένας Άρης Λεμπεσόπουλος, «μαστουρωμένος» από το όπιο της εξουσίας, παραληρηματικός μέσα στην προσπάθειά του να πάρει άφεση στην αδελφοκτονία), λίγο πριν αφήσει τη δική του πνοή. Στο μεταξύ, σαν νομοτελειακή επιταγή, περνά ταυτόχρονα στην αιωνιότητα η «εθελοτυφλούσα», «εξαπατημένη» από τον… φαρμακερό όφιν Κλαύδιο, η βασίλισσα Γερτρούδη, η επί σκηνής πεπειραμένη Πέμη Ζούνη (θαυμάσια μέσα στους βασιλικούς ταφτάδες της…). Νωρίτερα, διαλυμένη από την εικόνα τρέλας του αγαπημένου της (σσ. πόσο αποκαλυπτική της ευαισθησίας του συγκεκριμένου θεατρικού χαρακτήρα η ατάκα «πώς μπορεί ένα τέτοιο μυαλό να κατατρακυλήσει στο χάος…»), έχει αυτοκτονήσει η αμλετική αγαπημένη Οφηλία (πάντα αξιοθαύμαστη στις αποδόσεις της, η Ιωάννα Παππά) και δολοφονηθεί (σσ. ο παγιδεύων που παγιδεύεται, σαν ηθικό δίδαγμα) ο βασιλικός σύμβουλος, πατέρας της Οφηλίας, Πολώνιος (αδιαπραγμάτευτη η αξία του Θοδωρή Κατσαφάδου).

Τόνια Α. Μανιατέα , AΠΕ-ΜΠΕ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: