“Το πραξικόπημα σημείο αναφοράς της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση”




“H ήττα μιας βίαιης προσπάθειας να ανατραπεί η εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκίας ήταν μια νίκη για την τουρκική δημοκρατία, ωστόσο, οι εξελίξεις κατά το τελευταίο έτος καθιστούν σαφές ότι η χώρα το έχει πληρώσει πολύ ακριβά, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, χωρίς ορατό τέλος”, σύμφωνα με τον Ιάν Λέσσερ, Αντιπρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του διατλαντικού φόρουμ του German Marshal Fund, ο οποίος αποτιμά σε άρθρο την πορεία της Τουρκίας με αφορμή την επέτειο του αποτυχημένου πραξικοπήματος.

Κατά τον Ιάν Λέσσερ, τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016 μπορούν να θεωρηθούν ως σημείο αναφοράς στην εμβάθυνση της πόλωσης και της απομόνωσης της Τουρκίας από τη Δύση. “Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστεί να αντισταθούν στις συνέπειες μιας όλο και πιο απρόβλεπτης σχέσης με την Άγκυρα”, αναφέρει στο άρθρο του.

Σύμφωνα με τον ίδιο, πρώτον, ένα χρόνο μετά, εξακολουθεί να υπάρχει ελάχιστη σαφήνεια σχετικά με το απόπειρα πραξικοπήματος και τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτό: “ακόμη και αν η τουρκική κυβέρνηση είναι ορθή κατά την άποψή της ότι το κίνημα του Gülen ενέπνευσε και οδήγησε το πραξικόπημα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έλαβαν μέρος και άλλα θύματα”, σημειώνει.

Καταγράφει μάλιστα ότι “η εκκαθάριση μετά το πραξικόπημα ήταν σε μεγάλη κλίμακα, με δεκάδες χιλιάδες κρατούμενους και εκατοντάδες χιλιάδες να απομακρύνονται από τις θέσεις τους. Πολλές επιχειρήσεις έχουν κατασχεθεί, ειδικά σε δυναμικά τμήματα της Ανατολίας όπου η επιρροή του Γκιουλέν ήταν ισχυρή”.

Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι “το προηγούμενο έτος παρατηρήθηκε επίσης επιτάχυνση των υφιστάμενων αυταρχικών τάσεων και αυξανόμενη καταπίεση που πλήττει τα πολιτικά κόμματα, τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία των πολιτών. Η κυβέρνηση κέρδισε στενά ένα δημοψήφισμα για τη μετάβαση σε ένα προεδρικό σύστημα, κάτω από συνθήκες που θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό προκατειλημμένες, στην καλύτερη περίπτωση”.

“Ίσως το ήμισυ του τουρκικού κοινού θα βρει τρόπους κινητοποίησης, όπως δείχνει η πρόσφατη “πορεία δικαιοσύνης” υπό την ηγεσία της CHP από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη. Παρά το διαδεδομένο κλίμα καχυποψίας και απόλυτου φόβου, εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα δημόσιας διαμαρτυρίας μεγάλης κλίμακας, ακόμη και μαζικής αναταραχής”, αναφέρει ο Λέσσερ.

“Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία αντιμετωπίζει συνεχείς και απτές απειλές από τρομοκρατικά κινήματα, όπως το ΡΚΚ, το ISIL και διάφορα αριστερά και ριζοσπαστικά εθνικιστικά δίκτυα. Η σημερινή Τουρκία είναι μια έντονα διαιρεμένη και άκρως ανασφαλής κοινωνία”, σημειώνει.

“Δεύτερον, η κατάρρευση της περιφερειακής τάξης και η προοπτική για διαρκή χάος στα σύνορα της Τουρκίας δεν έχουν οδηγήσει την Άγκυρα πιο κοντά στους παραδοσιακούς διατλαντικούς εταίρους της”, συνεχίζει ο αρθρογράφος.

Καταγράφει δε ότι “η ήδη προβληματική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έχει ουσιαστικά καταρρεύσει μετά το δημοψήφισμα και η ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αναστολή των διαπραγματεύσεων για την εφαρμογή των διατάξεων του δημοψηφίσματος”.

Ο αρθρογράφος μάλιστα εξηγεί ότι “η Άγκυρα έχει πλησιάσει τη Ρωσία, λόγω των εμπορικών συμφερόντων, αλλά και από την επιθυμία να δείξει στους δυτικούς εταίρους ότι η Τουρκία έχει άλλες επιλογές. Η δηλωμένη δέσμευση της κυβέρνησης να αγοράσει το σύστημα αεροπορικής άμυνας S-400 από τη Ρωσία είναι απτή απόδειξη αυτής της επιθυμίας διαφοροποίησης. Το επιχειρησιακό και πολιτικό κόστος που συνδέεται με αυτή την απόφαση φαίνεται ότι αγνοήθηκε στην Άγκυρα. Βεβαίως, ο έντονος τουρκικός εθνικισμός που κυριαρχεί στο πολιτικό φάσμα της χώρας έχει παραλληλισμούς και αλλού, στην Ανατολή και στη Δύση. Η υπερβολική εθνικιστική ρητορική έχει καταστεί ηγετικό μέσο για πολιτική κινητοποίηση στη σημερινή Τουρκία. Η σύγκριση του προέδρου Ερντογάν με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες με τους Ναζί ήταν δύσκολο να υπολογιστεί για να σταθεροποιήσει τις σχέσεις με την ΕΕ, αλλά χτύπησε μια χορδή με ένα κοινό ύποπτο για την Ευρώπη και κυνικό για τις σχέσεις με τις Βρυξέλλες”.

Παρομοίως αναφέρει ότι, “οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν υποχωρήσει από την επίμονη τάση των Τούρκων αξιωματούχων να αναλάβουν τα χειρότερα όσον αφορά τις περιφερειακές προθέσεις της Αμερικής. Προς το παρόν, η Άγκυρα και η Ουάσινγκτον φαίνεται ότι “συμφώνησαν να διαφωνήσουν” σε κρίσιμα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης των ΗΠΑ για την πολωνική κουρδική οργάνωση YPG, η οποία διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην καταπολέμηση του ISIL στη Συρία. Αλλά υπάρχει συνεχής δυνατότητα τριβής εδώ, ειδικά μετά την εκστρατεία για την Raqqa. Η Τουρκία εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις για την έκδοση του κληρικού κληρικού Fethullah Gülen με έδρα την Πενσυλβανία. Το αποτέλεσμα παραμένει αβέβαιο και θα εξαρτηθεί από την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν και την ανεξαρτησία του τουρκικού δικαστικού συστήματος, τόσο προβληματική”.

Καταλήγει δε λέγοντας ότι “η διοίκηση του Τραμπ μπορεί να είναι περισσότερο προικισμένη από τον προκάτοχό του να βλέπει τις σχέσεις με την Τουρκία μέσω του φακού της συνεργασίας για την ασφάλεια, αφήνοντας κατά μέρος τις ανησυχίες των πολιτικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό για μια ομαλή στρατηγική σχέση αν η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον παραμένουν σε διαφορετικές σελίδες όταν πρόκειται για συγκεκριμένες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας και των σχέσεων με τη Μόσχα”.

Σημειώνει δε ότι “και για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για την Ευρώπη, η αντίληψη μιας ανασφαλούς και απρόβλεπτης Τουρκίας, η οποία αδιαφορεί όλο και περισσότερο από τους δυτικούς πολιτικούς και νομικούς κανόνες, αποδυναμώνει αναπόφευκτα μια θεωρητική σύμπραξη σημαντική, αλλά βαθιά λανθασμένη στην πράξη. Στην Ουάσινγκτον, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, και παρά την ισοπαλία του ΝΑΤΟ, η Τουρκία θεωρείται τώρα ως ένας σημαντικός αλλά δύσκολος εταίρος της Ανατολικής Ευρώπης και όχι όμως Ευρωπαίος σύμμαχος – εμπόδιο στη μετανάστευση και ασταθής παράγοντας στη βίαιη περιφέρεια της Ευρώπης”.

Τέλος, “η κατάσταση της Τουρκίας ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016 εγείρει το ερώτημα πώς πρέπει να ανταποκριθούν οι διατλαντικοί εταίροι της Τουρκίας”.

Η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας το κάνει να δελεάζει να βλέπει τη χώρα και τη Δυτική εταιρική σχέση με την Άγκυρα ως «πολύ μεγάλη για να αποτύχει».

Αυτό είναι πολύ απλό, λέει “οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστούν για μια παρατεταμένη περίοδο αστάθειας με και με την Τουρκία”, κάτι που συνεπάγεται τη διατήρηση θεμάτων θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της τύχης φυλακισμένων δημοσιογράφων και άλλων κρατουμένων για εγκλήματα σκέψης, μαζί με τη συνεργασία για τη μετανάστευση, την αντιτρομοκρατία και το υπόλοιπο της λεγόμενης ατζέντας συναλλαγών.

ΚΥΠΕ – Αθανάσιος Αθανασίου – Βέλγιο/ΒΡΥΞΕΛΕΣ 15/07/2017 10:03

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: