Πόλος έλξης για τους τουρίστες το Παναθηναϊκό Στάδιο




Εκατόν είκοσι χρόνια μετά την τέλεση των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής, το Παναθηναϊκό Στάδιο εξακολουθεί να παραμένει ένα άσβεστο σύμβολο του πνεύματος της υγιούς αθλητικής άμιλλας, αλλά και ως παντοτινό μνημείο να προκαλεί το διεθνές ενδιαφέρον, με χιλιάδες τουρίστες να το επισκέπτονται καθημερινά κι όλον τον χρόνο, για να το θαυμάσουν.
Με το πάλλευκο πεντελικό του μάρμαρο και την πιστή κατασκευή του, με βάση τα πρότυπα του αρχαίου Σταδίου των Αθηνών, που κτίσθηκε με σχέδια του Ηρώδη του Αττικού, το «Καλλιμάρμαρο» στέκει επιβλητικό και περιβάλλει με την αίγλη του όλα τα αθλητικά και πολιτιστικά γεγονότα που διοργανώνονται στους χώρους του. Στο απόγειό της, η λάμψη του εξακτινώνεται ανά την Υφήλιο κατά τη διάρκεια της Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας τόσο για τους Θερινούς, όσο και για τους Χειμερινούς Αγώνες.
Πόσοι όμως γνωρίζουν την Ιστορία του; Και πόσοι γνωρίζουν ότι παρ’ ολίγον να μην έχει κτισθεί ποτέ, αλλά ούτε κι οι Ολυμπιακοί Αγώνες να έχουν ξεκινήσει από την Αθήνα; Η ιστορία του ίδιου Σταδίου όσο και λαμπερό να φαντάζει σήμερα αυτό, συσχετίζεται με τις δυσκολίες του νεαρού τότε Ελληνικού κράτους και μάλιστα τα προβλήματα του τότε αποκτούν μία επιπλέον ιστορική σημασία εάν παραλληλισθούν 120 χρόνια αργότερα με τα σχεδόν ανάλογα, οικονομικά και κατασκευαστικά, εμπόδια που γνώρισε κι η διοργάνωση των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Ρίο ντε Ζανέιρο.
Και τούτο γιατί, όταν στις 15 Ιουνίου 1894 η συνεδρίαση του Διεθνούς Αθλητικού Συμβουλίου στο Παρίσι ελάμβανε την απόφαση η πρώτη διοργάνωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων να γίνει στην Αθήνα, και παρά το εθνικό παραλήρημα που προκάλεσε τούτη η προοπτική, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδος, χώρας με εξαιρετικά υψηλό εξωτερικό δανεισμό και λιγοστούς εγχώριους πόρους, παρ’ ολίγον να στοιχίσει την διεξαγωγή τους. Στις 28 Οκτωβρίου του ιδίου έτους η εν Παρισίοις επιτροπή μετέβαλε τη γνώμη της κι αποφάσισε να μην εγκρίνει τη διεξαγωγή τους στην Αθήνα.
«Τούτο έφερε αγανάκτηση», τονίζει στο βιβλίο του ‘Οι Ολυμπιακοί του 1896 στην Αθήνα’ (1987) ο ιστορικός Βύρων Δάβος, αναδιφώντας τον Τύπο και τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής. «Ο Τύπος κι ο λαός άρχισαν σταυροφορία για να πείσουν την επιτροπή να ακολουθήσει την πρώτη απόφασή της. Χρειάσθηκε πολύς αγώνας για να μεταβληθεί η γνώμη του συμβουλίου και σε μία ειδική συνεδρίαση για το θέμα αυτό επανήλθε στην πρώτη απόφασή του», τονίζει ο ίδιος.
Η προοπτική της τέλεσης των Αγώνων στην Αθήνα αντιμετωπιζόταν και ως μίας πρώτης τάξης ευκαιρία για να επιτευχθεί η από τότε ποθούμενη «ανάπτυξη» στη χώρα και ποικίλες υπήρξαν οι αντιδράσεις σε εφημερίδες της εποχής, όπως ενός Φωτίου στην Παλιγγενεσία (29-11-94) που καλούσε να μη χαθεί για χρηματικούς λόγους η ευκαιρία και οι ενέργειες τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου των Εμποροραφτών να ξεκινήσουν πρωτοβουλίες για εράνους και δωρεές στην ημεδαπή και μεταξύ των Ελλήνων του εξωτερικού για να συγκεντρωθούν το αρχικώς προϋπολογισμένο ποσόν των 250 χιλιάδων δραχμών. Φυσικά, εξόν από τις συνεισφορές των Δήμων και των πολιτών, το Δημόσιο Ταμείο θα συνεισέφερε καθώς υπήρχαν αδιάθετα χρήματα από την Επιτροπή για τους Σεισμοπαθείς (περίπου 800 χιλιάδες δραχμές όπως τονίζεται στο ίδιο βιβλίο).
Φυσικά, ο σχεδιασμός κι η κατασκευή του νέου Σταδίου κεντρικό ρόλο κατείχαν για την επιτέλεση της όλης διοργάνωσης. Σύμφωνα με τα σχέδια, το στάδιο θα διαρρυθμιζόταν επί τη βάσει των σχεδίων του Ηρώδη του Αττικού: τα κράσπεδα θα κατασκευάζονταν από μάρμαρο, η κονίστρα θα απείχε 50 εκατ. του μέτρου, οι έδρες (καθίσματα) θα κατασκευάζονταν πρόχειρα, από ξύλο και η χωρητικότητα προβλεπόταν για 10.000 θεατές, με πρόβλεψη για θέσεις 2.500 επισήμων. Όμως στις 10.000 αυτές θέσεις θα διασκευαζόταν έτσι ο χώρος ώστε να υπάρχει περισσότερο διαθέσιμο διάστημα προκειμένου ο λαός των Αθηνών να μπορέσει να παρακολουθήσει, όσος περισσότερος γίνεται, τους Αγώνες. Μπροστά από το Στάδιο προβλέπονταν «καλλιτεχνικά παραπήγματα, η ισοπέδωση της πλατείας, η διαμόρφωση καφενείων κι εστιατορίων», προστίθεται στο ίδιο βιβλίο.
Πριν την έναρξη των εργασιών, παράλληλα με τις γνωστές δυσκολίες στη συγκέντρωση των χρημάτων και τις ολιγωρίες, η οργανωτική επιτροπή αντιμετώπισε κι άλλο ένα απρόβλεπτο πρόβλημα, που θα αύξαινε τα έξοδα. Άγνωστο πως, ο χώρος του αρχαίου Σταδίου βρισκόταν κάτω από την κυριότητα ορισμένων ατόμων, με τους γνωστούς τίτλους και φιρμάνια. Συνάμα κυκλοφορούσαν φήμες πως ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής πρίγκιπας Γεώργιος διαφωνούσε με τα σχέδια της διαρρύθμισης. Η τελική απόφαση της επιτροπής γι’ αναγκαστική απαλλοτρίωση των χώρων έδωσε τέλος σε όλες τούτες τις διαμάχες κι εικασίες. «Οι διαδόσεις ήσαν ίσως γέννημα της αργοπορίας των εργασιών του Σταδίου, που προβλεπόταν με βάση σχέδιο που από καιρό ήταν εγκεκριμένο», υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
Η ήττα μάλιστα του Χαρίλαου Τρικούπη στις εκλογές της 16-4-1895 έφερε ακόμη περισσότερες καθυστερήσεις στα έργα της διεξαγωγής, προκαλώντας μάλιστα και τα σκωπτικά σχόλια της Νιου Γιορκ Πόστ: «η δύσμοιρος Ελλάς οφείλει 165 εκατ. δραχμές, το έθνος είναι υποθηκευμένον και θα προσπαθήσωμεν να το βοηθήσωμεν ίνα αποτίσει τα χρέη του», τόνιζε «ως να σπουδαιολογούσε το συντάκτης του, προσθέτοντας πως το ‘ιοστέφανον άστυ θα γίνει ανάστατο άμα φθάσωμεν vi et armis (μετά της βίας και των όπλων)», επισημαίνει ο ίδιος.

Το καταλυτικό όμως γεγονός για την αποπεράτωση του Καλλιμάρμαρου, ήταν η γενναιόδωρη χορηγία του Γεωργίου Αβέρωφ με 585 χιλιάδες δραχμές, για τη διαρρύθμισή του σε νέες βάσεις και σχέδια. Πλέον η κατασκευή δεν θα ήταν πρόχειρη, όπως είχε μελετηθεί κατ’ αρχάς, μόνον για τη φιλοξενία των Αγώνων. Επέπρωτο, τονίζει ο συγγραφέας, να αποτελέσει «μία μόνιμη αθλητική εστία και για τα κατοπινά χρόνια». Εκδηλώνοντας την ευγνωμοσύνη της η επιτροπή αποφάσισε την ανέγερση του ανδριάντα του Αβέρωφ μπροστά από το Στάδιο, αναθέτοντας την κατασκευή του στον καθηγητή γλυπτικής Γ. Δρόσο.
Οι εργασίες για την κατασκευή του Σταδίου ξεκίνησαν στις 30-6-1895. Παράλληλα με τις κατασκευαστικές, πραγματοποιούνταν κι ανασκαφικές εργασίες, καθώς ανακαλύφθηκαν τέσσερις βαθμίδες από Πειραϊκό λίθο μήκους 2 μ. που ανήκαν στην εξωτερική κλίμακα από την οποία ανέβαιναν οι θεατές στις υψηλώτερες κερκίδες του αρχαίου Σταδίου. Επίσης βρέθηκαν και μαρμάρινα τοιχία που στήριζαν την μεγάλη κλίμακα.
Όπως τονίζει ο συγγραφέας, οι νέες ανακαλύψεις, η Κρηπίδα, το έδαφος του δεύτερου μεγάλου διαδρόμου, εδώλια και 26 αρχαίες κερκίδες, δεν εβράδυναν τις κατασκευαστικές εργασίες, που υπολογίζονταν να αποπερατωθούν στα τέλη του έτους.
Ωστόσο και πάλι νέα νέφη σκίαζαν την προπαρασκευή των Αγώνων, αναζωπυρώνοντας τον διάλογο για την αναβολή τους, τρεις μήνες πριν την καθορισμένη έναρξή τους. Η βραδύτητα των έργων επισημαινόταν από τους ξένους παρατηρητές κι ο ελληνικός Τύπος διχάσθηκε: η Παλιγγενεσία ήταν υπέρ της αναβολής των Αγώνων για το 1897, η Ακρόπολις κατά της αναβολής. Η καθαριότητα της πόλης, η άστατη πολιτική κατάσταση, το Κρητικό Ζήτημα κι οι διωγμοί των Ελλήνων της Μακεδονίας απασχολούσαν περισσότερο το κράτος απ’ ότι οι Αγώνες και υπονόμευαν τις εργασίες, που θα παρέμεναν ατελείς και το κλίμα, που πόρρω απείχε από το να είναι ειρηνικό.
Οι εργασίες του Σταδίου είχαν ολοκληρωθεί μόνον κατά τα ένα τρίτον και «αν συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό, θα σημειωνόταν βέβαιη αποτυχία ως προς την τήρηση της ημερομηνίας της έναρξής τους, σε τρεις μήνες», τονίζεται στο ίδιο βιβλίο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός για την τέλεση των Αγώνων υπερκέρασε την αδυναμία να τελειώσει το Στάδιο έγκαιρα. Οι πρόχειρες κατασκευές, όπως κι τελική πρόβα για τους αθλητές, δοκιμάσθηκαν για πρώτη φορά στις 9-3-1896, στους προκριματικούς αγώνες για την επιλογή των Ελλήνων αθλητών που θα αντιπροσώπευαν τη χώρα στους Ολυμπιακούς. Στις δύο πρώτες μέρες 25.000 Αθηναίοι ανέβηκαν στις κερκίδες κι όλα προοιώνιζαν την επιτυχία.
Η μέρα θριάμβου του νέου Σταδίου ήταν η 25η Μαρτίου1896, με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών: γιορτή τρισδιάστατη, καθώς την προηγουμένη ήταν κι η Δευτέρα του Πάσχα. Έτσι με την ευκαιρία ετιμώντο, το Πάσχα, η Εθνική Παλιγγενεσία κι οι Πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Στις 29 Μαρτίου το Στάδιο σείσθηκε από τον θρίαμβο του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο δρόμο.
Η τελετή λήξης των Αγώνων ήταν όμως περιπετειώδης. Η ραγδαία βροχή που έπεφτε στις 2 Απριλίου ανάγκασε την αναβολή της καθώς οι 50 χιλιάδες θεατές, που είχαν συρρεύσει από νωρίς ώστε να εξασφαλίσουν καλή θέση, έφυγαν κακήν κακώς, μολονότι δίσταζαν, γιατί ήθελαν πάσει θυσία να θαυμάσουν τη βράβευση του Λούη, ο οποίος μετέβη στο Στάδιο με ομπρέλα στο ένα χέρι, ανθοδέσμη στο άλλο και την πάλλευκη καινούργια του φουστανέλα, όπως γλαφυρά περιγράφει ο συγγραφέας. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Τ.Φιλήμων ανέβαλε την τελετή λήξης και βράβευσης των αθλητών για την άλλη μέρα, κατά την οποία όλες οι εκδηλώσεις εξελίχθηκαν φυσιολογικά.
Έκτοτε το Καλλιμάρμαρο Στάδιο έχει ζήσει κι άλλες μεγάλες στιγμές, όλες τους συνυφασμένες με την νεώτερη ιστορία της Ελλάδος. Η πορεία των περιστάσεων, η γενναιοδωρία και το πείσμα κάποιων ανθρώπων θέλησαν ώστε να χτισθεί όπως είναι σήμερα, κι όχι να γίνει μία ευκαιριακή κατασκευή, για να μείνει στο πέρασμα των χρόνων ως ένα μνημείο που ξεπερνά τον τόπο που στέκει και να λαμβάνει, όπως καταμαρτυρά το ενδιαφέρον τόσων χιλιάδων επισκεπτών του, παγκόσμια σημασία, όχι μόνον ως χώρος τέλεσης των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και της ειρήνης και της συναδέλφωσης όλου του Κόσμου, μέσω του πνεύματος της υγιούς αθλητικής άμιλλας.
Γιώργης-Βύρων Δάβος

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: