Οι οικονομικές επιπτώσεις του τουρκικού Πραξικοπήματος: Αστάθεια, ένταση, αβεβαιότητα




Γράφει ο Μιχάλης Διακαντώνης*

Τα «απόνερα» του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, έχουν προκαλέσει στην Τουρκία ένα κλίμα πολιτικο-κοινωνικής αστάθειας και έντασης. Ο πρόεδρος Ερντογάν προβαίνει σε μαζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων σε στρατό, δικαστικό σώμα, μυστικές υπηρεσίες, αστυνομία, εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά και σε κλείσιμο επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα.

Στο οικονομικό πεδίο, το ερώτημα που προκύπτει απ’ τις εξελίξεις αυτές, είναι ποιοι τομείς της τουρκικής οικονομίας και σε ποιο βαθμό θα επηρεαστούν σε βραχυπρόθεσμο και μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Για να κατανοήσει κανείς τις δυνητικές οικονομικές επιπτώσεις του τουρκικού πραξικοπήματος, πρέπει πρωτίστως να γνωρίζει το γενικό οικονομικό πλαίσιο της Τουρκίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι:

  • Η επίτευξη ενός σημαντικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που έφθασε στο 3,8% το 2015, ενώ για τα δύο επόμενα έτη οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης που θα κινηθούν κοντά στο 3,5%.
  • Ένα υψηλό επίπεδο πληθωρισμού που άγγιξε το 7,7% το 2015 και προβλέπεται να προσεγγίσει το 9,8% το 2016.
  • Επίπεδο ανεργίας κοντά στο 10,2% για το 2015, ποσοστό που αναμένεται να διατηρηθεί περίπου στα ίδια επίπεδα κατά τα επόμενα δύο έτη.
  • Έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ύψους 4,4% του ΑΕΠ για το 2015, που προβλέπεται να συρρικνωθεί σε 3,6% το 2016.
  • Χαμηλό εξωτερικό χρέος, που φθάνει περίπου στο 50% του ΑΕΠ. Το χρέος αυτό, όμως, αντιστοιχεί κατά ποσοστό 69% στον ιδιωτικό τομέα και 30% στο δημόσιο τομέα (στοιχεία του 2014). Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης είναι επίσης χαμηλό, προσεγγίζοντας το 32,6% το 2015.
  • Αν και το συνολικό εξωτερικό χρέος της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό, το μέρος του που αφορά τον ιδιωτικό τομέα παρουσιάζει δύο συγκεκριμένα επικίνδυνα χαρακτηριστικά: Είναι σε ποσοστό 32,5% του συνόλου βραχυπρόθεσμο, ενώ ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει γίνει κατά 90% σε ξένο νόμισμα. Αυτά τα δύο στοιχεία κάνουν ευπαθείς τις τουρκικές επιχειρήσεις σε ενδεχόμενες εκροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.
  • Σε επίπεδο εισοδηματικών ανισοτήτων, η Τουρκία βρίσκεται υψηλά σε παγκόσμιο επίπεδο, με δείκτη Gini 0,393 (μετά φόρων και μεταβιβαστικών πληρωμών). Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στην Ελλάδα οι εισοδηματικές ανισότητες είναι μικρότερες (Gini 0,343), όμως οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες απ’ την Τουρκία (έχουν περίπου τον ίδιο δείκτη Gini, αλλά υστερούν της Τουρκίας βάσει άλλων δεικτών μέτρησης ανισότητας).

Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες

Η πρώτη άμεση οικονομική συνέπεια του τουρκικού πραξικοπήματος ήταν η υποτίμηση της τουρκικής λίρας σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (3,0973 δολάρια/λίρα) ύστερα απ’ την πιστοληπτική υποβάθμιση της χώρας από τον οίκο Standard&Poor’s. Στο τουρκικό χρηματιστήριο, πυροδοτήθηκαν μαζικές πωλήσεις –οι υψηλότερες των τριών τελευταίων ετών- που επέφεραν εβδομαδιαία πτώση 13,4%, ενώ και το δεκαετές ομόλογο της Τουρκίας σημείωσε τη δεύτερη χειρότερη απόδοση της τελευταίας δεκαετίας. Σταδιακά, η κατάσταση έχει αρχίσει να ομαλοποιείται, με το χρηματιστήριο να έχει γνωρίσει άνοδο 8,7% από τις χαμηλές τιμές της 22ης Ιουλίου, ενώ και η λίρα έχει καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών της, υπολειπόμενη πλέον μόνο 1,7% σε σχέση με τα προ του πραξικοπήματος επίπεδα.

Μια δεύτερη επίπτωση, αφορά στη μείωση των τουριστικών εισροών αλλά και τις ακυρώσεις κρατήσεων που προκάλεσε το κλίμα πολιτικής πόλωσης που επικρατεί στη χώρα. Ο κλάδος του τουρισμού συμβάλλει κατά περίπου 13% στο τουρκικό ΑΕΠ  και έχει πληγεί κατά το τελευταίο έτος τόσο λόγω της διπλωματικής έντασης με τη Ρωσία όσο και λόγω των συχνών τρομοκρατικών επιθέσεων. Μια σημαντική μείωση των τουριστικών εσόδων θα επιδεινώσει το τουρκικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημιουργώντας πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης από κεφάλαια του εξωτερικού.

Μια τρίτη πιθανή συνέπεια είναι η αποθάρρυνση της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων λόγω του υψηλού πολιτικού ρίσκου. Κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, η  Τουρκία παρουσίασε ρυθμό ανάπτυξης 4,8%, προερχόμενο κυρίως απ’ την εγχώρια κατανάλωση και τις κυβερνητικές δαπάνες. Αντιθέτως, οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν σε αρνητικό έδαφος, όπως και η ζήτηση απ’ το εξωτερικό, επηρεαζόμενες και απ’ το γενικότερο γεωπολιτικό κλίμα αστάθειας (εμφύλιος στη Συρία, έξαρση τρομοκρατίας, μεταναστευτικό ζήτημα, ένταση στην Ουκρανία). Συνεπώς, τυχόν περιορισμός της καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης θα επηρεάσει αρνητικά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για το 2016, ασκώντας ανοδικές πιέσεις και στο επίπεδο της ανεργίας.

Οι μεσο-μακροπρόθεσμες συνέπειες

Σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, η κύρια επίπτωση που μπορεί να επιφέρει το τουρκικό πραξικόπημα, προκύπτει από ενδεχόμενη διατήρηση ή και όξυνση της κοινωνικο-πολιτικής αστάθειας που θα επιτείνει το ήδη αρνητικό επενδυτικό κλίμα και θα αποθαρρύνει τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Καθώς, σημαντικό κομμάτι του ιδιωτικού τομέα στηρίζεται σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό σε ξένο νόμισμα, πιθανή εκροή επενδυτικών κεφαλαίων θα προκαλέσει υποτίμηση της τουρκικής λίρας και θα δημιουργήσει αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, οδηγώντας σε πτωχεύσεις εταιρειών. Επί του παρόντος, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας μείωσε κατά 0,25% τα επιτόκια προκειμένου να δημιουργήσει μεγαλύτερη ρευστότητα στην αγορά, παρέχοντας ταυτόχρονα διαβεβαιώσεις για τη στήριξη της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Η μείωση αυτή επιτοκίου θεωρείται μικρή και εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια καταπολέμησης του πληθωρισμού που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα κατά τα τελευταία 2 έτη. Σε περίπτωση, όμως, που προκύψουν πρόωρες εκλογές, η καταναλωτική πίστη θα πληγεί περαιτέρω και θα υπάρξουν πιέσεις για πτώση των επιτοκίων, η οποία θα δημιουργήσει άνοδο του πληθωρισμού, αλλά και θα περιορίσει τις πιστοληπτικές δυνατότητες της χώρας από κεφάλαια του εξωτερικού.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν δύο συνέπειες που προκύπτουν ως απόρροια του τουρκικού πραξικοπήματος και αναμένεται να λάβουν χώρα μεσοπρόθεσμα. Η πρώτη από αυτές αφορά τα αποτέλεσματα που θα επιφέρει το κύμα εκκαθαρίσεων που ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει στο σύνολο του δημοσίου τομέα αλλά και οι διώξεις εναντίον των μελών του δικτύου του τούρκου ιμάμη  Fethullah Gülen, το οποίο δραστηριοποιείται οικονομικά σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, τράπεζες, μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλες επιχειρήσεις. Αυτό το πολιτικο-οικονομικό πογκρόμ, αφενός θα δημιουργήσει μια ικανή μάζα αντικαθεστωτικών στοιχείων που θα αποτελέσουν εστία μελλοντικών κοινωνικών αναταραχών και αφετέρου θα αποδυναμώσει την τουρκική οικονομία από στελέχη που διαθέτουν ικανότητες (χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι πρόσφατα διατάχθηκε η κατάσχεση των περιουσιών 187 επιχειρηματιών που ανήκουν στο δίκτυο Gülen).

Η δεύτερη συνέπεια έχει –καταρχάς- μια θετική επίδραση για την τουρκική οικονομία. Μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν αισθανόμενος απομονωμένος απ’ τους δυτικούς εταίρους του, άρχισε να δημιουργεί προϋποθέσεις επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία, με την οποία η Τουρκία διέθετε ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς προ της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους στη Συρία. Μετά την πρόσφατη συνάντηση των προέδρων των δύο χωρών στην Αγία Πετρούπολη, υπήρξαν δηλώσεις για αναβίωση του σχεδίου που αφορά τον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου Turkish Stream,  την επανέναρξη της κατασκευής του πυρηνικού εργοστασίου στην Τουρκία απ’ την  ρωσική Rosatom, αλλά και τη γενικότερη σύσφιξη των οικονομικών ρωσο-τουρκικών δεσμών.

Δεδομένου, ότι η Τουρκία έχει ήδη «ρίξει γέφυρες»  συμφιλίωσης με το Ισραήλ, ιδιαίτερα σε σχέση με μελλοντικά ενεργειακά projects στην Ανατολική Μεσόγειο, διαφαίνεται μια προσπάθεια επανασχεδιασμού της τουρκικής οικονομικής διπλωματίας, μέσω αναθέρμανσης σχέσεων που είχαν φθαρεί απ’ την αποτυχημένη πολιτική  των μηδενικών τριβών του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου. Θεωρείται όμως δύσκολο, οι σχέσεις αυτές να αποκτήσουν στρατηγικό χαρακτήρα και μάλλον θα περιοριστούν σε επίπεδο οικονομικής συνεργασίας, εφόσον δεν ανακύψουν νέα ζητήματα τριβών (π.χ. στο συριακό μέτωπο). Επιπλέον,  οι διπλωματικές αυτές κυβιστήσεις είναι δυνατό να προκαλέσουν την πολιτική απομόνωση της Τουρκίας απ’τον δυτικό παράγοντα -υπό τον φόβο δημιουργίας νέων αντιδυτικών σχηματισμών- με ότι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.

 Ο συνολικός οικονομικός αντίκτυπος του πραξικοπήματος και οι προοπτικές της τουρκικής οικονομίας

Μια πρόσφατη μελέτη (1) του καθηγητή Erik Meyersson σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις που προκαλούν τα πραξικοπήματα καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: ένα επιτυχημένο πραξικόπημα απέναντι σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς τείνει να ευνοεί την οικονομία μιας χώρας σε μακροχρόνιο ορίζοντα, ενώ ενάντια σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς συνήθως εγκαθιδρύει στρατιωτικά καθεστώτα που εμποδίζουν τις πολιτικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις και προκαλούν προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό τομέα.

Τι συμβαίνει, όμως, μ’ ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, όπως αυτό της Τουρκίας; Ένα αποτυχημένο πραξικόπημα δημιουργεί δύο αντίθετα «σήματα»: Αφενός,  καταδεικνύει ότι υπάρχουν κίνητρα και η δυνατότητα να οργανωθεί αλλά και να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ενέργεια, αφετέρου δείχνει την ικανότητα της δημοκρατικής κυβέρνησης να αντιδράσει δυναμικά και να καταστείλει τους «επαναστάτες». Η έρευνα μάλιστα συμπεραίνει ότι ένα αποτυχημένο πραξικόπημα έναντι ενός δημοκρατικού καθεστώτος, έχει σχεδόν μηδαμινές οικονομικές επιπτώσεις σε ορίζοντα δεκαετίας και τυχόν αρνητικές επιδράσεις περιορίζονται στη βραχυχρόνια περίοδο, σε τομείς όπως ο τουρισμός και οι επενδύσεις. Βεβαίως, η περίπτωση της Τουρκίας είναι ιδιαίτερη, καθώς μιλάμε για ένα  «υβριδικό» δημοκρατικό καθεστώς, με συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και με έντονη επίδραση του θρησκευτικού στοιχείου στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Η αποτυχία του τουρκικού πραξικοπήματος απέδειξε ότι ο πρόεδρος Ερντογάν διατηρεί  -επί του παρόντος- ισχυρά ερείσματα τόσο στο στράτευμα όσο και στην τουρκική κοινωνία, ενώ φανερώνει το βαθμό ετοιμότητας και την ταχύτητα αντίδρασης της κυβέρνησης σ’ ένα τέτοιο γεγονός. Συνεπώς, το αποτυχημένο πραξικόπημα από μόνο του, δεν αποτελεί καταστροφή για την τουρκική οικονομία, αλλά δυναμιτίζει επικίνδυνα το πολιτικό πλαίσιο. Η ικανότητα της κυβέρνησης Ερντογάν να διατηρήσει την πολιτική ομαλότητα, είναι αυτή που θα κρίνει πλέον την μελλοντική εξέλιξη της τουρκικής οικονομίας.

Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που δημοσιοποιήθηκε την ημέρα του πραξικοπήματος, προτείνει μια δέσμη μέτρων προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (μεγαλύτερη κινητικότητα, μείωση κατώτατου μισθού, μείωση κόστους ανειδίκευτης εργασίας), διοικητικές διευκολύνσεις στις αγορές προϊόντος αλλά και αλλαγές στο επενδυτικό πλαίσιο της χώρας ώστε να προσελκυστούν ξένα κεφάλαια,  βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας και της εκπαίδευσης των επαγγελματικών στελεχών, καθώς και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στις επιχειρήσεις. Η νομισματική πολιτική οφείλει να παραμείνει σφικτή ώστε να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, ενώ θα πρέπει να αυξηθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και να ευνοηθεί η δημιουργία ιδιωτικών αποταμιευτικών προγραμμάτων. Τέλος, θεωρείται απαραίτητη η ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής προστασίας, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της διαφθοράς.

Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί τώρα, είναι αν η κυβέρνηση Ερντογάν μπορεί να πραγματοποιήσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις εντός του ασφυκτικού πολιτικού πλαισίου που αντιμετωπίζει αλλά και μέσα στο καθεστώς πολιτικού εκδικητισμού που η ίδια καλλιεργεί με τις πράξεις της. Ο γράφων θεωρεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την τουρκική οικονομία δεν προέρχεται τόσο απ’ τις αγκυλώσεις που η ίδια αντιμετωπίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκλείπουν αδυναμίες και δυνατότητες διόρθωσης. Αυτό που φαίνεται όμως προσώρας να δημιουργεί τις μεγαλύτερες ανησυχίες, είναι η πολιτική αστάθεια της Τουρκίας, που τόσο λόγω των εσωτερικών εντάσεων όσο και λόγω αστοχιών στην εξωτερική της πολιτική, αναμένεται να διατηρηθεί ή και να οξυνθεί στο άμεσο μέλλον. Για την Τουρκία, ο κίνδυνος η πολιτική να καταστρέψει την οικονομία της χώρας είναι πολύ μεγαλύτερος, απ’ το να συμβεί το αντίθετο…

“Endnotes”

(1)    Meyersson, Erik, “Political Man on Horseback: Military Coups and Development”, Stockholm Institute for Transition Economics (SITE), Stockholm School of Economics, April 5, 2016. Διαθέσιμο στο https://drive.google.com/file/d/0BxGIkxI0T-q7ZmhxQk1GRWRxSDQ/view

  • Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, διεθνολόγος και συντονιστής του project «Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και Αίγυπτος: Προοπτικές και περιορισμοί μιας περιφερειακής συνεργασίας» που εκπονείται απ’ τον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Ν/Α Ευρώπης (ΤΟ.Ρ.Ε.Ν.Ε.) στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Είναι επίσης αναλυτής στο Russian International Affairs Council.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: