Τσερνόμπιλ: 30 χρόνια μετά τον εφιάλτη οι πληγές υπάρχουν ακόμα




Συμπληρώνονται σήμερα 30 χρόνια από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ. Ήταν 26 Απριλίου του 1986 όταν εξερράγη ένας αντιδραστήρας στο πυρηνικό εργοστάσιο, προκαλώντας τη μεγαλύτερη μέχρι τότε περιβαλλοντική καταστροφή.

Όπως μεταδίδει το Euronews δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν άμεσα, ωστόσο η διαρροή ραδιενέργειας θεωρείται υπεύθυνη για χιλιάδες άλλους θανάτους από καρκίνο στην ευρύτερη περιοχή, ακόμα και σε γειτονικές χώρες. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.

Με αφορμή την επέτειο, πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού ένα συνέδριο με συμμετοχή ειδικών, οι οποίοι μίλησαν για τις εμπειρίες τους από την περιοχή αλλά και τις προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει.

Αρχικά μίλησε στην κάμερα του Euronews o Πρέσβης της Ουκρανίας στη Γαλλία Ολέχ Σαμσούρ, που εξήγησε πώς προχωρά το έργο της κατασκευής νέας σαρκοφάγου.

«Η δουλειά που ξεκίνησε αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2017, αλλά φυσικά τα περιεχόμενα των δοχείων πρέπει να απολυμανθούν. Αυτό θα πάρει χρόνο. Αν δεν κάνω λάθος, προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί το 2023», λέει.

Βέβαια, για να συμβεί αυτό απαιτούνται χρήματα, περίπου 650 εκατ. ευρώ, που ευρισκόμενη σε εμπόλεμη ουσιαστικά κατάσταση, δεν είναι εύκολο να διαθέσει η ουκρανική κυβέρνηση.

Την ίδια ώρα, ορισμένοι Ουκρανοί επέλεξαν να επιστρέψουν στη μολυσμένη ζώνη. Η Γκαλίνα Άκερμαν, ερευνήτρια από το Πανεπιστήμιο της Καέν, εξηγεί ότι «υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε μολυσμένες περιοχές, καθώς δεν μπορούμε να εκτοπίσουμε 8.000.000 άτομα».

Και στην πραγματικότητα, λέει, «ακόμη και στην ζώνη των 30 χιλιομέτρων γύρω από το επίκεντρο, υπάρχουν μέρη που κατ’ αρχήν, είναι κατοικήσιμα. Το πρόβλημα είναι ότι για να καθαριστεί η περιοχή και να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις».

Η χλωρίδα και η πανίδα έχουν φαινομενικά επανέλθει στην περιοχή, όμως οι επιπτώσεις της πιθανής μόλυνσης της διατροφικής αλυσίδας δεν είναι ακόμα γνωστές.

Ο κοινωνιολόγος Φρεντερίκ Λερμασάν από το πανεπιστήμιο της Καέν αναφέρει ότι «μετά το Τσερνομπίλ, δεν μπορούμε να λαμβάνουμε φαγητό χωρίς ανησυχία και να ζούμε γαλήνια σε κήπους και δάση».

Την ίδια στιγμή, προσθέτει, «πολλά παραμένουν χωρίς να έχουν αλλάξει σε σχέση με πριν το ατύχημα. Φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έτσι υπάρχει μια σχιζοφρενική κατάσταση με τη μόλυνση που δεν βλέπουμε αλλά γνωρίζουμε ότι υπάρχει εκεί, όπως και τα αποτελέσματα που ενδεχομένως θα παράξει. Ωστόσο όλα αυτά καθυστερούν».

Αλλά, συνεχίζει, «και αυτός ο κόσμος που παρέμεινε στις μολυσμένες περιοχές, ο περισσότερος αναρωτιόταν: “Γιατί είμαστε αποκλεισμένοι εδώ; Γιατί έχουν βάλει συρματοπλέγματα; Γιατί έχουμε ήδη μετεγκατασταθεί, όταν θα μπορούσαμε να ζήσουμε εδώ και να ζούμε καλά;“».

Η Οκσάνα Πασλόφσκα από το πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, κόρη διάσημου Ουκρανού ποιητή, αναφέρει ότι «το πιο ισχυρό σύμβολο της κατάστασης είναι οι άνθρωποι που έρχονται πίσω, στις μολυσμένες περιοχές, μια φορά το χρόνο».

“Έρχονται πίσω για τις διακοπές του Πάσχα. Και πού έρχονται πίσω; Έρχονται πίσω στα νεκροταφεία, για να αποτίσουν φόρο τιμής στα αγαπημένα τους πρόσωπα, στους νεκρούς τους’.

Περίπου 800 άτομα εξακολουθούν να διαμένουν σήμερα στις πιο μολυσμένες από ραδιενέργεια περιοχές. Ο μέσος όρος ζωής σε αυτές δεν ξεπερνά τα 50 χρόνια.

ΚΥΠΕ, Λευκωσία, Κύπρος

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: