Η πριμοδότηση των 50 εδρών




Της ΛΙΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Το εκλογικό σύστημα επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά τον τρόπο «μετάφρασης» των ψήφων σε κοινοβουλευτικές έδρες, και άρα, στο κοινοβουλευτικό σύστημα, των πολιτικών πλειοψηφιών σε κυβέρνηση. Διαμορφώνει, έτσι, και τις συμπεριφορές και επιλογές κομμάτων και ψηφοφόρων. Ενα εκλογικό σύστημα είναι, συνεπώς, τόσο δημοκρατικότερο όσο λιγότερο παρεμβαίνει στη «μετάφραση» της πολιτικής επιλογής σε ψήφο.

Αυτό, όμως, ακριβώς είναι που κάνει το μπόνους των 50 εδρών, ως πλειοψηφικό στοιχείο του εκλογικού μας συστήματος: αφενός νοθεύει την αντιπροσωπευτικότητα της Βουλής και αφετέρου στρεβλώνει την πολιτική απόφαση, καθώς ωθεί σε μια τακτικιστική και πολωμένη ψήφο. Αναδύεται, λοιπόν, το ερώτημα αν η πριμοδότηση αυτή είναι εντέλει συνταγματικά ανεκτή, εν όψει της αρχής της ισότητας της ψήφου, ως έκφανσης της λαϊκής κυριαρχίας. Καταρχήν, η ενίσχυση του πρώτου κόμματος δεν αποκλείεται εξ ορισμού: η ισότητα δεν σημαίνει απόλυτη ισοδυναμία όλων των ψήφων.

Αντίθετα, η τελευταία επιτρέπεται να σχετικοποιείται προκειμένου να διευκολυνθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης, να υπηρετηθεί δηλαδή ένας συνταγματικά θεμιτός σκοπός. Οι εκλογές δεν γίνονται μόνον για την ανάδειξη Βουλής, αλλά -στο κοινοβουλευτικό σύστημα- και για την ανάδειξη κυβέρνησης. Συνεπώς, παρέκκλιση από την ισοδυναμία της ψήφου είναι συνταγματικά ανεκτή, εφόσον συντρέχουν δύο όροι, ένας θετικός και ένας αρνητικός. Ο πρώτος είναι η πριμοδότηση να διευκολύνει τον σχηματισμό σταθερής και βιώσιμης κυβέρνησης· ο δεύτερος να μην είναι δυσανάλογη, για παράδειγμα να μην ξεπερνά το 20% των αναλογουσών εδρών. Γίνεται προφανές ότι οι όροι αυτοί συντρέχουν σε συνθήκες υψηλού δικομματισμού (π.χ. όταν το πρώτο κόμμα ξεπερνάει το 40%) και συγκρουσιακού πολιτικού συστήματος, όχι όμως και σε συνθήκες κομματικής πολυδιάσπασης, οπότε και απαιτούνται συνεργασίες.

Στη δεύτερη περίπτωση το πριμ, ιδίως μάλιστα ενός υπερμεγέθους μπόνους 50 εδρών, όχι απλώς δε διευκολύνει τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, αλλά τον δυσχεραίνει αδικαιολόγητα, καθώς επιβάλλει τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, ακόμη και αν αυτό δεν επιθυμεί εκλογικές συνεργασίες, οπότε και οδηγεί είτε σε επανάληψη των εκλογών είτε σε σχηματισμό μιας ασταθούς κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αν όμως δεν συντρέχει ως δικαιολογητικός λόγος της απόκλισης από την ισότητα της ψήφου η εξυπηρέτηση του συνταγματικού σκοπού της κυβερνητικής σταθερότητας, τότε η υπέρμετρη αυτή πριμοδότηση είναι όχι μόνον αντιδημοκρατική, καθώς νοθεύει τις εκλογικές επιλογές των πολιτών, αλλά και αντισυνταγματική, καθώς στρεβλώνει χωρίς δικαιολογητικό λόγο τη μετάφραση των ψήφων σε κοινοβουλευτικές έδρες, δηλαδή παραβιάζει την αντιπροσωπευτική αρχή, χωρίς να υπηρετεί την κοινοβουλευτική.

Η Λίνα Παπαδοπούλου, είναι Αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: