Διερευνητικές εντολές ή θέατρο παραλόγου;




Του Ανδρέα Χ. Ζούλα*

Αυτό που έγινε με τις διερευνητικές εντολές είναι θεσμικά ανεπίτρεπτο και πολιτικά απαράδεκτο. Καταστρατηγεί βάναυσα και ευθέως το πνεύμα και το γράμμα των οικείων διατάξεων του Συντάγματος. Δεν έχει προηγούμενό του και πρέπει να γίνει αυτό που επιβάλλεται για να μην επαναληφθεί στο μέλλον.

Η διαδικασία των τριών διερευνητικών εντολών εισήχθη για πρώτη φορά με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985/86 και ενεργοποιείται, κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος όταν διαπιστωθεί μετά τις εκλογές ότι κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία (151) ώστε ο αρχηγός του να λάβει την εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως που να απολαμβάνει «την εμπιστοσύνη της Βουλής», κατ’ εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης (απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 151). Και ορίζει στην περίπτωση αυτή (παρ. 2 του άρθρου 37) ότι η εντολή δίδεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει την σχετική πλειοψηφία «για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής». Στη δε παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν δεν τελεσφορήσει η πρώτη προσπάθεια, διερευνητική εντολή δίδεται πρώτα στον αρχηγό του δευτέρου σε δύναμη κόμματος και, αν και αυτή αποβεί άκαρπη, δίδεται τέλος στον αρχηγό του τρίτου σε δύναμη κόμματος. Στην περίπτωση της παραίτησης της Κυβέρνησης (όπως συνέβη τώρα) οι προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το άρθρο 38, «εφαρμόζονται αναλόγως».

Σε κάθε περίπτωση, οι διερευνητικές εντολές δεν δίδονται για να περνάει άπρακτος ο χρόνος του τριημέρου που ισχύει κάθε μία από αυτές και για να κάνει ο «εντολοδόχος» άσχετες τελείως με την «διερεύνηση» της πιθανότητας να σχηματισθεί Κυβέρνηση συναντήσεις. Και, δυστυχώς, με εξαίρεση τον κ. Τσίπρα, που ανεξαρτήτως της ορθότητος ή μη της επιλογής του και η οποία άλλωστε θα κριθεί στην κάλπη, τήρησε την επιβεβλημένη από το Σύνταγμα στάση στο θέμα των διερευνητικών, τόσο ο κ. Μεϊμαράκης όσο και ο κ. Λαφαζάνης καταστρατήγησαν τις σχετικές συνταγματικές επιταγές. Με την άρνηση του κ. Τσίπρα να συμπράξει στον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης και οι δύο γνώριζαν ότι ήταν αδύνατος ο σχηματισμός τέτοιας κυβέρνησης. Παρά ταύτα, ο πρώτος χρησιμοποίησε το τριήμερο για συνάντηση με τον κ. Λαφαζάνη, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν περισσότερο από βέβαιο και, άρα, η ίδια η συνάντηση περιττή, για τηλεφωνική επικοινωνία με τον γραμματέα του ΚΚΕ, επίσης τελείως άχρηστη σε σχέση με τον σκοπό της «διερευνητικής εντολής», καθώς και με άσχετες επαφές με τους πρώην πρωθυπουργούς- αρχηγούς της ΝΔ κ. κ. Σαμαρά και Καραμανλή. Τέλος, ο κ. Μεϊμαράκης συναντήθηκε – άγνωστο για ποιον ακριβώς, συνταγματικώς προβλεπόμενο, λόγο – με την Πρόεδρο της Βουλής και άκουσε αμίλητος την ανοίκεια και εκτός πάσης πολιτικής συνθήκης και δεοντολογίας επίθεσή της κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία συν τοις άλλοις δεν είχε κανένα συνταγματικό έρεισμα.

Στο ίδιο μήκος κύματος θεσμικής αυθαιρεσίας και κομματικής σκοπιμότητας κινείται και ο χειρισμός του θέματος «διερευνητική εντολή» εκ μέρους του κ. Λαφαζάνη. Εδώ μάλιστα, τα πράγματα μπήκαν στη σφαίρα του πολιτικού σουρεαλισμού, καθώς ο κ. Λαφαζάνης δήλωνε ότι θα επεδίωκε συνάντηση και με τον κ. Τσίπρα. Τέλος, ακόμη και ο παραλειφθείς από την όλη διαδικασία αρχηγός της Χρυσής Αυγής έσπευσε να δηλώσει ότι, αν του δινόταν η τρίτη εντολή, θα την έπαιρνε «για να τιμήσει» τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και θα την κατέθετε αμέσως.

Εξαιρώντας όμως τον τελευταίο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι δύο πολιτικοί αρχηγοί που έλαβαν τη διερευνητική εντολή, δεν εφήρμοσαν τις συνταγματικές επιταγές, αλλά τις χρησιμοποίησαν. Και αυτό είναι που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Και για να μην επαναληφθεί θα πρέπει οι πολιτικοί αρχηγοί, σε χρόνο άσχετο με τις εκλογές, να συναποφασίσουν σε σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα πλαίσιο σωστής εφαρμογής των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Δηλαδή, όταν είναι πρόδηλη η αδυναμία συγκροτήσεως κυβέρνησης συνεργασίας, όπως στην παρούσα περίοδο, να μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, συναινέσει των αρχηγών, να παρακάμπτει τη διαδικασία των εντολών και να συγκαλεί απ’ ευθείας την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα σύσκεψη όλων των αρχηγών, στην τελική προσπάθεια αναζήτησης πολιτικής λύσης.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν προηγούμενα υποδειγματικής εφαρμογής του θεσμού και τις διερευνητικές εντολές μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989 που οδήγησαν στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, αλλά και την κοινή υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη σύσκεψη των Κων. Μητσοτάκη- Ανδρ. Παπανδρέου και Χ. Φλωράκη που οδήγησε στην υπό τον Ξ. Ζολώτα «Οικουμενική Κυβέρνηση», μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989. Παρά την οξύτατη πολιτική και προσωπική ακόμη αντιπαράθεση που επικρατούσε τότε, το Σύνταγμα τηρήθηκε πλήρως και κατ’ ουσίαν χάρις στη στάση που τήρησαν τότε οι πολιτικοί αρχηγοί. Ενώ τώρα έχουμε πλήρη ευτελισμό της συνταγματικής διαδικασίας των διερευνητικών εντολών.

*Ο Ανδρέας Χ. Ζούλας ήταν αρχισυντάκτης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων την περίοδο 1981 – 2001

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: