Ιστορική κριτική και ιστορία κατά προτίμηση (Β’)




Του Χρήστου Ιακώβου

Στην επιστημονική συγγραφή της πολιτικής ιστορίας, όποια μέθοδο και να χρησιμοποιήσει ο ιστορικός, το τελικό προϊόν είναι καρπός αξιολογικής και κριτικής έρευνας. Το αποτέλεσμα της έρευνας παράγει γνώση, η οποία υπάγεται σε ένα συγκεκριμένο διττό καταναγκασμό: α) η ιστορία ως παρελθόν παρήλθε, συνεπώς μπορούμε να το αντιληφθούμε και να το κατανοήσουμε μέσα τα υπολείμματά του, δηλαδή τις πηγές, είτε γραπτές είτε άγραφες.

Δεν μπορεί ο ιστορικός να έχει πλήρη εποπτεία ούτε της διάστασης αλλά ούτε της εξέλιξης των γεγονότων. Κατά συνέπειαν, η συγγραφή της ιστορίας γίνεται αποκλειστικά μέσω αυτών των υπολειμμάτων , β) η περιγραφή των γεγονότων και η αξιολογική ανάλυσή τους, δηλαδή η ερμηνεία τους, εναπόκειται αποκλειστικά στον ιστορικό. Με άλλα λόγια, ό,τι γνωρίζουμε ως ιστορία είναι αποτέλεσμα της σκέψης και της προσπάθειας του ιστορικού να συλλάβει το παρελθόν μέσα στο πλαίσιο του παρόντος.

Αυτός ο διττός καταναγκασμός, δηλαδή του συνδυασμού των πηγών και της αξιολογικής χρήσης τους από τον ιστορικό, εγκυμονεί ένα μόνιμο κίνδυνο: να μορφοποιηθεί ιστοριογραφικώς το χθες στη βάση των ερωτημάτων και των πολιτικών αναγκών που θέτει το παρόν, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν, το οποίο ονομάζεται «ιστορία», να είναι απολύτως εξηρτημένο από τον ύστερο εξορθολογισμό, δηλαδή την εκ των υστέρων θέση του ιστορικού. Αυτός ο κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει στην στρατευμένη ιστοριογραφία (ή προκρούστεια αντίληψη του παρελθόντος) στο πλαίσιο της οποίας, ο ιστορικός «ερευνά» και «αναλύει» προκειμένου να αποδείξει θέσεις και σκοπιμότητες του παρόντος και όχι στο να αναζητήσει την αλήθεια. Μέσα σε αυτή τη λογική οι ιστορικές πηγές φαίνονται πως δημιουργήθηκαν μόνο για να λύνουν προβλήματα του παρόντος και υπάρχουν για να ικανοποιούν αποκλειστικά το δικό μας ενδιαφέρον.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι πηγή στην πολιτική ιστορία. Υπάρχουν δύο κατηγορίες οι γραπτές και οι προφορικές πηγές. Σε πιο εξειδικευμένη τυπολογία μπορούμε τις πηγές, είτε γραπτές είτε προφορικές, να τις διακρίνουμε σε πρωτογενείς και δευτερογενείς, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία επί του προκειμένου θέματος. Η ουσία έγκειται στη μεθοδολογία χρήσης, δηλαδή ανάλυσης των πηγών. Ο ιστορικός για να αποφύγει τον προαναφερθέντα κίνδυνο θα πρέπει να ακολουθήσει κάποια βήματα στη βάση συγκεκριμένων ερωτημάτων.

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να τοποθετήσει την πηγή στο ιστορικό της πλαίσιο, το οποίο καθορίζεται από δύο συνισταμένες που προσδιορίζουν την ιστορία ως γεγονός, δηλαδή το χώρο και το χρόνο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ιστορικός αναζητεί: α) το δημιουργό, δηλαδή το υποκείμενο της πηγής και τις πληροφορίες που υπάρχουν για αυτόν, β) το χώρο (που) και το χρόνο (πότε) δημιουργίας της πηγής, γ) το σκοπό δημιουργίας της πηγής και δ) σε ποιους απευθύνεται η πηγή.

Σε δεύτερο στάδιο θα πρέπει να κατατάξει την πηγή, δηλαδή να προσδιορίσει σε ποιο είδος ανήκει (πχ. επίσημο έγγραφο, δήλωση σε δημοσιογράφους κτλ.). Χρονικώς, η πηγή είναι προϊόν των γεγονότων που περιγράφει ο ιστορικός ή αποτελεί μεταγενέστερο υλικό; Αν είναι μεταγενέστερη, ποια η χρονική απόσταση και σε ποιες πληροφορίες στηρίχθηκε (π.χ. εξ ακοής πληροφορία); Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντικό να προσδιοριστεί το που βρέθηκε και πως διασώθηκε η πηγή.

Το τρίτο στάδιο είναι πιο αναλυτικό και έχει να κάνει με την κατανόηση της πηγής από τον ίδιο τον ιστορικό. Εδώ είναι αναγκαίο να κατανοηθεί το θέμα της πηγής, τις βασικές ιστορικές έννοιες που συνδέονται με το θέμα που πραγματεύεται ο ιστορικός. Επιπλέον, ένα εξαιρετικά δύσκολο βήμα σε αυτό το στάδιο είναι η κατανόηση της άποψης του δημιουργού της πηγής για το θέμα και των προβλημάτων που μπορούν να επισημανθούν, καθώς επίσης και το αποτέλεσμα που ανεμένετο από το υποκείμενο, δηλαδή το δημιουργό της πηγής.

Τελευταίο είναι το στάδιο της αξιολόγησης της πηγής. Εδώ ο ιστορικός θα πρέπει να προσδιορίσει το «ειδικό βάρος» της πηγής απαντώντας στα ερωτήματα του πόσο χαρακτηριστική είναι η πηγή για την αποχή που εκφράζει, εάν υπάρχουν και άλλες πηγές το ιδίου είδους και κατά πόσο η συγκεκριμένη πηγή παρουσιάζει διαφορές από άλλες πηγές τις ιδίας εποχής. Τέλος, σε αυτό στάδιο καθοριστικό ερώτημα αξιολόγησης είναι ο προσδιορισμός της οπτικής του υποκειμένου της πηγής, δηλαδή προέρχεται από νικητές, από ηττημένους, από συμμάχους, από εχθρούς;

Οι πηγές καθίστανται τεκμήρια του παρελθόντος, στο βαθμό που η ικανότητα και η αξιοπιστία του ιστορικού διακρίνει τη σημασία που είχαν στο παρελθόν και όχι αυτή που η «ιστορία κατά προτίμηση» τους αποδίδει στο σήμερα. Η γνώση της ιστορίας θα πρέπει να αναδύεται αβίαστα από τη σχέση ότι από το παρελθόν προέρχονται οι πηγές και από το παρόν η αξιολόγησή τους. Συνεπώς, οι πηγές δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και αναφέρονται σε άλλους εκτός από τον ίδιο τον ιστορικό και ό,τι ενδιαφέρει τις πολιτικές ή ιδεολογικές του θέσεις. Ποτέ οι πηγές δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τεκμήρια μέσω των οποίων οι άνθρωποι του παρελθόντος συμβάλλουν συνειδητά στην εικόνα που σχηματίζει σήμερα ο ιστορικός γι’ αυτούς. Σε τελική ανάλυση, ο επαγγελματίας ιστορικός θα πρέπει να ισορροπήσει μέσα σε ένα οξύμωρο σχήμα: ότι δηλαδή οι πηγές έρχονται από το παρελθόν μέσα από την οπτική του παρόντος και η αξιολογική χρήση τους δεν θα πρέπει να αποβλέπει στο να αιχμαλωτίσει το χθες, το οποίο θα είναι κατά προτίμηση και εκ των προτέρων γνωστό στον ιστορικό. Γιατί τότε η έρευνα παύει να έχει αξία αφού υπηρετεί μόνο σκοπιμότητες και ενίοτε ψυχώσεις πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.

Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: