«Η γυναίκα που με έφερε στη ζωή, με άφηνε νηστική μέχρι να λιποθυμήσω. Έσβηνε πάνω μου σπίρτα και τσιγάρα»




Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Η Λυδία, βλέπει πάντα το ίδιο όνειρο. Τον γνωστό εφιάλτη. Η γυναίκα που τη γέννησε, επιστρέφει στο σπίτι και εγκαθίσταται. Από αυτή τη στιγμή, αρχίζει, ο γολγοθάς της. Ανασύρονται, οι κακές της αναμνήσεις. Η Λυδία βλέπει, γύρω της, τα πρόσωπα του παρελθόντος της, να παραμένουν, αμέτοχα και αποστασιοποιημένα στα προσωπικά της βάσανα. Τα βάσανα, που της προκάλεσε η ίδια της η μη-Τερα, χωρίς τύψεις.

Η καλύτερη φίλη της Λυδίας, η Νατάσα, η μόνη που συναισθανόταν την αγωνία της, θυμάται… «Θυμάμαι, αυτή την τρομακτική γυναίκα, να χτυπά απάνθρωπα το παιδί της. Ακόμα και στους φίλους της κόρης της, η γυναίκα αυτή φερόταν βίαια. Χαρακτηριστικά, σας λέω ότι, ακόμα και έμενα, με έσυρε απ΄τα μαλλιά, γελοιοποιώντας με δημοσίως. Τη φίλη μου, την έπνιγε το αίσθημα αδικίας, εξαιτίας της κακοποίησης, γεμίζοντας την οργή, θυμό και πόνο. Θυμάμαι τη Λυδία να σπαράζει, να μου εξομολογείται τα όσα δεινά βίωνε. Φοβόταν, έτρεμε, έκλαιγε, παρακαλούσε να μην είχε γεννηθεί. Η λέξη μάνα άγνωστη γι αυτήν».

Φάρος ελπίδας της Λυδίας η οικογένεια της Νατάσας. «Η κολλητή μου και η οικογένεια της, ήταν το καταφύγιο μου. Το πρότυπο μου. Πάντα ζήλευα τις στοργικές οικογένειες. Μέσα στην κακοδαιμονία μου, είχα την τύχη να φιλοξενηθώ από την οικογένεια της Νατάσας, έτσι ώστε να μπορέσω να ονειρευτώ ότι κάποια μέρα και εγώ θα μπορούσα, να προστατευτώ από την αγάπη και τη θαλπωρή μιας τέτοιας κατάστασης. Πως; Δημιουργώντας τη δική μου οικογένεια. Ευτυχώς, τα κατάφερα!!!

Αυτές ήταν οι επιθυμίες της. Το πεπρωμένο της όμως είχε τον πρώτο λόγο: Ο εφιάλτης συνεχίζεται. Η Λυδία Γιαννακοπούλου, παλεύει να γλιτώσει από τις «φλόγες», πριν αυτές την τυλίξουν και την κάψουν μια για πάντα. Παντού «φωτιά». Εικόνες σκληρές. Σημάδια παντού. Τόσο στο σώμα, μα κυρίως στη μνήμη. Όπου και να την αγγίξεις πληγές, που δεν έκλεισαν ποτέ, πληγές που αιμορραγούν και πονάνε. «Μια φορά πήγαμε στα χιόνια. Με απεκάλεσε για πρώτη φορά πουτάνα. Ήμουν πολύ μικρή για να ξέρω τη σημασία αυτή της λέξης. Ομως ήξερα ότι είναι κάτι κακό. Αυτό θα είναι το όνομα σου, είναι αυτό από δω και πέρα, μου είπε. Από τότε δε ξανάκουσα το όνομα μου».

Με δάγκωνε τόσο δυνατά και μάτωνα και έκανα πληγές. Για να επιτείνει το μαρτύριο μου, έτριβε με μανία τις πληγές με σαμπουάν. Με άφηνε νηστική, μέχρι να λιποθυμήσω, στο κρύο».Οι τιμωρίες της σκληρές. Τα βασανιστήρια του Κάφκα, στα κρατητήρια της Γκεστάπο. «Έσβηνε, ένα κουτί σπίρτα πάνω μου, στα οπίσθια μου, τα περισσότερα, όπου δεν φαίνονταν τα καψίματα. Αρχικά, αντέδρασα, κλωτσούσα. Τσιρίζοντας, πάσχιζα να της ξεφύγω, ήταν δυνατότερη. Ύστερα, έκανα την εξής διαπίστωση. Εάν καθόμουν ακίνητη, έσβηνε τα τσιγάρα πάνω μου, με λιγότερο πάθος. Η παιδική μου ψυχή, έλιωσε πρώτη, όταν την είδα να βγάζει απ’ την ντουλάπα το ηλεκτρικό σίδερο. «Άπλωσε τα χέρια σου». Τα έκρυβα στην πλάτη.  «Άπλωσε, είπα τα χέρια σου, όσο περισσότερο τ΄ αφήνεις, τόσο περισσότερο θα πονέσεις». Φοβήθηκα, τα άπλωσα και το σίδερο ακούμπησε στα δύο παιδικά χεράκια μου. Ο πόνος αφόρητος, κατρακύλησα κάτω. Ένιωσα την καυτή ανάσα του πυρός στους μηρούς μου και άρχισα να ικετεύω ψευδίζοντας, εφ’ όσον δεν μιλούσα ακόμα, καθαρά».

Έτσι την παρακαλούσα. Κάθε φορά. Και εκείνη που με υποχρέωνε να γλείψω, το λερωμένο παπούτσι,  που ήταν βουτηγμένο στις χλωρίνες. Αφού πριν με έβαλε να το πλύνω. Με άρπαξε, απ’ τα μαλλιά και κόλλησε το λερωμένο πάτο στο στόμα μου, αν δεν το γλείψεις τούτη τη στιγμή, θα βγω έξω και θα μαζέψω όλα τα περιττώματα που θα βρω στο δρόμο και θα στα ταΐσω όλη τη βδομάδα. Εμπρός στη φοβερή απειλή, πιάνω το παπούτσι και αρχίζω να το γλείφω. Δεν καταφέρνω να συγκρατήσω την αηδία μου και αρχίζω να κάνω εμετό,  μες τη λεκάνη, δε μπορεί, θα μ’ αφήσει, θα με λυπηθεί, είναι τρελό αυτό που μου ζητάει, «αν δε θες να ρουφήξεις ολόκληρη τη λεκάνη, με τις ακαθαρσίες σου, τέλειωνε, έχεις 5 λεπτά διορία, η υπομονή μου, εξαντλήθηκε».

Πολλοί αναγνώστες την προηγούμενη φορά, αναρωτηθήκατε αν η πιο πάνω ιστορία είναι αληθινή ή αν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αρκετοί ρωτήσατε πληροφορίες, για το θύτη, αν ζει, αν είναι σε κάποια φυλακή ή σε κάποιο ψυχιατρείο.

Έψαξα και τη βρήκα. Και σήμερα σας την παρουσιάζω. Πολλοί μου είπαν ότι είναι επικίνδυνο αυτό που πας να κάνεις. Είναι ρίσκο. Μπορεί να σου επιτεθεί. Αν όμως όλοι σιωπούμε, το καρκίνωμα που λέγεται βία, έτσι απλά θα εξαπλώνεται.

Λέγεται Σ.Τ. Έχει ξαναπαντρευτεί και έχει αποκτήσει άλλη μία κόρη. Το σπίτι της, περίεργο. Όπως και τότε. Τα παπούτσια, τ΄αφήνεις στην πόρτα. Παντού χλωρίνη. Μικρή άκουγε κι αυτή στο όνομα «πουτάνα». Η μητέρα της, η Μ., έτσι την αποκαλούσε. Τη μάνα της (τη Μ. δηλαδή), την φώναζαν η τρελή του χωριού. Ένα ακόμα παιδί, γεννήθηκε στ’ αγκάθια. Συνθήκες άγριες κι απάνθρωπες. Τόσο για την ίδια την κόρη, όσο και για τα εγγόνια αργότερα. Η γριά Μ., μέχρι και το ίδιο της το εγγόνι, έδεσε στο δέντρο και οι συγγενείς τρέχανε με την καραμπίνα να το λύσουνε. Αποτέλεσμα άλλη μια Μήδεια να ξαναζωντανεύει. Τόσο αυτή, όσο και πολλές άλλες. Η Σ., σκότωσε μια για πάντα την παιδικότητα των δύο της παιδιών. Όπως μια άλλη Μήδεια, σκότωσε, κάποτε  κι αυτήν. Η Λυδία, πολύ σωστά, χτες μου υπέδειξε ποια είναι η πραγματικότητα. «Άσχετα, με το πώς μπορεί να νοιώθω εγώ, όλα τα θύματα, που σήμερα καταδικάζουμε, τελικά είναι παιδιά, που κάποτε τους γυρίσαμε την πλάτη». ‘Η δεν έτρεξαν, όπως έτρεξες εσύ, συμπληρώνω και συμφωνεί.

Η Λυδία Γιαννακοπούλου, «ξέπλυνε» τη ψυχή της, μέσα από μια εσωτερική κατάθεση, ένα βιβλίο ιδιαίτερο, που δεν είναι άλλο από «Το χάδι της Μη-Τερας». «Θέλησα να δώσω δύναμη και κουράγιο σ΄αυτούς που έζησαν τον πόνο στο σώμα και στη ψυχή. Όλοι μπορούν να τρέξουν, όπως όλοι μπορούν να ανοίξουν την αγκαλιά τους. Να γίνουν οι φτερούγες σ΄ ένα λαβωμένο πουλί που δεν μπορεί πια να πετάξει. Του χρειάζεται χρόνος και δύναμη. Με κάθε γραμμή, που έγραφα, πονούσα, κάθε γεγονός που εξιστορούσα, το ξαναζούσα, αλλά τελειώνοντας από κάθε σελίδα, έφευγε από μένα, ένα βάρος. Λυτρώθηκα!!!»

«Λίγο πριν την κατακλείδα (του βιβλίου), θέλησα να τη δω. Να μου απαντήσει σ’ αυτά τα καταραμένα γιατί… Έξι μήνες το σκεφτόμουνα. Ξανά και ξανά.  Πάλευα. Άκουγα τα κλειδιά στην πόρτα και φοβόμουνα, μήπως είναι αυτή. Έψαξα και βρήκα το τηλέφωνο της. Για δύο μήνες, σήκωνα το ακουστικό και αυτό μου έπεφτε. Τα πόδια μου αποτελούσαν ξένο στοιχεία στο σώμα μου. Η ανάσα κομμένη. Μια εβδομάδα πριν απ΄τη συνάντηση δεν κοιμήθηκα λεπτό. Ο χώρος συνάντησης ουδέτερος. Στη διαδρομή, μόνο  μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου. Να γυρίσω πίσω. Να μην τη συναντήσω ποτέ ξανά. Δε ξέρω πως βρήκα το θάρρος και τη δύναμη αλλά το κανα. Αυτή ψυχρή και παγωμένη, όπως τότε. Το βλέμμα της στο κενό. «Γεια σου κορίτσι μου» μου είπε. «Πως είσαι; Πως είναι τα παιδιά;». Καλησπέρα, της απάντησα. Τα γιατί των «βασανιστηρίων», ξεπηδούσαν ένα- ένα. Σιωπή και παραδοχή. Τα γιατί, να επιμένουν μαζί με έμενα. Γιατί, γιατί, γιατί;;;;  Ανέκφραστη με βλέμμα απλανές, μου απάντησε «Τότε ήμουνα φευγάτη, τώρα είμαι καλά». Η ίδια απάντηση στα χιλιάδες γιατί.  Δε θυμάμαι αν την κοίταξα, σηκώθηκα και έφυγα και την άφησα εκεί. Φευγάτη όπως η ίδια είπε. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως για μένα δεν υπάρχει, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τίποτα».

Αυτό το γιατί, ήθελα να το ρωτήσω και εγώ. Βρήκα το τηλέφωνο της. Που μένει, που δουλεύει. Καλησπέρα της είπα. Ονομάζομαι Έλλη Αυξεντίου και είμαι δημοσιογράφος. «Και από μένα τι θέλετε; Που βρήκατε το τηλέφωνο μου;»  Αυτό δε θα σας το αποκαλύψω. Έχω κάνει ήδη μία συζήτηση με την κόρη σας, τη Λυδία. και θα ήθελα να κάνουμε μία κουβέντα και μαζί. Ήθελα να ακούσω και εσάς. Γιατί τα κάνατε όλα αυτά στο ίδιο σας το παιδί; Όντως, τα κάνατε; Ποιος ήταν ο λόγος που σας οδήγησε σε όλα αυτά τα ψυχολογικά ξεσπάσματα; Γιατί κακοποιούσατε το ίδιο σας το σπλάχνο; Ισχύουν; Μετανιώσατε; Η Λυδία ήταν η εκδίκηση σας προς τη μητέρα  σας; Αν είχατε αυτή τη στιγμή μπροστά σας τη Λυδία τι θα της λέγατε; Η σιωπή της, είπε τις πιο βαριές κουβέντες. Μου έκλεισε το τηλέφωνο. Με κάλεσε ξανά μετά από μία ώρα: «Ναι τα έκανα, ένα πράγμα θα σου πω και θα  κλείσω. Αν η Λυδία βρίσκει λύτρωση, μέσα απ’ αυτό το βιβλίο, εγώ είμαι δίπλα της, όπως  κάθε μάνα είναι δίπλα στο παιδί της. Την κόρη μου, την αγαπώ και το ξέρει…» Και πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε άλλο έκλεισε, και στις επόμενες κλήσεις μου, δεν απάντησε ποτέ. Εγώ αυτό που ήθελα, να πάρω το εισέπραξα. Έμαθα!!!  Ήξερε πολύ καλά, πως η κάθε της λέξη, ή διάθεση της, για μια ψεύτικη απολογία, δε θα αποτελούσαν τίποτα άλλο, παρά μόνο ένα λεκέ, στη σιωπή και στο τίποτα. Ήθελα πολύ να την πιστέψω, αλλά μου ήταν αδύνατο, όπως η Λυδία, περίμενε για χρόνια τη συγνώμη της και δεν την άκουσε ποτέ. το μόνο που άκουγε ήταν η ίδια ευχή, δια μέσω άλλων,  που επαναλάμβανε κάθε Χριστούγεννα. «Ολα αυτά που δεν κατάφερα να της κάνω, να τα βρει μπροστά της». Μόνο μια φορά ξεστόμισε. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω».

«Τα λόγια κουρνιάζουν έξω, από το κλεισμένο σου παράθυρο και αν τ’ άφηνες θα άνοιγαν μια ρωγμή, απ’ το μικρό κελί σου ως το άπειρο. Μα εσύ σωπαίνεις σαν τον κατάδικο, πάνω απ΄τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο. Βάλε φωτιά σε ότι σε καίει, σε ότι σου τρώει τη ψυχή».

Υστερόγραφο: Στόχος όλων μας, είναι να δώσουμε τέλος στη λερναία ύδρα, που λέγεται παιδική κακοποίηση-βια. Αν «εσύ» μιλήσεις, «εγώ» θα σε αγκαλιάσω και όλα θαναι αλλιώς. Ακόμα και ένα ταξίδι χιλιομέτρων, ξεκινάει από ένα μόνο βήμα. Κάνε το πρώτο, χωρίς το φόβο να σε κυριεύει. «Ο φόβος δεν έχει καμιά ιδιαίτερη δύναμη εκτός αν τον δυναμώσεις, υποκύπτοντας σ΄ αυτόν».

Στη φωτογραφία η Ελλη Αυξεντίου με την Λυδία Γιαννακοπούλου.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: