File Photo: Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, ο βουλευτής Δημήτριος Καιρίδης, ως εκπρόσωπος της Βουλής των Ελλήνων και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος στις εκδηλώσεις Μνήμης για την τουρκική εισβολή. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΕΕΘΑ, STR
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ-ΚΑΤΣΑΡΟΥ, Έθνος
Είναι πρόδηλο ότι πέραν των απαραίτητων διπλωματικών ενεργειών, οφείλουμε ταυτοχρόνως να σχεδιάσουμε και να προετοιμάσουμε εντατικά την αποτρεπτική μας στρατηγική ώστε να προασπίσουμε την εθνική μας ακεραιότητα
Η Τουρκία έχει την αυτοπεποίθηση -κατά άλλους ψευδαίσθηση- μιας ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης που δύναται να κάνει προβολή ισχύος σε διαφορετικά μέτωπα. Η εξωτερική πολιτική της όμως αντιμετωπίστηκε μέσα από επισφαλείς και ταυτόχρονα βολικές απλουστεύσεις, παραβλέποντας το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα είναι ένα και ενιαίο.
Ο Ελληνισμός (Ελλάδα-Κύπρος), δεν κατάφερε να οικοδομήσει μια πολυδιάστατη κοινή εξωτερική πολιτική που να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα και ανάχωμα στις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις. Το αποτέλεσμα των ολιγωριών μας, είναι να απειλούνται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα από τον Έβρο μέχρι και την Αν. Μεσόγειο όπου βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου έχουν εξαγγελθεί έρευνες.
Επομένως η Τουρκία μπορεί να ισχυρισθεί ότι βρίσκεται σε δικαιολογημένη αυτοάμυνα εάν οι έρευνές της δεν αγγίζουν την υφαλοκρηπίδα μας. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, για να αντικρούσει η Ελλάδα αυτό το «νομιμοφανές» επιχείρημα, οφείλει να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες που θα κατοχυρώσουν νομικά το δικαίωμα επέμβασής μας στις εν λόγω θαλάσσιες ζώνες.
Κατ’ αρχάς διευκρινίζεται ότι τα χωρικά ύδατα εξομοιώνονται πλήρως με την κυριαρχία που το παράκτιο κράτος ασκεί στο έδαφός του και περιλαμβάνουν τη θαλάσσια περιοχή, το βυθό και το υπέδαφος. Το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι 6 ναυτικά μίλια και καθορίστηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 230 της 17-9-1936 (ΦΕΚ Α’ 450, 13-10-1936). Η Ελλάδα βέβαια δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματος για καθορισμό «ευθειών γραμμών βάσης», δηλαδή της νοητής ευθείας γραμμής που συνδέει τις άκρες ενός κόλπου.
Όλα τα παράκτια κράτη παγκοσμίως, πλην της Ελλάδας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Ιορδανίας, έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ.. Η ίδια η Τουρκία από το 1964 (sic) έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο αλλά και στην Αν. Μεσόγειο εκτός του Αιγαίου.
Εκτός της Τουρκίας όμως και η ΕΕ δια στόματος του ισπανού ύπατου αρμοστή Ζ. Μπορέλ, εμμέσως αμφισβητεί και υποσκάπτει το δικαίωμα της μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα ως «διμερή διαφωνία» δηλώνοντας ότι:
«Υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών, ιδίως σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα, και υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, καθώς και μεταξύ Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας αυτή τη στιγμή.»
Σε αυτό βέβαια μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στους χειρισμούς της Ελλάδας επειδή σε παλαιότερες ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες δέχθηκε το αδιανόητο, να συζητήσει δηλαδή με την Τουρκία την άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων, χωρίς φυσικά να καταλήξει σε συμφωνία.
Την σημασία που αποδίδει η Τουρκία στην προοπτική μιας τέτοιας επέκτασης επιβεβαιώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο πασίγνωστο πλέον βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» (σσ. 269).
Εκεί σημειώνει ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων περιορίζει την πρόσβαση της γείτονος στο Αιγαίο και η ανοιχτή θάλασσα μειώνεται περισσότερο από το μισό, από το 56,2% που είναι σήμερα, στο 26,0% του Αιγαίου. Η αντίστοιχη εκτίμηση του Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Άγγελου Συρίγου αναφέρει απομείωση από το 56,5% στο 28,5% (Άγγελος Συρίγος, 29.10.2018 Καθημερινή).
Δημιουργείται δηλαδή ένας χαλαρός μεν, αλλά ευνοϊκότατος για τα ελληνικά συμφέροντα περιορισμός της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Μάλιστα, είναι νομικά ανυπόστατος ο τουρκικός ισχυρισμός ότι η επέκταση αυτή θα αποκλείσει τελείως τις τουρκικές ακτές από την πρόσβασή τους στο Αιγαίο και την Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τον Δρ. Νικόλαο Ιωαννίδη, νομικό με εξειδίκευση στο Δίκαιο της Θάλασσας, «ο καθορισμός θαλασσίων διαδρόμων μεταξύ νησιών επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται καταχρηστικά και δεν οδηγεί σε αδικαιολόγητη παρεμπόδιση της αρχής της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας.»
Επίσης, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν σημαίνει ότι δεν την δεσμεύει, διότι εμπεριέχει εθιμικό δίκαιο με το οποίο είναι υποχρεωμένη να εναρμονίζεται.
Χάρτης ελληνικής Αιγιαλίτιδας Ζώνης με 6 και 12 ν.μ.: Έγινε προσθήκη κόκκινων τόξων στα «στενά» που δημιουργούνται με την επέκταση στα 12 ν.μ.. Πηγή: Enid C.B. Schoettle «Law of the Sea: The End Game», 1996, σσ. 26
Επειδή λοιπόν προβλέπεται η αβλαβής διέλευση, θα ορισθούν θαλάσσιοι διάδρομοι που θα εξυπηρετούν την εθνική μας ασφάλεια. Οι διάδρομοι αυτοί θα επιλεχθούν με αμυντικά επιχειρησιακά κριτήρια που διαφυλάττουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα περιορίζοντας εντός συγκεκριμένων περιοχών την ελεύθερη ναυσιπλοΐα.
Επιπροσθέτως, ο καθορισμός ευθειών γραμμών βάσης, το κλείσιμο των κόλπων (με μήκος στομίου μέχρι τα 24 ν.μ.) και εν τέλει η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.:
-Αυξάνει σημαντικά τη συνολική επιφάνεια της ελληνικής ΑΟΖ, όταν υλοποιηθεί η ανακήρυξη/οριοθέτησή της.
-Καταρρίπτει την αμφισβήτηση των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών» οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από το εύρος των 12 ν.μ..
-Διεμβολίζει και αποδυναμώνει σημαντικά το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο (χωρίς καν την ανακήρυξη/οριοθέτηση ΑΟΖ από την Ελλάδα) το οποίο λαμβάνει υπόψη 6 ν.μ. χωρικά ύδατα χωρίς γραμμές βάσης και κλείσιμο των κόλπων (Καθηγητής Νομικής Βασίλης Αδαμίδης στον Γ. Σαχίνη Κρήτη TV, 10.07.2020).
Στο σημείο αυτό βέβαια, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι ακόμα και χωρίς συμφωνία με την Αίγυπτο ή ακόμη και το εκλεγμένο λιβυκό Κοινοβούλιο, η σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί ισχυρότατο νομικό έρεισμα έναντι του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και ως εκ τούτου όφειλε ήδη να έχει δρομολογηθεί.
Με άρθρο του στην ηλεκτρονική εφημερίδα duvarenglish.com, ο Τούρκος καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστήμιου της Άγκυρας, Ιλχάν Ουζγκέλ, εξηγεί το πώς οι επιτυχίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πηγάζουν από την πολιτική βούληση αλλά και τη διακομματική στήριξη, ενώ ξεκαθαρίζει ότι η τουρκική επιθετικότητα δεν οφείλεται στις εκάστοτε κυβερνήσεις αλλά αντιθέτως αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της τουρκικής στρατηγικής.
Εσχάτως μάλιστα ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε δήλωση κατά την οποία υποστήριξε ότι μία στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία θα ισοδυναμούσε με το τέλος του κυπριακού ελληνισμού. Παρόμοιες δηλώσεις γίνονται κατά καιρούς και από Έλληνες αξιωματούχους καταλύοντας το οικοδόμημα της αποτροπής. Αυτή η διαχρονική παθογένεια ευνοεί ασφαλώς τον τουρκικό μαξιμαλισμό και παροξύνει τη νεοθωμανική βουλιμία, όπως παρατηρεί και ο πρώην διοικητής της κυπριακής ΚΥΠ, αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Πενταράς που αναφέρει ότι:
«Μείωση της έντασης σημαίνει, να [βάλουν] το πρόβλημα κάτω από το χαλί, γεγονός που μακροπρόθεσμα οδηγεί σε διόγκωση του προβλήματος προς όφελος του ισχυρού.»
Ενώ ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο προαναφερθέν βιβλίο του γράφει ότι:
«Ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός και μια ισχυρή πολιτική βούληση συμβάλλουν στο να σχηματίσουν τα σταθερά και μεταβλητά δεδομένα μιας αδύναμης χώρας, σε μια ισχύ κατά πολύ ανώτερη από τις δυνατότητες της, ενώ ένας ασυνεπής στρατηγικός σχεδιασμός και μια ασθενής πολιτική βούληση μπορεί να γίνουν αιτία ώστε η εξίσωση ισχύος μιας χώρας με σημαντικές δυνατότητες να κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της πραγματικής της αξίας.»
Διαπίστωση που οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τις αθηναϊκές και κυπριακές ελίτ, επειδή ακριβώς γίνεται αντιληπτό σε ποιά κατηγορία εμπίπτουμε.
Η μη άσκηση των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας εκπέμπει τα λάθος μηνύματα στους γείτονες και θέτει εν αμφιβόλω την εθνική μας κυριαρχία. Επίσης στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα όπου πρυτανεύουν τα εθνικά συμφέροντα, είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αναμένουμε τον από μηχανής θεό εναποθέτοντας την ασφάλεια της χώρας στα χέρια τρίτων.
Επομένως, η ζωτικής σημασίας επέκταση στα 12 ν.μ. ακόμη και η βαρύτητα της σύναψης μιας συμφωνίας οριοθέτησης με την Κύπρο (ή/και με οποιοδήποτε άλλο όμορο κράτος), ενώ διεμβολίζουν το τουρκολιβυκό μνημόνιο και το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», παρά ταύτα δεν επαρκούν εάν δεν συνοδεύονται από την ισχυρή διακομματική πολιτική βούληση για την δυναμική εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων όπου κι αν απαιτηθεί.
Την αναγκαιότητα αυτή την επιβεβαιώνει σε συνέντευξή του στο CNN Türk o εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραχίμ Καλίν, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία «δεν θα κάνει πίσω» στη συμφωνία που υπέγραψε. Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι πέραν των απαραίτητων διπλωματικών ενεργειών, οφείλουμε ταυτοχρόνως να σχεδιάσουμε και να προετοιμάσουμε εντατικά την αποτρεπτική μας στρατηγική ώστε να προασπίσουμε την εθνική μας ακεραιότητα.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ