File Photo: Hundreds of people participate in a vigil held in rememberance of people who were killed during street protests on 30 April and 01 May, in Caracas, Venezuela. EPA, RAYNER PENA
Η τελευταία φορά που οι Ηνωµένες Πολιτείες εισέβαλαν µε στρατεύµατα σε χώρα της Λατινικής Αµερικής ήταν µετά το πέρας του Ψυχρού Πολέµου, το 1994 στην Αϊτή.
Είχε προηγηθεί, βέβαια, ένα µπαράζ από σχεδόν αλλεπάλληλες ψυχροπολεµικού χαρακτήρα αµερικανικές στρατιωτικές εισβολές για την καταπολέµηση της καλούµενης «κοµµουνιστικής απειλής»: το 1989 στον Παναµά, το 1983 στη Γρενάδα, το 1965 στη ∆οµινικανή ∆ηµοκρατία και το 1961 στον Κόλπο των Χοίρων, χωρίς να συνυπολογίζει κανείς την αµερικανική εµπλοκή υπέρ των στρατιωτικών πραξικοπηµάτων σε Γουατεµάλα (1954), Βραζιλία (1964), Χιλή (1973) και Αργεντινή (1976) ή τη στήριξη που είχαν παράσχει οι ΗΠΑ στους Κόντρας (Νικαράγουα) και στο στρατιωτικό καθεστώς του Ελ Σαλβαδόρ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Εκτοτε, έχουν προφανώς αλλάξει πολλά.
Εάν πιστέψουµε µάλιστα τις διαρροές στα αµερικανικά µίντια, τότε εντός του αµερικανικού κρατικού µηχανισµού υπάρχει όντως µια µερίδα αξιωµατούχων που πιέζει τον πρόεδρο Τραµπ να αναλάβει στρατιωτική δράση ενάντια στο καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα.
Ο σύµβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, εµφανίζεται να ηγείται της εν λόγω τάσης, στην οποία ωστόσο φέρονται να ανήκουν και άλλοι κορυφαίοι αξιωµατούχοι, όπως ο ναύαρχος Κρεγκ Φόλερ και ο προερχόµενος από το ∆ΝΤ διευθύνων του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Μαουρίτσιο Κλαβέρ Καρόν.
Στο ενδεχόµενο µιας στρατιωτικής εισβολής των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα έχουν αναφερθεί έµµεσα ή άµεσα µε δηλώσεις τους, πέρα από τον Τζον Μπόλτον, και άλλοι: ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Ποµπέο, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αµυνας στρατηγός Τζόζεφ Ντάνφορντ, αλλά και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραµπ.
Ο ίδιος, βέβαια, ο Γκουαϊδό, παρά τις αποτυχίες, συνεχίζει να προσπαθεί να συντηρήσει το όποιο «εξεγερσιακό» momentum, πλέον καλώντας τους δηµοσίους υπαλλήλους σε απεργιακές κινητοποιήσεις, σε µια προσπάθεια προφανώς να διαβρώσει τα ερείσµατα που εξακολουθεί να έχει ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο στον κρατικό µηχανισµό.
Για τις Ηνωµένες Πολιτείες, από την άλλη, «όλες οι επιλογές παραµένουν» µεν «στο τραπέζι» όπως επιµένουν να διαµηνύουν Αµερικανοί αξιωµατούχοι, αλλά υπό µια έννοια… περιορισµένες.
Η επιβολή κυρώσεων ως «όπλο» στα χέρια της Ουάσιγκτον, ο «εξαναγκασµός» της κυβέρνησης Μαδούρο σε διπλωµατική αποµόνωση (πάνω από 50 χώρες έχουν αναγνωρίσει τον Χουάν Γκουαϊδό ως «νόµιµο» πρόεδρο της χώρας, κάποιες µάλιστα επιλέγοντας αυτόν ως µοναδικό διπλωµατικό συνοµιλητή στη θέση του Μαδούρο) και η άσκηση πίεσης εκ των έσω (από την πλευρά των υποστηρικτών του Γκουαϊδό) λειτουργούν υπονοµευτικά σε βάρος του 56χρονου Νικολάς Μαδούρο, µε προφανή στόχο να τον ανατρέψουν από την εξουσία. Προς την ίδια κατεύθυνση της υπονόµευσης του αντιπάλου στοχεύει και η διασπορά από την αµερικανική πλευρά φηµολογιών (αυτοεκπληρούµενων προφητειών) που εµφανίζουν τον Μαδούρο πλέον να διαπραγµατεύεται τη διαφυγή του στο εξωτερικό «προδοµένος» από στενούς του συνεργάτες.
Εάν, ωστόσο, όλα τα παραπάνω αποτύχουν στον κεντρικό τους στόχο, που δεν είναι άλλος από την παράδοση της εξουσίας, τότε το µόνο που θα αποµένει πια ως ύστατη επιλογή για τις ΗΠΑ θα είναι η προσφυγή σε «πολεµικές» τακτικές… βγαλµένες µέσα από το χρονοντούλαπο του Ψυχρού Πολέµου, µε τα δόγµατα του Τρούµαν και του Μονρόε και τη λεγόµενη ∆ιαµερικανική Συνθήκη Αµοιβαίας Συνδροµής του 1947 να επιστρέφουν στο προσκήνιο ως «νοµιµοποιητικά» νέων αµερικανικών επεµβάσεων.
Το σενάριο σύστασης ενός µισθοφορικού στρατού που θα ανατρέψει τον Μαδούρο φέρεται να διακινείται ήδη από ανθρώπους όπως ο δισεκατοµµυριούχος Αµερικανός πάλαι ποτέ ιδρυτής του διαβόητου ιδιωτικού στρατού της «Blackwater», Ερικ Πρινς, ο οποίος µάλιστα τυγχάνει και αδελφός υπουργού του Τραµπ (εν προκειµένω της υπουργού Παιδείας των ΗΠΑ, Μπέτσι ντε Βος). Για να προχωρήσει, ωστόσο, ένα τέτοιο σενάριο, θα πρέπει να βρεθούν πρώτα τα απαιτούµενα χρήµατα (που υπολογίζονται σε δεκάδες δισ. δολάρια), το απαιτούµενο ανθρώπινο δυναµικό (χιλιάδες µισθοφόροι) αλλά και οι µηχανισµοί που θα µπορούσαν να «πουλήσουν» ως «νοµιµοποιηµένη» µια τέτοια πρακτική στα µάτια της διεθνούς κοινότητας.
Και τα σενάρια, ωστόσο, µιας «παραδοσιακής» αµερικανικής στρατιωτικής εισβολής επίσης σκοντάφτουν πάνω σε πλήθος σκοπέλων σχετικών κυρίως µε την επόµενη ηµέρα, η οποία άλλωστε στην πράξη (κρίνοντας από την προηγούµενη εµπειρία των Αµερικανών σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Λατινική Αµερική) δεν είναι «ηµέρα» αλλά… χρόνια. Το δύσκολο, άλλωστε, σεκάθε πόλεµο δεν είναι να τον ξεκινήσεις, αλλά να τον ολοκληρώσεις µε επιτυχία.
«Η Βενεζουέλα έχει έναν πληθυσµό 33 εκατοµµυρίων απλωµένο σε µια έκταση διπλάσια από εκείνη του Ιράκ. Ο στρατός της αριθµεί 160.000, ενώ οι παραστρατιωτικοί µαζί µε τα µέλη εγκληµατικών συµµοριών υπολογίζονται συνολικά σε πάνω από 100.000. Ακόµη και αν µια στρατιωτική επέµβαση ξεκινούσε καλά, οι δυνάµεις των ΗΠΑ θα βρίσκονταν εν συνεχεία µπλεγµένες για χρόνια σε ένα τέλµα προσπαθώντας να διατηρήσουν την ειρήνη και να ανοικοδοµήσουν τους θεσµούς» γράφει ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Φρανκ Μόρα στο περιοδικό «Foreign Affairs», αποτυπώνοντας τις πρακτικές δυσκολίες µιας αµερικανικής εισβολής. Κι όλα αυτά χωρίς καν να συνυπολογίσει κανείς τη… διεθνή διάσταση των όποιων επαπειλούµενων ανατροπών. Σηµειώνεται, άλλωστε, ότι ακόµη και χώρες όπως η Κολοµβία ή η Βραζιλία στην πραγµατικότητα δεν βλέπουν θετικά το ενδεχόµενο µιας αµερικανικής επέµβασης.
Το µόνο σίγουρο είναι ότι µε επίκεντρο τη Βενεζουέλα ξετυλίγεται πλέον, εν έτει 2019, το νήµα ενός νέου Ψυχρού Πολέµου. Από τη µια πλευρά, οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι τους καθιστούν σαφές ότι επιθυµούν την ανατροπή του προερχόµενου από την «µπολιβαριανή» Αριστερά Νικολάς Μαδούρο, την κυβέρνηση του οποίου µάλιστα βάζουν ως «εχθρό των ΗΠΑ και της δηµοκρατίας» στο ίδιο καλάθι («τρόικα τυραννίας» το ονοµάζουν) µε την Κούβα του διαδόχου των Κάστρο, Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ, και τη Νικαράγουα του πρώην… Σαντινίστα, Ντανιέλ Ορτέγα. Από ψυχροπολεµικές αναφορές κοινώς… άλλο τίποτα.
Χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Κούβα, η Τουρκία και το Ιράν έχουν πάντως από την πλευρά τους πάρει εµφατικά θέση στο πλευρό του Μαδούρο, ενάντια σε όσα καταγγέλλουν ως νέο αµερικανικό «παρεµβατισµό».
Ο διχασµός έχει µεταφερθεί µάλιστα µεταξύ των χωρών και στο εσωτερικό διεθνών οργανισµών όπως είναι το ∆ΝΤ και η ∆ιαµερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IDB).
Για τη Ρωσία ειδικότερα, η Βενεζουέλα (η χώρα µε τα µεγαλύτερα εξακριβωµένα αποθέµατα πετρελαίου στον κόσµο, υπενθυµίζουµε) έχει πολλαπλή αξία: ως πεδίο επιχειρηµατικής δράσης και προορισµός για τις ρωσικές επενδύσεις (κυρίως µέσω της ρωσικής πετρελαϊκής Rosneft), ως σηµαντικός εταίρος (εµπορικός,
στρατιωτικός), αλλά και ως… διαπραγµατευτικό χαρτί υπέρ της Μόσχας µέσα σε ένα ευρύτερο αµερικανορωσικό µπρα ντε φερ το οποίο άλλωστε φτάνει πίσω στην Ανατολική Ευρώπη.
Οι “σύντροφοι” ξεσάλωσαν: Η Ελλάδα δεν είναι Ισπανία, ο Πέδρο δεν είναι Έλληνας πολιτικός…