Όταν παρακολουθείς συζητήσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά και εκτός αυτών για το κυπριακό αναρωτιέσαι αν υπάρχει διέξοδος σωτηρίας. Ξεκινά μια συζήτηση με απλές ερωτήσεις και εξελίσσεται σε πόλεμο όλων με όλους. Όλων όμως, δυστυχώς, εντός της ελληνοκυπριακής (ε/κ) πλευράς.
Ο «πόλεμος» δεν έχει στόχο την εξεύρεση κοινής γλώσσας, κοινής προσέγγισης, κοινής τακτικής για να λύσουμε το πρόβλημα.
Και θα μου πει κάποιος: Μα καλά δεν επιτρέπεται η κριτική και η αντιπαράθεση; Βεβαίως και επιτρέπονται και επιβάλλονται στα πλαίσια της δημοκρατίας. Αλλά και στα πλαίσια μιας λογικής και μιας ευπρέπειας. Στα πλαίσια πολιτικού πολιτισμού.
Κυρίως όμως στα πλαίσια του κοινού καλού και κατεξοχήν του κοινού σκοπού. Την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου. Αυτό που γίνεται όμως είναι κάτι άλλο. Η γλώσσα και το ύφος της αντιπαράθεσης και ορισμένες φορές τα ίδια τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν το κοινό σκοπό. Τον κοινό στόχο. Το αντίθετο μάλιστα.
Και τους τρίτους αλλά και εμάς, τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις μας οδηγούν στις εξής λογικές απορίες:
Πως είναι δυνατόν να μας πάρει οποιοσδήποτε στα σοβαρά αν μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες ο καθένας επιμένει στις αρχικές του θέσεις και απαιτεί να υιοθετηθούν από τους άλλους περίπου στο σύνολο τους και χωρίς καμία αλλοίωση ή προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών με γνώμονα δυστυχώς την αυτοδικαίωση. Και δεν εννοώ να προσαρμόσει θέσεις αρχών. Όπως π.χ. την κατάργηση των εγγυήσεων.
Πέραν τούτων όμως αυτή η εξοντωτική τακτική του ενός έναντι του άλλου, οδηγεί σε αχρήστευση ενός βασικού πυλώνα που διεξάγουμε ως λαός. Της ενότητας του εσωτερικού μετώπου. Η διεθνής κοινότητα θα σταθεί περισσότερο αλληλέγγυα και θα εισακούσει ποιο εύκολα, τις θέσεις μας αν αυτές εκφράζουν το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό των ε/κ.
Είναι ενδεικτικό να αναφέρουμε ότι τόσον από την πρόσφατη έκθεση του Γ.Γ. του ΟΗΕ όσον και από δηλώσεις άλλων μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, πως η πίεση στην πλευρά μας θα αυξάνεται. Η επιμονή, σε σειρά τώρα πιά, εκθέσεων του Γ.Γ. του ΟΗΕ, περι της ευθύνης των δύο κοινοτήτων για την έλλειψη προόδου, όπως και η εμμονή ότι η λύση εξαρτάται από τις δύο κοινότητες, απαλλάσσει σταδιακά την Τουρκία από κάθε ευθύνη.
Εχει μετατραπεί η Τουρκία από ένοχος και θύτης, απλά σε εγγυήτρια – χώρα. Όπως η Αγγλία η Ελλάδα και τίποτα άλλο.
Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η οποία πίεση θα ασκείται μόνο στις δύο κοινότητες, άρα στους ε/κ. Διότι η άλλη Κοινότητα τελεί υπο την προστασία της Υψηλής Πύλης. Υπό την «προστασία» του νεοσουλτάνου. Και αφού η Τουρκία, που ελέγχει τα κατεχόμενα και την τ/κ κοινότητα είναι απλά η τρίτη εγγυήτρια γιατί να την ενοχλήσουν; Ταυτόχρονα η έκθεση προετοιμάζει το έδαφος για να τεθούν χρονικά πλαίσια, χρονικοί περιορισμοί στη διαδικασία των συνομιλιών, όταν και εφόσον αρχίσουν.
Επιπρόσθετα, παραπέμπει και πάλιν σε νέα πενταμερή, όχι διεθνή διάσκεψη, αφήνοντας εκτός πρώτης σειράς ενδιαφέροντος χώρες μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας που διάκεινται θετικά στο πρόβλημα μας. Έδωσα δύο-τρία ενδεικτικά παραδείγματα του πως αυξάνεται η πίεση προς την πλευρά ας. Χωρίς να αναφερθώ στον ξεκάθαρο εκβιασμό που μας ασκείται μέσον της ανανέωσης ή μη της παρουσίας της ΟΥΝΦΥΚΥΠ.
Και δυστυχώς όλοι αυτοί που πιέζουν και πιέζουν σχεδόν αποκλειστικά την ε/κ πλευρά, διαχρονικά αντλούν επιχειρήματα από τα όσα λέγονται ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, στις μεταξύ τους πολεμικές αντιπαραθέσεις. Το τέλος είναι κοντά και η ανικανότητα ή και χειρότερα η απροθυμία να εξευρεθεί ελάχιστος κοινός παρονομαστής θα στοιχίσει ανεπανόρθωτα.
Κίνημα εναντίον της τουρκικής κατοχής στα κατεχόμενα: Γιατί είναι σημαντικό το Γιασεμί!