Η άνευ ουσίας και περιεχομένου αντιπαράθεση έχει γίνει πια μέρος της καταστροφικής πορείας που οδηγεί σταδιακά και με μαθηματική ακρίβεια σε μια προδιαγραφόμενη τουρκική λύση στην Κύπρο.
Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε διαπραγματευτική διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού, το εσωτερικό μέτωπο στην ελληνοκυπριακή πλευρά είναι βαθιά διχασμένο, με μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη σε ζητήματα και συζητήσεις που είναι εκτός πραγματικότητας.
Μετά τη χαλαρότητα σε αρκετούς ζωτικούς τομείς και κυρίως στην οικονομία, που αυτή η χαλαρότητα οδήγησε στην τρόικα, στο κούρεμα καταθέσεων, στο κλείσιμο τραπεζών, στη φούσκα των ακινήτων (που φαίνεται ότι είναι θέμα χρόνου να επανέλθει με την εκτόξευση των τιμών και το «φιάσκο» των ουρανοξυστών), τώρα η χαλαρότητα επισκιάζει και το Κυπριακό.
Το επιχείρημα ότι μόνο με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση θα εξασφαλιστεί η λειτουργικότητα του κυπριακού Κράτους αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της διαφώτισης του ξένου παράγοντα. Η Άγκυρα και το κατοχικό καθεστώς διεκδικούσαν ανέκαθεν βέτο και συνταγματικές ρυθμίσεις που παρέπεμπαν σε συνομοσπονδία, κάτι σαν δυο ημι-ανεξάρτητα κράτη, με κοινή-συμβολική εκπροσώπηση στους διεθνείς οργανισμούς.
Τις τελευταίες μέρες, γίνεται πολλή συζήτηση για τη χαλαρή ομοσπονδία, την οποία φαίνεται να υποστηρίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι άλλοι παράγοντες της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Μετά λοιπόν από 44 και πλέον χρόνια τουρκικής κατοχής, συστηματικών ενεργειών για αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού και εξισλαμοποίησης των κατεχόμενων περιοχών, οι πάνσοφοι ηγέτες στη Λευκωσία (όχι φυσικά όλοι) αλληλοκατηγορούνται για τις επιλογές τους.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι, μέσα απ’ όλα αυτά τα χρόνια, με τις συνεχείς υποχωρήσεις, τους ερασιτεχνισμούς, τα σκαμπανεβάσματα, τις τραγικές παραχωρήσεις και την έλλειψη σταθερής ενιαίας στρατηγικής, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η συζήτηση για ισχυρή και χαλαρή ομοσπονδία επειδή στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις για μια λύση που δεν θα υπάρξει ποτέ, εκτός κι αν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν σχεδόν όλους τους τουρκικούς όρους. Και αυτοί οι όροι δεν έχουν καμία σχέση με την ασφάλεια της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αλλά με τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και όσο νωρίτερα την αντιληφθούν οι πολιτικοί ταγοί της Λευκωσίας, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούσαν να προληφθούν τα χειρότερα και κυρίως για να διαμορφωθούν επιτέλους συνθήκες δημιουργίας ενός μαζικού κοινού αντικατοχικού κινήματος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων -αν υπάρχει μια τέτοια προοπτική- για την αποτίναξη της τουρκικής κατοχής και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την επικράτεια της Κύπρου.
Αυτό είναι το ζητούμενο και συνάμα η ελπίδα για τον τόπο. Οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις για ισχυρές και χαλαρές ομοσπονδίες εξυπηρετούν μόνο τον κατακτητή.
Προσφέρουν δώρο την Κύπρο στον Ερντογάν: Μόνη “σωτηρία” η ένταξη του νησιού στο ΝΑΤΟ;