Στιγμιότυπο από τον επίσημο εορτασμό του προστάτη της αεροπορίας Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην Αεροπορική Βάση “Ανδρέας Παπανδρέου” στην Πάφο. Φωτογραφία από το κανάλι Alpha της Κύπρου
Του ΓΙΑΝΝΑΚΗ Λ. ΟΜΗΡΟΥ* – Λευκωσία
Με αφορμή την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Γεωργίου στην δοξολογία για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου και σχετική αναφορά του επανήλθε στην επικαιρότητα η ανάγκη αναβίωσης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού χώρου Κύπρου και Ελλάδας.
Από την εποχή του Θουκυδίδη, δεν αμφισβητήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον ότι απαραίτητη παράμετρος μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής είναι η ισχύς. Οι πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες μπορούν να αποδώσουν, αν στηρίζονται και υποστηρίζονται από την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, ικανών να επιφέρουν ισχυρό ανταποδοτικό πλήγμα.
Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και συνδέεται με τη συνολική στρατηγική μας. Το ευρύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν θα εξακολουθήσει η άμυνα να αποτελεί κορυφαία παράμετρο της εθνικής μας στρατηγικής. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε προς εαυτούς και αλλήλους ποια είναι η πολιτική μας. Χρειάζεται λοιπόν άμυνα; Χρειάζεται το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, όπως είχε εξαγγελθεί και αρχίσει να υλοποιείται τη δεκαετία του 1990;
Είναι επίσης γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, χάρη στη μεγαλύτερη πολιτική και διπλωματική κίνηση του Ελληνισμού μετά το 1974, δηλαδή τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μας και την επιτυχή κατάληξη της ευρωπαϊκής μας πορείας, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή, ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη βάση για την προώθηση σημαντικών εξωευρωπαϊκών συνεργασιών της προς τα νοτιοανατολικά.
Όμως, αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου της Ελλάδας και της Κύπρου ως πόλων σταθερότητας, ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Στην Κύπρο, 45.000 πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες απειλούν την ιστορική συνέχεια του κυπριακού Ελληνισμού, ενώ παραβιάζεται κατ’ εξακολούθησιν η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και προαναγγέλλεται ο εποικισμός της Αμμοχώστου.
Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα: Πρέπει επειγόντως όχι μόνο να μην ακυρωθεί ή επιβραδυνθεί η εθνική στρατηγική της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας, αλλά, αντιθέτως, να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται διαρκώς. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η διατήρηση του αξιόμαχου της Εθνικής Φρουράς – κληρωτών, μονίμων στελεχών, εφέδρων και εθνοφυλάκων.
Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια», στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας και Κύπρου», σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Μέσα στις νέες συνθήκες, είναι αδήριτη ανάγκη η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης να επανέλθουν ως κορυφαίες παράμετροι της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.
Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου, συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική, είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις.
Οι τελευταίες εξελίξεις, με την απροκάλυπτη από πλευράς Τουρκίας επιδίωξη της λύσης «δύο κρατών» και «κυριαρχικής ισότητας», την επιβουλή κατά της Αμμοχώστου, τις προκλήσεις στη γραμμή καταπαύσεως του πυρός, το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο που παραβιάζει βασικές προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας και τις συνεχείς προκλήσεις εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, συνηγορούν στην επείγουσα ανάγκη ισχυροποίησης του κοινού μετώπου Κύπρου και Ελλάδας.
Η δε πρόσφατη δήλωση Ερτογάν για το ότι ήταν λάθος που το 1974 τότε τουρκική ηγεσία δεν κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο καταδεικνύει το αμετάβλητο των τουρκικών στόχων.
Η σύλληψη από τον Ανδρέα Παπανδρέου του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, το 1993, ήταν απλή στην ουσία της, όπως απλό είναι καθετί μεγάλο. Στηριζόταν στην ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Έτσι, έγινε συνείδηση ότι στην Κύπρο δίνεται η μάχη ολόκληρου του Ελληνισμού και πως, αν η μάχη αυτή χαθεί, θα υπάρξει βαθύ ρήγμα και στην υπόλοιπη περίμετρο του Ελληνισμού. Ως Υπουργός Άμυνας, το 1998, είχα άμεση σχέση με την υλοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Από την Ελλάδα, ως εθνική στρατιωτική στρατηγική, ετέθη η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας και Κύπρου.
Για τις ανάγκες αυτού είχαν διεξαχθεί κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, στην ξηρά και στη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και είχε συμπληρωθεί μέχρις ενός ορισμένου σημείου που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο.
Ένα έργο σε αυτή την κατεύθυνση ήταν και η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο. Και η Ναυτική βάση στο Μαρί, η οποία ωστόσο χρειάζεται αναβάθμιση για να μπορούν να ναυλοχούν Ελληνικά πολεμικά πλοία.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα, ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του Ελληνισμού θέσαμε τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας στον κυπριακό Ελληνισμό, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας, προτεραιότητές μας ήταν η ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς, με την αναβάθμισή της ως δύναμης αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Επιδιώξαμε να αξιοποιήσουμε δυναμικά μια οργανωμένη και ευέλικτη εφεδρεία, καθώς και λαϊκή πολιτοφυλακή.
Όμως, πέρα από τους καθαρά αμυντικούς σκοπούς, η συμπόρευση Ελλάδας και Κύπρου υπαγορεύεται και από τη γεωπολιτική μας θέση. Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουν προσπάθειες για έναν ενεργητικό και ισότιμο ρόλο στην επιδιωκόμενη νομισματική, πολιτική και στρατηγική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα καταστεί έτσι ισχυρό κέντρο αποφάσεων, ικανό να ανταγωνιστεί δημιουργικά τόσο τον αμερικανικό κολοσσό όσο και τις καραδοκούσες ασιατικές υπερδυνάμεις.
Όμως, για να είναι η συμμετοχή μας ισότιμη και αποδοτική, πρέπει να στηρίζεται στην πολιτική, οικονομική και αμυντική ισχύ. Ελλάδα και Κύπρος, ως ακραία φυλάκια της ευρωπαϊκής ηπείρου, μπορούν με αυτή τους την ιδιαιτερότητα, σε συνδυασμό με την ενιαία διατεταγμένη αμυντική ισχύ τους, να αναδειχθούν σε πολύτιμες και απαραίτητες χώρες-κλειδιά προς τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Επομένως, πρέπει επειγόντως όχι μόνο να επανέλθει, αλλά και να ισχυροποιηθεί η εθνική στρατηγική του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που εκτείνει την παρουσία της Ελλάδας από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Βηρυτού.
Να αξιοποιηθεί πλήρως η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο και να προωθηθεί η αναβάθμιση της Ναυτικής Βάσης «Ευάγγελος Φλωράκης», που θα αποτελέσει κρίσιμο και καθοριστικό έργο υποδομής τόσο για την αποτελεσματική λειτουργία του Δόγματος όσο και για την επάνοδο της Ελλάδας σε έναν ζωτικό χώρο επιρροών και διαμόρφωσης πολιτικών ισορροπιών και ισχύος.
Άλλωστε, είναι αυταπόδεικτο πως, αν ο Ελληνισμός δεν επιθυμεί ένα καθεστώς αυτοπεριορισμού και διαρκούς ομηρείας υπό το καταθλιπτικό βάρος της συνεχώς αναβαθμιζόμενης τουρκικής επιθετικότητας, πρέπει να δηλώσει έργοις την παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου νομιμοποιείται απολύτως να το πράξει, τόσο εξ επόψεως διεθνούς δικαίου όσο και ζωτικού εθνικού συμφέροντος.
Οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 ορίζουν την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη, η οποία μαζί με τη Βρετανία και την Τουρκία επωμίζονται την ευθύνη για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή νομιμοποιούν απολύτως την Ελλάδα να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων και στρατιωτικών, για την εξισορρόπηση της κραυγαλέας ανισορροπίας στρατιωτικών εξοπλισμών στο νησί υπέρ των δυνάμεων κατοχής.
Δεν πρέπει να υπάρχει ο παραμικρός δισταγμός για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της Ελλάδας στην Κύπρο, η οποία άλλωστε έχει συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι της νήσου. Οι όποιες παροτρύνσεις και νουθεσίες για αποτροπή της παρουσίας της Ελλάδας στην Κύπρο, με το σαθρό επιχείρημα της μη κλιμάκωσης της έντασης, αποτελούν μνημείο υποκρισίας.
Όλα αυτά τα χρόνια η τουρκική πλευρά έδειξε εξοργιστική αδιαλλαξία και πλήρη αρνητικότητα. Κλιμάκωσε τις απειλές και την επιθετικότητά της τόσο στο μέτωπο της Κύπρου όσο και στο μέτωπο του Αιγαίου.
Την εμμονή του Ελληνισμού σε ειρηνικές διαδικασίες, την προσήλωσή μας στο διεθνές δίκαιο και την ειλικρινή μας διάθεση για επίλυση των όποιων διαφορών μέσω του διαλόγου, δυστυχώς η Τουρκία τις εξέλαβε ως αδυναμία, γι’ αυτό και επιμένει στην αναχρονιστική της τακτική των απειλών χρήσης βίας.
Πρέπει επιτέλους όλοι να αντιληφθούν ότι η επικράτηση συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας στην ευαίσθητη περιοχή μας είναι προς το συμφέρον τόσο της ανθρωπότητας όσο και εκείνων που έχουν στρατηγικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτά τα συμφέροντα θέτει σε κίνδυνο η Τουρκία, όντας μονίμως πηγή ανωμαλίας και απειλή για τους περισσότερους γείτονές της. Αυτοί που εξακολουθούν να εξευμενίζουν και να παραχαϊδεύουν την Τουρκία, σαν να πρόκειται για κανένα άτακτο και επικίνδυνο παιδί, δυναμιτίζουν τα θεμέλια μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων, πιο δίκαιης και σταθερής, με λιγότερες αντιθέσεις και συγκρούσεις.
Απέναντι σε όλα αυτά, καθήκον μας είναι η οριστική αποδέσμευσή μας από ψυχώσεις και σύνδρομα εθνικής μειονεξίας και ανημποριάς. Η εθνική αυτοπεποίθηση, μακριά και από σοβινισμούς και από ηττοπαθείς αντιλήψεις, μέσα από μια διαδικασία δυναμικής αφύπνισης και αποκατάστασης του αισθήματος εμπιστοσύνης προς τις αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού.
Θεμέλιό μας, η ομοψυχία Μητροπολιτικού, Κυπριακού και Απόδημου Ελληνισμού. Όλοι μαζί, όλες οι ζωντανές δυνάμεις του έθνους σε κοινή, αδιάσπαστη πορεία. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, ανεξαρτήτως ονοματολογίας και λεκτικού προσδιορισμού, δεν πρέπει να θεωρείται φραστικό πυροτέχνημα, αλλά απόσταγμα της συλλογικής σοφίας του Ελληνισμού και της αποφασιστικότητάς του να υπερασπίσει τα συμφέροντά του και να διεκδικήσει τον ρόλο του ως εμπροσθοφυλακής της Ευρώπης και των πανανθρώπινων ιδεωδών.
Χρέος μας, να απορρίψουμε την παγίδευσή μας σε ένα μόνιμο ιστορικό περιθώριο, με ρεαλιστική κατανόηση των δεδομένων και με δημιουργική αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων. Με συνεχώς προτεταμένο το χέρι προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, που άμεσα κινδυνεύουν ως οντότητα από το αδηφάγο τουρκικό κράτος.
Η παρουσία της Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί αδήριτη εθνική και ιστορική ανάγκη. Η κρίσιμη γεωπολιτική θέση Ελλάδας και Κύπρου, ο μοναδικός πλούτος του πολιτισμού και της Ιστορίας μας, συνδυαζόμενα με τη θέλησή μας να εργαστούμε σκληρά, μεθοδικά και προγραμματισμένα για την ισχυροποίησή μας σε όλα τα επίπεδα, μπορούν και πρέπει να δώσουν στον Κυπριακό λαό όχι απλώς την προσδοκία αλλά τη βεβαιότητα για ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
* Γιαννάκης Λ. Ομήρου
Πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE