Μεγάλο μέρος της ιστορίας προέρχεται κατευθείαν από το μυθιστόρημα του Gray, αλλά ο Λάνθιμος και ο σεναριογράφος του, Τόνι ΜακΝαμάρα, έχουν κάνει τη δική τους ριζική, χειρουργική επέμβαση.
Εκτός από τη μεταφορά του σπιτιού του Godwin Baxter από τη Γλασκώβη στο Λονδίνο, έχουν μπολιάσει με διάφορες έξυπνες σκηνές τους χαρακτήρες που τους καθιστούν πιο συμπαθητικούς.
Έχουν προσθέσει πολλές βρισιές (αναξαρτήτως χαρακτήρα, όλοι αγαπούν τη λέξη που ξεκινά από «F») και έχουν επικεντρωθεί στη σεξουαλική ζωή της Bella, πράγμα που σημαίνει ότι η Emma Stone κυκλοφορεί ημίγυμνη στο μισό χρόνο της ταινίας.
Μια ακόμα πιο σημαντική προσθήκη είναι ότι ο τόνος είναι πολύ πιο φανταστικός από ό,τι στο μυθιστόρημα.
Ο Gray εξισορρόπησε την παραξενιά του γοτθικού ύφους με τις βαθιές αδικίες της κοινωνίας του 19ου αιώνα, και αυτό ήταν που έδινε στο βιβλίο του μεγάλο μέρος του σαρκασμού και της σατιρικής του δύναμης.
Ο Λάνθιμος, από την άλλη πλευρά, έχει μεταμοσχεύσει το Poor Things σε μια χώρα των θαυμάτων μιας steampunk αισθητικής [σσ: Υπεραπλουστεύοντας: ταινία φαντασίας αλλά εντεθειμένη στη βιομηχανική εποχή] με φανταχτερά χρώματα, κοστούμια με μασκοφόρους και τρελή μουσική
(…)
Στην πορεία, η αφήγηση χάνει λίγο από το συναίσθημά της. Όμως ίχνη των απόψεων του Gray για τον φεμινισμό και τον σοσιαλισμό (της εποχής) είναι ακόμα διακριτά.