Η ακτινογραφία της ελληνικής οικονομίας: Η ανάκαμψη έχει βοηθήσει στη μείωση του δημόσιου χρέους, οι προβλέψεις για τα δύο επόμενα χρόνια είναι ενθαρρυντικές

FILE PHOTO: Το υπουργείο Οικονομικών. Φωτογραφία ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αλέξανδρος Μπελτές




Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ [1]

Δεκαπέντε χρόνια μετά την κρίση χρέους, που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα το 2009, και κατέστρεψε μεγάλο ποσοστό του εθνικού πλούτου, αύξησε δραματικά την ανεργία, αποδιοργάνωσε και φτωχοποίησε την κοινωνία, λόγω της εφαρμογής των αυστηρών μνημονίων, η ελληνική οικονομία κατάφερε και πάλι να επανέλθει σε τροχιά προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων και ανάκαμψης.

Η περίοδος παρατεταμένης ύφεσης της οικονομίας, των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, της αρνητικής πορείας των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της εργασίας και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού από το εξωτερικό, βρίσκεται πλέον πίσω μας. Συνεπώς, η Ελλάδα προβλέπεται να κερδίσει την επενδυτική βαθμίδα.

Ωστόσο, παρά τις θεαματικές βελτιώσεις, όσον αφορά τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, ορισμένα προβλήματα και διαρθρωτικές αδυναμίες προκαλούν ανησυχίες.

Το ονομαστικό ΑΕΠ (208 δισ. ευρώ το 2022) παραμένει χαμηλότερο από εκείνο του 2009 (237 δισ. ευρώ),  το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (-11,8% του ΑΕΠ το 2022) αντανακλά τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Ειδικότερα, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, παρά την αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, ενώ για να καλυφθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η χώρα συνεχίζει να δανείζεται από το εξωτερικό και το εξωτερικό χρέος αυξάνεται και πάλι επικίνδυνα. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι η χαμηλή εθνική αποταμίευση δεν καλύπτει τις επενδυτικές και καταναλωτικές ανάγκες της χώρας.

Επίσης, πάρα  την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι πραγματικές αμοιβές  διαμορφώθηκαν σε χαμηλότερα ή αρνητικά επίπεδα, με εξαίρεση το 2021, σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη.

Ακόμη,  παρά τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια, αυτό παραμένει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ευρωζώνη και αποτελεί κίνδυνο σε περίπτωση που εκδηλωθεί μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και αυξηθούν σε απαγορευτικά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό.

Ταυτόχρονα, η ανεργία, και ειδικότερα των νέων, παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Η γήρανση και μείωση του πληθυσμού μας, υποσκάπτει τη μακροπρόθεσμη δυναμικότητα της οικονομίας μας.

Τέλος, σημαντικές προσπάθειες πρέπει να γίνουν, προκειμένου η χώρα μας να πετύχει την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση της, έτσι ώστε να  διατήρησει και να ενίσχυσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία.

Ειδικότερα, στα θετικά της ακτινογραφίας της ελληνικής οικονομίας μπορούν να επισημανθούν τα εξής:

  • Μετά από μια οδυνηρή περίοδο μείωσης του ΑΕΠ μεταξύ 2009 και 2013 (-5,9% κατά μέσο ορό σε ετήσια βάση) και το 2020 (-9,0%), λόγω της κρίσης του Covid-19, η ελληνική οικονομία κινείται με θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ (0,5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2014 – 2018,  1,9% το 2019, 8,4% το 2021 και 5,9% το 2022). Οι ρυθμοί αυτοί μετά το 2019 ήταν μεγαλύτεροι από τον μέσο ετήσιο όρο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη (5,4% με 1,6% αντίστοιχα).  Ωστόσο, προβλέπεται μια κάμψη του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 2,4% το 2023 και το 1,9% το 2024, ενώ το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές βρίσκεται ακόμα σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο προ της κρίσης χρέους (208 δισ. ευρώ το 2022 έναντι 237 δισ. το 2009) (1).
  • Οι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, μετά από μια δραματική κάμψη -21,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2009 – 2013, άρχισαν να ανακάμπτουν εντυπωσιακά την περίοδο 2014 -2018 (10,5% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση). Ο ρυθμός αύξησης τους ήταν εξαιρετικά υψηλός το 2021 (33,2%), περιορίστηκε στο 5,1% το 2022 και θα συνεχίσει την ανοδική πορεία του το 2023 (5,2%) και 2024 (7,2%). Οι ρυθμοί μεγέθυνσης των παγίων επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτεροι σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη μετά το 2019 και θα παραμείνουν υψηλότεροι και το 2022 (5,2% έναντι 2,5% αντίστοιχα) και το 2024 (7,2% έναντι 2,9% αντίστοιχα).
  • Οι δημόσιες επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένουν με εξαίρεση το 2019, σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο σε ετήσια βάση στην Ευρωζώνη από την περίοδο 2009 – 2013 (3,5% έναντι 3,2% αντίστοιχα), 2014 – 2018 (3,8% έναντι 2,7%),  καθώς και 2019 – 2022 (3,5% έναντι 3,0%). Το 2023 και 2024 προβλέπεται να συνεχιστεί η ανοδική πορεία των δημοσίων επενδύσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα (3,9% και 4,6% αντίστοιχα). Τα ποσοστά αυτά θα είναι μεγαλύτερα από το μέσο όρο σε ετήσια βάση στην Ευρωζώνη (3,2% και 3,3%).
  • Ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα, ενώ διαμορφώθηκε την περίοδο 2004 – 2008 σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο σε ετήσια βάση στην Ευρωζώνη (3,4% έναντι 2,4% αντίστοιχα) και 2009 – 2013 (1,9% έναντι 1,7%), μετά το 2013 κατέγραψε μια αντίθετη πορεία και κυμάνθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρωζώνη (-0,1% έναντι 0,8% την περίοδο 2014- 2018,  0,5% έναντι 1,2% το 2019, -1,3% έναντι 0,3% το 2020 και 0,6% έναντι 2,6% το 2021). Το 2022, ο δείκτης τιμών καταναλωτή ήταν υψηλότερος στην Ελλάδα, έναντι του μέσου όρου στην Ευρωζώνη (9,3% έναντι 8,4%), ενώ προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί και πάλι σε χαμηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα το 2023 (4,2%) και το 2024 (2,4%) σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη (5,8% και 2,8% αντίστοιχα).
  • Όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας (δηλαδή ο λόγος πραγματικού ΑΕΠ ανά εργαζόμενο), ενώ βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη την περίοδο 2004 – 2008 (1,2% έναντι 1,1%),  μειώθηκε σημαντικά την περίοδο 2009 – 2013 (-3,6% έναντι 0,5%),  2014- 2018 (-1,1% έναντι 0,7%),  το 2019 (-0,3% έναντι 0,3%), καθώς και το 2020 (-7,3% έναντι -2,9%). Από το 2021, η παραγωγικότητα ανέκαμψε και ξεπέρασε τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη (5,6% έναντι 3,7%), ενώ το 2022 συνεχίστηκε η τάση αυτή (2% έναντι 1,1%). Για το 2023 και 2024 προβλέπεται η παραγωγικότητα της εργασίας να κυμανθεί στο ίδιο επίπεδο στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη (0,4% έναντι 1%).

[Ωστόσο, οι πραγματικές κατά κεφαλήν αμοιβές ήταν αρνητικές στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2013 (-3,8%)  κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση (έναντι αύξησης 0,8% στην Ευρωζώνη) και 2014 – 2018 (-1,4% έναντι 0,7% αντίστοιχα),  το 2019 (-0,3%  έναντι 1,1%),  το 2021 (1,4% έναντι 1,5%)  και το 2022 (-6,7% έναντι -2,3%).

Το 2023 και 2024 θα συνεχιστεί η απόκλιση των αμοιβών μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης (-0,6% έναντι 0% το 2023 και 0,3% έναντι 1,6% το 2024].

  • Στον δημοσιονομικό τομέα, η προσαρμογή ήταν θεματική.  Τόσο τα έσοδα από φόρους όσο και οι κρατικές δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν σημαντικά. Τα φορολογικά έσοδα από 39,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση την περίοδο 2004 – 2008, αυξήθηκαν στο 44,4% την περίοδο 2009 – 2013,  48,8% την περίοδο 2014 – 2018,  49% το 2009 και κυμάνθηκαν γύρω στο 50% μέχρι και το 2022. Για το 2023 και 2024 προβλέπεται μια μικρή μείωση των εσόδων από φόρους στο 47,7% και 46,5% αντίστοιχα, λόγω της κάμψης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού
  • . Ωστόσο, σε σχέση με τον μέσο όρο των ποσοστών φορολογικών εσόδων στην Ευρωζώνη (γύρω 44% με 47%), η Ελλάδα είχε υψηλότερο ποσοστό μέχρι και το 2022.

Όσον αφορά τις δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 47,2% την περίοδο 2004-2008, αυξήθηκαν στο 56,3% την περίοδο 2009 – 2013 (έναντι 50,3% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), 50,4% την περίοδο 2014-2018 (έναντι 47,9%)  και μεταξύ 48,1% και 60,1% στη συνέχεια μέχρι το 2022.

Οι εκτιμήσεις, όσον αφορά το ποσοστό των δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ, για το 2023 και 2024 είναι ότι θα διαμορφωθεί στο 49% το 2023 (έναντι 49,6% στην Ευρωζώνη)  και 47,2% το 2024 (έναντι 48,8% στην Ευρωζώνη).

  • Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στα έσοδα και στις δαπάνες αυτές, το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε εντυπωσιακά μετά την κρίση χρέους του 2009. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό έλλειμμα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από -7,6% (έναντι -2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη) την περίοδο 2014 – 2018 και -11,9%  (έναντι -4,7% στην Ευρωζώνη) την περίοδο 2009 – 2013, περιορίστηκε στο -1,6% (έναντι -1,5% στην Ευρωζώνη)  την περίοδο 2014 – 2018. Το έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα το 2019 (0,9% έναντι -0,6% αντίστοιχα).
  • Ωστόσο, μετά την κρίση του κορονοϊού, το έλλειμμα εκτοξεύτηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα τόσο στην Ελλάδα (-9,7% το 2020 και -7,1% το 2021) όσο και στην Ευρωζώνη (-7,1% και  -5,3%).  Το 2022 το δημοσιονομικό έλλειμμα περιορίστηκε σημαντικά (-2,3% στην Ελλάδα και -3,6%  κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη)  και θα παραμείνει σε χαμηλότερα επίπεδα τόσο το 2023 (-1,3% έναντι -3,2% αντίστοιχα) όσο και το 2024 (- 0,6% έναντι -2,4%).

Το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (δηλαδή τα έσοδα, μείον τις δαπάνες, με εξαίρεση εκείνες για την πληρωμή των τόκων των κρατικών δανείων / ομολόγων)  από αρνητικό -2,9% του ΑΕΠ (έναντι 1% πλεόνασμα στην Ευρωζώνη κατά μέσο όρο)  την περίοδο 2004- 2008, -6,3% ( έναντι -1,9%  αντίστοιχα)  τη περίοδο 2009- 2013, κατέστη πλεονασματικό  κατά την περίοδο 2014- 2018 (1,9% έναντι 0,7% αντίστοιχα)  και διατηρήθηκε με θετικό πρόσημο και το 2019.

Μετά την κρίση του κορονοϊού, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο -6,7% του ΑΕΠ (έναντι -5,6% στην Ευρωζώνη)  το 2020 και -4,7% (έναντι -3,9% αντίστοιχα)  το 2021.  Το 2022, η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα (0,1%)  έναντι ελλείμματος στην Ευρωζώνη (-1,9% κατά μέσο όρο). Η χώρα μας προβλέπεται να διατηρήσει το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα τόσο το 2023 (1,9%) όσο και το 2024 (2,5%), έναντι ελλείμματος στην Ευρωζώνη (-1,4% και -0,6% αντίστοιχα).

  • Παρά τη σημαντική προσαρμογή των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας μας, το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά μετά την κρίση χρέους και τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν. Η καταστροφική ύφεση που προκάλεσαν τα μνημόνια κατά την περίοδο 2009 – 2013, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάκαμψη της οικονομίας, μέχρι και το 2019 και τις αυξημένες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού, εκτόξευσαν στα ύψη το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από 105,9% την περίοδο 2004 – 2008 (έναντι 68,8% στην Ευρωζώνη κατά μέσο όρο), έφτασε στο 157,9% την περίοδο 2009 – 2013 (έναντι 88,5% αντίστοιχα), 180,7% την περίοδο 2014 – 2018 (έναντι 91,7%)  και 206,3%  το 2020 (έναντι 99,2%).  Στη συνέχεια, άρχισε η πτωτική πορεία του,  λόγω  των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης, του υψηλότερου πληθωρισμού και των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού. Συγκεκριμένα,  από 206,3%  το 2020, το χρέος μειώθηκε στο 194,6% το 2021 (έναντι 97,3% στην Ευρωζώνη),  171,3% το 2022 (έναντι 93,2%),  ενώ προβλέπεται να συνεχιστεί η πτωτική πορεία του το 2023 (160,4% έναντι 90,8%) και το 2024 (154,4%  έναντι 89,9%).
  • Στα θετικά μπορεί να καταγράψει κανείς τον ρυθμό αύξησης των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια. Από το 2016 ο ετήσιος αριθμός αυτός κυμαίνεται μεταξύ 2,1% και 10,5% με εξαίρεση το 2020, που παρουσίασε κάμψη -8,5%, λόγω της κρίσης του κορονοϊού.
  • Τέλος, ο ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης μετά το 2019.

Στα αρνητικά της ελληνικής οικονομίας μπορούν να συμπεριληφθούν τα εξής:

  • Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, που αντανακλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το μικρό ποσοστό εκβιομηχάνισης της και το χαμηλό ποσοστό εθνικής και ιδιωτικής αποταμίευσης διαμορφώθηκε και πάλι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Το έλλειμμα αυτό, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έφτασε στο -11,8% το 2022, έναντι -2,1% την περίοδο 2014 – 2018, και προβλέπεται να αποκλιμακωθεί στο -9,2% το 2023 και -7,8% το 2024. Αλλά και πάλι το έλλειμμα αυτό είναι υψηλό και καλύπτεται με εξωτερικό δανεισμό που συμβάλλει στην αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας.
  • Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα (12,5% το 2022, έναντι 6,8% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη).
  • Η συνολική αποταμίευση, και ιδιαίτερα η ιδιωτική, ως ποσοστό του ΑΕΠ, βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη
  • 2000 – 2008: 12,7% έναντι 23,4% αντίστοιχα
  • 2009 – 2013: 7,3% έναντι 21,8% αντίστοιχα
  • 2014 – 2018: 10,3% έναντι 24,3% αντίστοιχα
  • 2019: 10,1% έναντι 25,6% αντίστοιχα
  • 2022: 9,7% έναντι 25,1% αντίστοιχα

Μια μικρή αύξηση προβλέπεται για το 2023 και 2024 (12,1% και 13,6% αντίστοιχα έναντι 25,7% και 25,9% στην Ευρωζώνη).

Η κατάσταση αυτή εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους, καθώς το τραπεζικό σύστημα δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και της ενεργειακής μετάβασης της χώρας, που απαιτεί σημαντικούς πόρους (2% – 3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση μέχρι το 2050).

  • Επίσης, υπάρχει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Εκτός από τη γήρανση του πληθυσμού, ο συνολικός πληθυσμός μειώνεται επικίνδυνα από την περίοδο 2009 – 2013 μέχρι και σήμερα (κατά -0,4% 2014 – 2018, -0,1% το 2019,  -0,2% το 2020, -0,5%  το 2021, -0,6% το 2022).  Η πτωτική αυτή πορεία θα συνεχιστεί και το 2023 (-0,5%) και 2024 (-0,4%).  Αν δεν εφαρμοστεί μια σοβαρή και μακρόπνοη οικογενειακή πολιτική, η χώρα κινδυνεύει να καταγράψει τα επόμενα χρόνια σοβαρό έλλειμμα εργατικού δυναμικού, με συνέπεια να καμφθεί η μεγέθυνση και να παρεμποδιστεί η γενικότερη λειτουργία της οικονομίας της καθώς και η χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους.
  • Τέλος, η χώρα μας πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της όσον αφορά την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάταξη της με βάση τους δείκτες οικονομικής αποτελεσματικότητας (23η στην ΕΕ και 51η σε 161 χώρες),  την επιχειρηματικότητα (19η  στην ΕΕ και 46η  στον κόσμο)  και καινοτομία (14η στην ΕΕ και 44η στο κόσμο) (2).

Η Ελλάδα προσδοκά να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οργανισμούς αξιολογήσεις (Standard & Poor’s, Fitch, Moody’s),  με βάση τη θετική εξέλιξη της οικονομίας της τα τελευταία χρόνια.

Τα μακροοικονομικά στοιχεία παρουσιάζουν μια εμφανή βελτίωση. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό προωθηθεί από το 2010, πολλές φορές με μεγάλο κοινωνικό κόστος. Η ανάκαμψη έχει βοηθήσει στη μείωση του δημόσιου χρέους. Οι προβλέψεις για τα δύο επόμενα χρόνια είναι ενθαρρυντικές. Ο πολιτικός ορίζοντας θα ξεκαθαρίσει και προβλέπεται να προκύψει μια σταθερή κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές.

Οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών ομολόγων (κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου)  βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (3.707%  για την Ελλάδα, 4.040% για την Ιταλία, 7.660% για την Ουγγαρία).

Με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου θα μειωθούν  περαιτέρω και η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας θα βελτιωθεί.

Ωστόσο,  οι δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρωζώνη θα αυστηροποιηθούν από το 2024 με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές θα περιοριστούν δραστικά,  κυρίως για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα και η  Ιταλία. Ειδικότερα, η επίλυση της εξίσωσης μεταξύ ανάκαμψης της οικονομίας και υψηλών επιτοκίων,  της δημοσιονομικής πειθαρχίας και αύξησης δαπανών, λόγω της ενεργειακής μετάβασης, καθώς και η μείωση εισφορών λόγω κάμψης της μεγέθυνσης, παραμένει δύσκολο εγχείρημα.

Ταυτόχρονα, οι κίνδυνοι για νέες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, επισημαίνονται καθημερινά, ενώ το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα.

Οι προκλήσεις βρίσκονται μπροστά μας.

Σημειώσεις

  • Τα στατιστικά μακροοικονομικά στοιχεία και οι σχετικές προβλέψεις είναι δημοσιευμένα στην εαρινή έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Spring  2023,  Economic  Forecast,  May 2023.
  • Τα στοιχεία των δεικτών αυτών αντλήθηκαν από το World Competitiveness Ranking, 2022 και Global Innovation Index (GII), 2022.

[1] Ομότιμου καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, πρώην αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΕΔΩ, ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ ΕΔΩ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ

ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ

Η Fitch εκφράζει την εμπιστοσύνη της στη χώρα: Επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: