Δεν θα ξεχάσω, δεν θα συγχωρήσω ποτέ: Ήξεραν πως υπήρχαν νεκροί – Τραγικές ιστορίες μαρτύρων για την φονική φωτιά στο Μάτι

File photo: Κουφάρι καμένου σπιτιού μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ




Τη δική του ιστορία για το απόγευμα του Ιουλίου του 2018 όταν η φονική φωτιά κατέβηκε με ορμή από το βουνό και κατέκαψε το Μάτι, κατέθεσε στο δικαστήριο ο δικηγόρος Παναγιώτης Κωνσταντάκης που έχασε τη μητέρα του μπροστά στα μάτια της αδελφής του.

Ο μάρτυρας, οργισμένος για την αντιμετώπιση της κατάστασης από τους αρμόδιους είπε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο πως «κάποια πράγματα δε θα τα συγχωρήσουμε ποτέ».

Αναφέρθηκε επίσης στη δήλωση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα σε πυρόπληκτους που είχαν διαμαρτυρηθεί ότι δεν πήραν καμία βοήθεια, λέγοντας: «Ήρθαν και είπαν “2.000 τι να τα κανείς;”. Ο πρωθυπουργός της χώρας!».

Στην κατάθεσή του ο δικηγόρος αναφέρθηκε σε ένα «θέατρο σκιών» εκείνο το βράδυ, καταλογίζοντας ευθύνες για κακούργημα στους αρμοδίους.

«Ούτε ένα πτητικό μέσο δεν σηκώθηκε να ανακόψει τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Η φωτιά έκανε εβδομήντα επτά λεπτά να περάσει στο Μάτι. Σε αυτό το χρόνο δεν υπήρχε ένα  ρημάδι Σινούκ να σηκωθεί να σταματήσει τη φωτιά; Ο κόσμος έμεινε απροστάτευτος χωρίς καμία ενημέρωση και παραπληροφορημένος από αυτούς που είχαν ευθύνη να βοηθήσουν, να αποφύγουν το μοιραίο».

Όπως είπε ο μάρτυρας, «έφυγαν τρέχοντας μόνο όσοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, όταν έπεσε το ρεύμα και όσοι βγήκαν από τα σπίτι τους και είδαν τις φλόγες… Γι’ αυτό και βρέθηκαν απανθρακωμένοι άνθρωποι στο δρόμο, γι’ αυτό έλιωσαν άνθρωποι που πήγαν να σώσουν άλλους. Αλλά κατά τα άλλα όλα δούλεψαν σωστά. Αυτό και το να “σας δώσουμε δύο χιλιάδες” δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, και δεν θα τα  συγχωρήσω ποτέ».

Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντάκη, την ημέρα της φωτιάς ο ίδιος ήταν στο γραφείο του στη Γλυφάδα και όταν άκουσε για πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης, ανησύχησε.

«Έχω μεγαλώσει στην περιοχή και ήξερα ότι έχει δυτικούς και βορειοδυτικούς ανέμους. Ήξερα ότι είναι για το Μάτι κίνδυνος θάνατος», είπε ο μάρτυρας που επικοινώνησε με την οικογένεια της αδελφής του, στο σπίτι της στο Μάτι που ζούσε μαζί με τη μητέρα τους. Του είπαν πως όλα ήταν καλά.

«Κάποια στιγμή όταν έφτασα στο σπίτι μου λέω ας ανοίξω την τηλεόραση να δω τι γίνεται. Βλέπω τη Μαραθώνος να καίγεται. Αναγνώρισα το σημείο, ήταν 50 μέτρα από το πατρικό μου σπίτι. Τρελάθηκα! Λέω έχει περάσει στο Μάτι, καιγόμαστε. Παίρνω τηλέφωνο την αδελφή μου, δεν το σήκωνε. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και απάντησε ο γαμπρός μου. Του λέω τι γίνεται, που είστε; Μου λέει είμαστε σε μια μικρή παραλία. Καλά είμαστε. Άκουγα μέσα από το τηλέφωνο κραυγές και ίσως εκρήξεις. Άκουγα την αδελφή μου, δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ρώτησα για τα παιδιά και μου είπαν έφυγαν σε άλλη κατεύθυνση. Λέω η μάνα μου που είναι; Μου λέει “η μάνα σου δεν πρόλαβε”» κατέθεσε ο μάρτυρας.

Ο δικηγόρος κατέθεσε στο δικαστήριο όσα του έχουν περιγράψει οι συγγενείς του για το μοιραίο απόγευμα που έχασαν τη μητέρα τους , η οποία κάηκε μπροστά στα μάτια της κόρης της:

«Μπήκαν στο αυτοκίνητο να φύγουν λόγω της μητέρας μου. Βγαίνοντας στην παραλιακή θέλησαν να πάνε Νέα Μάκρη. Δυστυχώς διοχέτευαν τα αυτοκίνητα μέσα στο Μάτι. Βγαίνοντας η αδελφή μου να πάει προς Νέα Μάκρη έπεσαν σε μποτιλιάρισμα από αμάξια που παρατούσε ο κόσμος για να σωθεί από τη φωτιά. Η αδελφή μου τότε έκανε δεξιά. Χωρίστηκε η οικογένεια. Τα παιδιά πήγαν προς το λιμάνι και ο γαμπρός μου ακολούθησε την αδελφή μου και τη μητέρα μου», κατέθεσε ο μάρτυρας.

Όπως αφηγήθηκε, όταν οι οικείοι του άφησαν το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν περπατώντας να φθάσουν στην θάλασσα «σε κάποιο σημείο υπήρχε ένα πεύκο μεγάλο και η μητέρα μου σκόνταψε σε μια από τις ρίζες. Την ώρα που πήγαν να την βοηθήσουν η αδελφή μου και γαμπρός μου η φωτιά χτύπησε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα το πεύκο και ο σχίνος άναψαν σαν ένα σπίρτο. Η φωτιά έκαψε τη μητέρα μου. Αναγκάστηκαν να φύγουν και να αφήσουν πίσω τη μητέρα μου… Έκαναν 40 μέτρα μέτρα και βρήκαν μια κάθοδο σε παραλία και βρήκαν αλλά 20-30 άτομα. Σπασμένα πόδια, πλευρά, εγκαύματα και έμειναν εκεί μέχρι τις 12.30 το βράδυ χωρίς να ασχοληθεί κανείς».

  • Σύμφωνα με τον δικηγόρο, οι αρμόδιοι και κυβερνητικά στελέχη γνώριζαν από νωρίς πως στο Μάτι υπήρχαν νεκροί. Τόνισε μάλιστα πως θεωρεί ότι μέχρι τις επτάμιση το βράδυ υπήρχαν ήδη δέκα νεκροί.

«Η κατάσταση ήταν δυο λαλούν και τρεις χορεύουν. Ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί», είπε χαρακτηριστικά ενώ τόνισε πως η κατάσταση με την φωτιά στην Πεντέλη δεν αξιολογήθηκε σωστά.

Έτρεχαν μόνοι να σωθούν- Τους εγκλώβισαν

Μία από τις πιο τραγικές ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στο Μάτι και συγκλόνισαν όλη την χώρα, ήταν αυτή της οικογένειας Φύτρου. Σήμερα στο δικαστήριο κατέθεσε η κ. Μαργαρίτα Φύτρου.

Η μάρτυρας έχασε τον αδελφό της Γρηγόρη Φύτρο και τον ανήλικο γιο του Ανδρέα που απανθρακώθηκαν, την ίδια ώρα που είχε ήδη χαθεί και η ανεψιά της, μεγαλύτερη κόρη του αδελφού της, Εβίτα Φύτρου, που είχε πέσει από γκρεμό στην προσπάθεια της να αποφύγει την ορμητική φωτιά.

Η κ. Φύτρου κατέθεσε πως παρακολουθούσε τις εξελίξεις για την φωτιά από τα ΜΜΕ:

«Έκανα αλλεπάλληλες προσπάθειες επικοινωνίας. Αμέσως με ζώσανε μαύρες σκέψεις επειδή ήξερα την περιοχή…», είπε η μάρτυρας, συνεχίζοντας ότι «στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε “το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό”.

Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν αδελφός μου. Η διαδρομή του αδελφού μου προς την διάσωση ήταν θανάσιμη…την άλλη ημέρα εντός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου».

Η γυναίκα τόνισε πως αν ο αδελφός της είχε λάβει μία ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα.

«Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό, η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Εάν είχε ενεργοποιηθεί το “112” θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια, θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Μετά από εννέα μήνες έφυγε και ο πατέρας μου με αυτόν τον καημό. Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…».

Στην δική της κατάθεση η Παρασκευή Τσάρμπου που έχασε τον πατέρα της Παύλο Τσάρμπο, είπε πως «τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα», κάτι που τόνισαν και η σύζυγος και ο γιος του θύματος, που είχε βρεθεί απανθρακωμένο μέσα στο αυτοκίνητο του, μόλις 100 μέτρα μακριά από το σπίτι του.

Η κ. Τσάρμπου περιέγραψε ότι όταν πήγε στο αυτοκίνητο του πατέρα της «τον είδα πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορτ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί…δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδή (ιατροδικαστική υπηρεσία) και μετά μου είπαν «κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδή έπρεπε να πάτε στο Σχιστό». Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδή, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».

Σύμφωνα με την μάρτυρα, ενώ η φωτιά κατέβαινε, κανένας αρμόδιος δεν βοήθησε: «Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. Απλά τους άφησαν έτσι στο έλεος…ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα».

Όπως είπε μάλιστα η γυναίκα, περίπου 70 ημέρες πριν την πυρκαγιά είχε γίνει πολύ κοντά στην περιοχή «μία πολύ ωραία άσκηση ετοιμότητας» με τα ίδια δεδομένα όπως αυτά που συνέβησαν στο Μάτι.

«Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. Σε παλαιότερες πυρκαγιές μάς είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό, ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε “εκκενώστε”. Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα…».

Ο γιος του θύματος, Νικόλαος Τσάρμπος, περιέγραψε στο δικαστήριο για την προσπάθεια που έκαναν με τον πατέρα του, με δύο αυτοκίνητα, να φύγουν ενόσω η φωτιά είχε πλέον κατέβει στο Μάτι.

«Έκανα  αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο, δεν τον έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση…ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο Λιμενικό μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητο του κάθετα, που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε».

Με ιδιαίτερη φόρτιση ο μάρτυρας ανέφερε πως εκείνο το τραγικό απόγευμα στο Μάτι «ήμασταν μόνοι μας», χωρίς την παρουσία κρατικού μηχανισμού αλλά μόνο με ιδιώτες που προσπαθούσαν να βοηθήσουν όπως μπορούσαν.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 1η Δεκεμβρίου.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ

Από σήμερα η υποβολή δήλωσης για συμμετοχή στις Πανελλαδικές: Τι πρέπει να γνωρίζουν οι υποψήφιοι

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: