Το ταπεινό ξεκίνημα ενός Θρύλου της Δημοσιογραφίας: Ο Καρλ Μπέρνστιν είναι ο απόλυτος ερευνητής-δημοσιογράφος

Ο δημοσιογράφος, ερευνητής και στγγραφέας Καρλ Μπέρνστιν. Φωτογραφία Hellas Journal via CNN video




Βιβλίο : Chasing History: Α Kid in the Newsroom
Συγγραφέας : Carl Bernstein
Εκδ. Henry Holt, 2022, σελ 384

Του ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΥ*

Ο Καρλ Μπέρνστιν  είναι ένας θρύλος της αμερικανικής και παγκόσμιας δημοσιογραφίας.  Ηταν 28 ετών, όταν  τον Ιούνιο 1972 ο διευθυντής της «Ουάσιγκτον Ποστ» Μπεν Μπράντλι ανέθεσε σ’αυτόν και τον συνάδελφο του Μπομπ Γούντουορντ να ερευνήσουν  μια διάρρηξη στα γραφεία της Εθνικής  Επιτροπής του Δημοκρατικού Κομματος στο κτίριο Γουοτεργκέιτ  της αμερικανικής πρωτεύουσας.

Οι αποκαλύψεις των δύο νεαρών δημοσιογράφων οδήγησαν δύο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο 1974, στην παραίτηση, την πρώτη στα αμερικανικά χρονικά, ενός πανίσχυρου προέδρου, του Ρίτσαρντ Νίξον, που στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 1972 είχε επανεκλεγεί επικρατώντας του δημοκρατικού αντιπάλου του Τζορτζ Μακ Γκόβερν σε 49 από τις 50 αμερικανικές πολιτείες. Από τότε  έγιναν εμβληματικές μορφές της ερευνητικής δημοσιογραφίας, κερδίζοντας το βραβείο Πούλιτζερ, φήμη και πλούτο.

Πως όμως άνοιξε ο δρόμος για τον Μπέρνστιν προς την κορυφή; Στο νεοεκδοθέν βιβλίο του  δεν ασχολείται με την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ, για το οποίο έχει ήδη γράψει δύο βιβλία με τον Γούντουορντ, αλλά  επιχειρεί με ευθύτητα και χιούμορ μια νοσταλγική αναδρομή στην πενταετία, 1960-1965, όταν αυτοδίδακτος έκτισε τα θεμέλια της ανοδικής πορείας του στη συντηρητική «Ουάσιγκτον Σταρ», που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κατείχε κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις εφημερίδες της αμερικανικής πρωτεύουσας.

Γεννημένος το 1944 στην Ουάσιγκτον  και μεγαλωμένος   σε μια αριστερή εβραική οικογένεια (οι γονείς του ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής στη δεκαετία του 1940 και στη συνέχεια διακρίθηκαν ως ακτιβιστές στην υπεράσπιση  των πολιτικών και εργατικών δικαιωμάτων), το καλοκαίρι του 1960, σε ηλικία 16 ετών, προσλαμβάνεται ως μαθητευόμενος στη «Σταρ», με τη μεσολάβηση ενός συντάκτη της, που γνώριζε τον δικηγόρο πατέρα του από τη συνδικαλιστική του δράση.

Ο έρωτας του με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην  αίθουσα σύνταξης, συνεπαρμένος από την υψηλή αδρεναλίνη και το δημιουργικό χάος, που αντίκρισε στην απογευματινή εφημερίδα, που κυκλοφορούσε τότε σε πέντε καθημερινές εκδόσεις, σε οξύ ανταγωνισμό με την ανερχόμενη πρωινή φιλελεύθερη «Ουάσιγκτον Ποστ».

Με  29 δολάρια την εβδομάδα περιφέρει την ύλη (με το καρμπόν που λερώνει το καινούργιο κουστούμι του), από τους συντάκτες  στη στοιχειοθεσία και γίνεται το παιδί για όλες τις αγγαρείες.

Η ταχεία δακτυλογράφηση (90 λέξεις το λεπτό, που έμαθε στο λύκειο δίπλα στις συμμαθήτριες του), αποδεικνύεται προσόν, που τον προβιβάζει σε δακτυλογράφο καθ’ υπαγόρευση κειμένων, με αύξηση της εβδομαδιαίας αμοιβής του στα 60 δολάρια. Ετσι γνωρίζει  τις ιδιαιτερότητες κάθε συντάκτη που τηλεφωνεί το ρεπορτάζ στην εφημεριδα, όπως του ιδιόρρυθμου αστυνομικού συντάκτη, «που ήταν τόσο ικανός να συντάξει ένα κατανοητό κείμενο, όσο ήταν ικανός να συνθέσει ένα σονέτο».

Γοητευμένος  από τη νέα εμπειρία αισθάνεται ότι  βρίσκεται στο κέντρο των αποφάσεων που επηρεάζουν τις τύχες όχι μόνο της χώρας του αλλά και ολόκληρου του κόσμου, ότι συμμετέχει και αυτός στη «συγγραφή της ιστορίας»  υπό την καθοδήγηση του  αρχισυντάκτη των τοπικών νέων Σίντνει Επστιν, που γίνεται ο μέντορας και  ήρωας του (με σύζυγο Eλληνοαμερικανίδα, που ήταν  αρχισυντάκτρια μόδας στην εφημερίδα).

Πρόθυμος να προσφέρει τη  βοήθεια του στους συντάκτες που πιέζονται από τον φόρτο εργασίας, αποκτά πολύτιμες εμπειρίες καλύπτοντας πυρκαγιές, ανθρωποκτονίες, συνελεύσεις συλλόγων, τον ενθουσιασμό του κόσμου την προεκλογική ομιλία του Τζον Κένεντι στο λύκειο του ή την ελπίδα που ένοιωσε στους δρόμους της Ουάσιγκτον τη μέρα της ορκωμοσίας του και την απόγνωση  που κυριαρχούσε  στην κηδεία του.

Με μια ρέουσα αφήγηση που διανθίζεται από ανεκδοτολογικές μαρτυρίες αναβιώνει το κλίμα που επικρατούσε σε μία εφημερίδα του χθες και την υπερηφάνεια που αισθανόταν βλέποντας την υπογραφή ενός εφήβου δίπλα σε μεγάλα ονόματα.

Επιμελής και φιλόδοξος κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις παρατηρώντας βραβευμένους δημοσιογράφους, αρκετούς από τους οποίους προσήλκυσε αργότερα η «Ουάσιγκτον Ποστ» και με την περιέργεια και τόλμη που τον διέκρινε, έμαθε πως καλλιεργούνται  οι πηγές, πόσο σεβαστό και αδιαπέραστο είναι το τείχος ανάμεσα στην ειδησεογραφία και στη γνώμη της εφημερίδας, πως το  κυνήγι της είδησης και η αναζήτηση της αλήθειας απαιτούν επιμονή και επιφυλάσσουν διαρκείς εκπλήξεις.

Το θέμα που τον συγκινούσε ιδιαίτερα ήταν τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων και ο φυλετικός αποκλεισμός τους, όπως αγανακτισμένος  τον  είχε διαπιστώσει  από πρώτο χέρι. Ζούσε σε μία συναρπαστική περίοδο με τις διαστημικές επιτυχίες  της Σοβιετικής  Ενωσης, την  εκλογή και δολοφονία του  Τζον Κένεντι, τον αγώνα  κατά των φυλετικών διακρίσεων, την  πυραυλική κρίση της Κούβας, την  κλιμακούμενη αμερικανική ανάμειξη στο Βιετνάμ.

Το 1961 εγγράφεται απρόθυμα στο πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, κυρίως  για να εξασφαλίσει την αναβολή στράτευσης και έτσι να αποφύγει το Βιετνάμ. Παραμελεί όμως συστηματικά τις σπουδές του, αφού  όλη του η ενέργεια διοχετεύεται στην εφημερίδα, που αποτελεί γι’ αυτόν «το καλύτερο πανεπιστήμιο».

Οταν του ανακοινώνεται ότι χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου και παρά τις αποδεδειγμένες ικανότητες του, δεν θα προαχθεί σε συντάκτη, απογοητευμένος αναγκάζεται να αποχωρήσει από την «Σταρ» το καλοκαίρι του 1965 και να ακολουθήσει ένα συνάδελφο του, που ανέλαβε διευθυντής σε μια μικρή εφημερίδα του Νιού Τζέρσει.

Εκεί μέσα σε ένα χρόνο κερδίζει τρία δημοσιογραφικά βραβεία της πολιτείας και με αυτές τις περγαμηνές αποφασίζει να  χτυπήσει  την πόρτα της «Ουάσιγκτον Ποστ», που υπό τη διεύθυνση του Μπεν Μπράντλι και την ιδιοκτησία της Κάθριν Γκράχαμ είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη μιας από τις εγκυρότερες εφημερίδες της Αμερικής.

Χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά με εφόδιο την «καλύτερη δυνατή παιδεία που θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς από τους  καλύτερους δασκάλους» προσλαμβάνεται τον Σεπτέμβριο του 1966, σε ηλικία 22 ετών, από την εφημερίδα που τον ανέδειξε.

Για την ιστορία η «Σταρ» ακολούθησε μια πτωτική πορεία και έκλεισε το 1981. Ο Μπέρνστιν αποχώρησε  από την «Ποστ» το 1977, έγινε τηλεοπτικός σχολιαστής  και έγραψε νέα  βιβλία για τον Πάπα Ιωάννη Β’, την Χίλαρι Κλίντον και τις περιπέτειες των γονέων του στη διάρκεια της μακαρθικής αντικομμουνιστικής υστερίας.

Σήμερα δεν κουράζεται να κηρύσσει τη σημασια ενός ανεξάρτητου Τύπου στην προστασία της δημοκρατίας, στην αναζήτηση της αλήθειας και στον έλεγχο της εξουσίας και να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην επικράτηση ενός κλίματος «ψυχρού εμφυλίου πολέμου» στην Αμερική  με ευθύνη του Ντόναλντ Τραμπ.

Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προιστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ

Η ιστορία γράφεται από τους Αυξεντίου: Μπορούσε να παραδοθεί και να ζήσει, επέλεξε την μεγάλη μάχη με τους Εγγλέζους και το θάνατο και νίκησε

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: