Εφυγε από τη ζωή ο Τάκης, ο φούρναρης που άφησε το δικό του στίγμα στην Αθήνα

Φωτογραφία από την ιστοσελίδα του καταστήματος στο Fecebook




Εφυγε τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας από τη ζωή ο Τάκης Παπαδόπουλος, ο ιδρυτής του ιστορικού φούρνου της Αθήνας «Τάκης» στο Κουκάκι.

Ο Τάκης Παπαδόπουλος, που πάλεψε το τελευταίο διάστημα με την επάρατο, ήταν 73 ετών.

Γεννήθηκε το 1948 στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε, μεταναστεύοντας αργότερα στην Αθήνα όπου και άνοιξε τον φούρνο του στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Ο φούρνος του έγινε διάσημος σε όλη την Αθήνα, καθώς εκτός από τα ελληνικά ψωμιά, ήταν από τους πρώτους που έφτιαξε μπαγκέτα στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα προμήθευε με ψωμί και άλλα αρτοποιήματα πολλά γνωστά εστιατόρια και καφέ της πρωτεύουσας.

Μοναδική επίσης υπήρξε η συνταγή του θεσσαλονικιώτικου κουλουριού, μεταφέροντας γεύσεις από το γαστρονομικό παρελθόν της Ελλάδας.

Υπήρξε ένας σεμνός και εργατικός άνθρωπος, με χιούμορ και αγαπητός στη γειτονιά του και στους πελάτες του.

Αφήνει πίσω του την σύζυγό του Αννα και τα δυο παιδιά του Αρτέμη και Θοδωρή και τον εγγονό του Δημητράκη.

Τον Οκτώβριο του 2016 ο Τάκης Παπαδόπουλος είχε περιγράψει το ξεκίνημά του, μιλώντας στην ιστοσελίδα Lifo, από όπου και αναδημοσιεύουμε τα παρακάτω αποσπάσματα:

«Απολύθηκα από φαντάρος τον Οκτώβριο του 1970 και τον Δεκέμβριο άνοιξε ο φούρνος για να προλάβουμε τα Χριστούγεννα», λέει ο κ. Τάκης. «Έναρξη έκανα τον Μάρτιο του 1971, βγάζοντας κυρίως κουλούρια. Τα κριτσανιστά κουλούρια Θεσσαλονίκης, τα σιμίτια, τα έφερε ο πατέρας μου στην Αθήνα το 1961, στην οδό Αδριανού στην Πλάκα. Στη δουλειά είμαι από το 1958, αλλά ήξερα από μικρό παιδάκι ότι ήθελα να κάνω τη δουλειά του μπαμπά μου. Και ξέρεις γιατί την ήθελα; Επειδή θα δούλευα νύχτα και την ημέρα θα ήμουν ελεύθερος να παίξω μπάλα! Το όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα ερασιτεχνικά και κάποια στιγμή υπέγραψα στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης και ξεκίνησα προπονήσεις. Στο σπίτι γύριζα πάντα στις 7, γιατί μετά πιάναμε δουλειά στον φούρνο. Μια μέρα άργησα, γύρισα στις 10.

Ο ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής και η ξυλιά

Όταν είπα στον πατέρα μου –που ήταν από παοκτζίδικη οικογένεια– ότι άνοιξα δελτίο στον Ηρακλή, μου έδωσε μια ξυλιά που μου ‘μεινε. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που με χτύπησε ο πατέρας μου. Δεν ξαναπήγα στον Ηρακλή. Μετά ήρθαμε στην Αθήνα κι επειδή εγώ ήμουν πάντα καψούρης με την μπάλα, πήγα στη Νίκη Πλάκας, με είδαν, τους άρεσα, αλλά το δελτίο βγήκε άκυρο, γιατί είχα ήδη δελτίο στον Ηρακλή – δεν γινόταν να είσαι σε δύο ομάδες. Έτσι τελείωσε η καριέρα μου στην μπάλα. Ήταν και τα ξενύχτια, πηγαίναμε στις 9 το βράδυ στη δουλειά και τελειώναμε στις 3 το μεσημέρι. Ο φούρνος δούλευε όλο το 24ωρο για να βγάλουμε τα πρωινά κουλούρια, τα απογευματινά…

72.000 κουλούρια την ημέρα

Στο μαγαζί της Αδριανού το 1961 βγάζαμε 72.000 κουλούρια την ημέρα, ήμασταν μονοπώλιο. Φαντάσου ότι οι εδώ φουρναραίοι που έβγαζαν τα “φουσκωτά” πήγαν στον υπουργό Εργασίας –τότε ήταν υπουργός ο Μπακατσέλος– και του είπαν “να τους διώξετε, γιατί μας έκλεισαν τα σπίτια”. “Πώς να τους διώξω;”, τους είπε αυτός, “από τη Θεσσαλονίκη έχουν έρθει”. Στην Αδριανού έμπαινα στον φούρνο στις 9 το βράδυ και έβγαινα στις 7 το επόμενο απόγευμα. Δύο ώρες ύπνο και ξανά στη δουλειά. Κοιμόμουν στο πατάρι. Οι κουλουράδες της εποχής δεν ήταν και πολύ σόι. Υπήρχαν άνθρωποι φερέγγυοι, αλλά υπήρχαν και οι αλητάμπουρες που μας έβαζαν φέσια. Δουλεύαμε μόνο τον χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι το γύριζαν στο παγωτό. Ήταν χάλια όμως η κατάσταση, γιατί έπαιρναν τα κουλούρια βερεσέ και μετά έλεγαν “με έπιασε η αστυνομία, πήγαινε να πάρεις τις λαμαρίνες από το Tμήμα”. Τι να κάνεις; Από τον μη έχοντα παίρνεις τίποτα;

Καλό ψωμί σημαίνει…

Όταν ανέλαβα το μαγαζί, είπα στον πατέρα μου “τέλειωσαν τα κουλούρια”. Έβγαζα μόνο για το μαγαζί μου και δεν ξαναπούλησα σε κουλουρά. Είχα ήδη ασχοληθεί με το ψωμί και άρχισα να ψάχνομαι. Τότε βγάζαμε δύο ψωμιά, ένα μαύρο κι ένα λευκό, αλλά κάτι με έτρωγε να μάθω να φτιάχνω κι άλλα. Είχα έναν θείο στη Γερμανία, πάω και του λέω “θέλω να με πας σε έναν φούρνο, να δουλέψω τσάμπα, για να δω πώς φτιάχνουν τα ψωμιά τους”. Mπήκα στην πρίζα και μόλις γύρισα αρχίζω να φτιάχνω ψωμί με σπανάκι, ψωμί με κρεμμύδι, διάφορα. Πήγα και στη Γαλλία, για να μάθω να φτιάχνω μπαγκέτες.

Καλό ψωμί σημαίνει να μπαίνεις μέσα σε έναν φούρνο και να βλέπεις ατσούμπαλα πράγματα. Όταν πλάθω με τα χέρια ένα ψωμί, ποτέ δεν θα είναι ίδιο το ένα με το άλλο. Όταν βλέπεις “λαμπάδες” σε μια βιτρίνα, ή τυποποιημένα είναι ή κατεψυγμένα ή βιομηχανοποιημένα. Δεν είναι χειροποίητο ψωμί. Δεν είναι το ψωμί που κάνω εγώ με 14 άτομα προσωπικό, και δεν έχω μηχάνημα ούτε να το ζυγίσει. Πήρα δύο φορές μηχάνημα να φτιάξω ψωμί και κολλούσε στα μαχαίρια. Τηλεφώνησα στον αντιπρόσωπο και μου λέει “μη βάζεις τόσο νερό”.

Συνταγές από τις γυναίκες της γειτονιάς

“Tι να κάνω, δηλαδή, να αλλάξω τη συνταγή”; Το πήρε πίσω γιατί δεν μου έβγαζε την ποιότητα του ψωμιού που ήθελα. Υπάρχουν ψωμιά που θέλουν 70% νερό και άλλα 80%, 90%, αναλόγως τι βγάζεις. Έβαλα κι ένα μηχάνημα που φτιάχνει κουλουράκια και την πρώτη φορά που το χρησιμοποίησα έβγαζε το βούτυρο έξω, πέταγε το λάδι. Ρώτησα τον ειδικό γιατί συνέβαινε αυτό και μου απάντησε “κόψε λίγο βούτυρο από τη συνταγή”! Θα χαλάσω εγώ τη συνταγή για ένα παλιομηχάνημα; Πολλές από τις συνταγές μου τις έχω πάρει από τις γυναίκες της γειτονιάς που μου έφερναν παλιά να ψήσω τα γλυκά τους. Όσα μου άρεσαν τα έφτιαχνα κι εγώ, έτσι έβγαλα τα πιο πολλά πράγματα που έχω. Κάτι που μου άρεσε το έβγαζα και το κοστολογούσα κιόλας. Δεν με ένοιαζε αν ήταν ακριβό ή φτηνό, κοίταγα να βγάλω κάτι καλό. Και πάντα μου άρεσε οι συνεργάτες μου να με συμβουλεύουν και να με διορθώνουν, μου άρεσε να μου λες το λάθος.

Με πληροφορίες από LIFO

Καθαρά Δευτέρα: Ποια SMS απαιτούνται για τις μετακινήσεις και τα καταστήματα που μένουν ανοιχτά

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: