File Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ
Η μεταναστευτική κρίση που δημιούργησε στα σύνορα με την Ελλάδα ο Ταγίπ Ερντογάν με στόχο να επηρεάσει τους υπολογισμούς των κορυφαίων δρώντων του συριακού δράματος, αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα παρακινδυνευμένης πολιτικής-διπλωματίας (brinkmanship). Πρόκειται για πολιτική που ταιριάζει με το προφίλ που έχουν σκιαγραφήσει για τον Τούρκο πρόεδρο όλες οι σοβαρές μυστικές υπηρεσίες.
Πρόκειται για πολιτική, η οποία εμπεριέχει εγγενές ρίσκο και μπορεί να προκαλέσει σοβαρό κόστος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ. Σημάδια έχουν αρχίσει ήδη να φαίνονται στον ορίζοντα. Το ερώτημα είναι εάν το κόστος θα οδηγήσει σε τουρκική αναδίπλωση, ή και σε θεαματικές ανατροπές.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ… ΔΙΑΦΥΓΗ ΜΕΣΩ ΕΚΒΙΑΣΜΩΝ
Όπως έχει υποστηριχθεί και στο παρελθόν, οι ενέργειες της Τουρκίας που για μία άλλη χώρα θα περιγράφονταν ως παρορμητικές, προδίδουν αδυναμία όχι ισχύ. Προδίδουν την απελπισμένη προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να συντηρήσει το προφίλ της περιφερειακής υπερδύναμης που καλλιεργεί συστηματικά στο εσωτερικό για λόγους πολιτικής αυτοσυντήρησης, αλλά και διεθνώς. Όλα δείχνουν ότι έχει πέσει και η ίδια θύμα του νεοθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού της.
Οι απώλειες στη Συρία και η αδυναμία του Ερντογάν να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο έδαφος, όσο παραμένει στο πλευρό του καθεστώτος Άσαντ η Ρωσία, περιπλέκει την κατάσταση. Στην προσπάθεια του να σπάσει αυτό το αδιέξοδο, χρησιμοποιεί την προσφιλή μέθοδο του εκβιασμού, επιχειρώντας να κρατήσει όμηρο μια χώρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ μέσω της δραματικής αύξησης των μεταναστευτικών ροών.
Στη Συρία, τα ρωσικά συμφέροντα ήταν και παραμένουν διαφορετικά από τα δυτικά. Η Μόσχα συνέβαλε αποφασιστικά στην επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ, ενώ για χρόνια η Δύση επεδίωκε την ανατροπή του. Αυτό σήμερα δείχνει να έχει εγκαταλειφθεί όχι ως επιθυμία, αλλά ως ανέφικτο. Η όλη συμπεριφορά της Άγκυρας τελικά δεν εξυπηρέτησε τη στρατηγική της Δύσης, παρότι η διαφορά δεν ήταν στον τελικό στόχο, δηλαδή στην ανατροπή του Άσαντ. Ήταν, όμως, στο είδος και στον βαθμό της δυτικής εμπλοκής στο συριακό μέτωπο, σε συνδυασμό με τη δυτική καχυποψία για τις τουρκικές επιδιώξεις εντός της Συρίας.
Η Τουρκία επιχειρεί, μέσω της εργαλειοποίησης του προσφυγικού-μεταναστευτικού, να εκβιάσει τη δυτική υποστήριξη. Ο εκβιασμός είναι καταρχάς στο επίπεδο της οικονομικής συνδρομής. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι έχει δαπανήσει 40 δισ. ευρώ για τους πρόσφυγες-μετανάστες, αν και η ίδια έκανε τα πάντα για να προσελκύσει μετανάστες, προφανώς με στόχο να τους χρησιμοποιήσει.
Η Δύση δεν δείχνει να κάμπτεται καθότι δεν επιθυμεί να αντιπαρατεθεί με τη Ρωσία, διακινδυνεύοντας κλιμάκωση σε περισσότερα της Συρίας μέτωπα.
Αντ’ αυτού, η αντίδραση ΕΕ και ΗΠΑ δεν είναι η προσδοκώμενη για την Άγκυρα, με αποτέλεσμα τα ανταλλάγματα που φαίνεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει να μην αντισταθμίζουν το κόστος της παράτολμης εκβιαστικής της στρατηγικής. Ένα κόστος το οποίο θα επιδεινώνεται συν τω χρόνω. Με την πολιτική του ο Ερντογάν συντηρεί το απεχθές (στα μάτια των Δυτικών) πρόσωπο της Τουρκίας, που εργάζεται φιλότιμα να αποδείξει την πολιτισμική ασυμβατότητά της, η οποία τείνει να καταστεί αγεφύρωτη.
Η εκβιαστική πίεση που ασκεί η Τουρκία στο μέτωπο με την Ελλάδα έχει αρχίσει να παράγει αρνητικά αποτελέσματα, εάν η κατάσταση εξεταστεί από την τουρκική σκοπιά. Η Δύση φραστικά προς το παρόν συμπαραστέκεται στην Ελλάδα και εμμέσως καταδικάζει τη χρησιμοποίηση από την Τουρκία των μεταναστευτικών ροών. Στην ΕΕ συνειδητοποιούν ότι εάν αποσταθεροποιηθεί η Ελλάδα θα διαχυθεί το μεταναστευτικό κύμα στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν και εκεί αποσταθεροποιητικές τάσεις.
Η στρατηγική Ερντογάν ξεπέρασε κάθε όριο, με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να λάβει δραστικά μέτρα. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο έδινε έμφαση στην με κάθε τρόπο διπλωματική συνεννόηση με την Άγκυρα και στην ανάγκη αποκλιμάκωσης σε όλα τα μέτωπα, ακόμα και διά της ανοχής κραυγαλέα παράνομων ρητορικών εξάρσεων.
Ακολούθησε και η εξωτερική νομιμοποίηση που κατέστησε τη στρατηγική Ερντογάν επισφαλή. Υπ’ αυτή την έννοια, η αναιμική σε βαθμό παρεξηγήσεως στάση της ελληνικής πλευράς τα τελευταία χρόνια, λειτούργησε ευεργετικά στη σημερινή τακτική συγκυρία, καθώς απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας τον τουρκικό παραλογισμό.
Αυτή η εξέλιξη έχει λύσει τα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης που μπορεί να προχωρήσει χωρίς εσωτερικές αντιδράσεις να ζητήσει συνδρομή στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας τόσο από την ΕΕ όσο και από τις ΗΠΑ, αλλά και από άλλες χώρες που έχουν τους δικούς τους λόγους να θεωρούν την τουρκική συμπεριφορά ευθέως απειλητική για τα δικά τους συμφέροντα.
Προφανώς, η Τουρκία δεν θα σταματήσει. Είναι σφόδρα πιθανό να επιχειρήσει να δημιουργήσει ένταση π.χ. στο σύμπλεγμα του Καστελλορίζου ή/και σε κάποιο άλλο σημείο του ελληνοτουρκικού θαλάσσιου συνόρου. Από τη στιγμή, όμως, που η ελληνική ηγεσία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα, το πλαίσιο εντός του οποίου θα εξελιχθεί μια τέτοια κατάσταση κρίσης, είναι ποιοτικά δυσμενέστερο για την τουρκική πλευρά.
Το περιβάλλον στο οποίο καλείται η Αθήνα να αντιμετωπίσει την εκτός ελέγχου τουρκική επιθετικότητα, τμήμα της οποίας είναι η εκβιαστική στρατηγική με τους μετανάστες, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκό, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Τουρκία σε όλα τα μέτωπα. Αυτό δεν υπονοεί προτεραιότητα στη χρήση του στρατιωτικού εργαλείου, αλλά εμφανώς μη αποκλεισμό της.
Αυτό θα εξαρτηθεί σαφέστατα με την συμπεριφορά της Άγκυρας, η οποία έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
Σε μια συγκυρία που οι μετοχές της Ελλάδας, λόγω της πρότερης αυτοσυγκράτησης, είναι ανεβασμένες, η ικανότητά της να λειτουργήσει ως “Ακρίτας” της Ευρώπης, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές αναθεωρήσεις σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Αυτό σε συνδυασμό με τη δυσμενή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας θα μπορούσε να δημιουργήσει εκρηκτικό εσωτερικό μίγμα, που αντί να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα στο τέλος να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς Ερντογάν.
(*) Ο Zαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντών Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
Δυστυχώς, δεν ταυτίζονται τα συμφέροντα της Ελλάδας με εταίρους και συμμάχους στο “μεταναστευτικό”