File Photo: Το ομοσπονδιακό γερμανικό Κοινοβούλιο. Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΜΕΡΟΣ Α΄:
(*Το παρόν άρθρο είναι το πρώτο μιας τετραλογίας που αναδεικνύει την Γερμανική διείσδυση στην μεταπολεμική Ελλάδα από την δεκαετία του 1950 έως τις μέρες μας και την επιτακτική ανάγκη δυναμικής διεκδίκησης των πολεμικών επανορθώσεων.)
Δεν νομίζω ότι είναι καθόλου τυχαίο που στη νεότερη ιστορία αυτού του τόπου δεν υπήρξε ποτέ «φιλογερμανικό» πολιτικό κόμμα. Το γεγονός προδίδει άλλωστε και τα αισθήματα του ελληνικού λαού.
Υπήρξαν όμως και υπάρχουν φιλο-γερμανοί πολιτικοί. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότεροι από δαύτους ανέκυψαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή από τους Ναζί που κατέστρεψε την πατρίδα μας.
Παράξενο; Ίσως και όχι αν συνυπολογίσει κανείς την εγγενή οσφυοκαμψία των Ελλήνων πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες που κορυφώθηκε στο διάστημα της μεταπολίτευσης.
Δωροδοκώντας ή εκβιάζοντας πρόσωπα κλειδιά σε κυβερνήσεις και οικονομικές ελίτ χωρών που υπέστησαν καταστροφές από την ναζιστική λαίλαπα οι γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις κατάφεραν να πετύχουν την συλλογική τους αμνήστευση για να μην μπουν στην ανάγκη να αποκαταστήσουν τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της θηριωδίας τους.
Ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου η «κατεστραμμένη» Γερμανία που είχε ξανασταθεί στα πόδια της διαθέτοντας αστείρευτα παραγωγικά αποθέματα, αντάλλασσε δάνεια και πάσης φύσεως «υλικοτεχνική βοήθεια» με ασυλία στους εγκληματίες πολέμου.
Ήδη από το 1950 η κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ δεν δίστασε να απαιτήσει ως αντιστάθμισμα για την προοπτική ανάπτυξης των ελληνογερμανικών σχέσεων την αποφυλάκιση ενός διαβόητου Γερμανού Ναζί, του στρατηγού Αντρέ (στρατιωτικός διοικητής Κρήτης), όπως και ενός διαβόητου κατασκόπου, του Αρθουρ Ζάιτς που είχε καταδικαστεί από ελληνικό στρατοδικείο. Και τα δύο αιτήματα που διατυπώθηκαν επισήμως με επιστολή προς τον τότε αντιπρόεδρο και υπουργό εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν ασμένως δεκτά.(Δημοσθένη Κούκουνα: «Η υπόθεση Μέρτεν», σελ. 20)
Το 1952 (με τον νόμο 2058) η ελληνική δικαιοσύνη είχε ήδη στείλει περίπου διακόσιες σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη, χωρίς ορατό αποτέλεσμα. Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα πρότεινε να παραπέμψει ακόμη 250 υποθέσεις, όμως η Βόννη που ήθελε να κλείσει το ζήτημα άρον-άρον και χωρίς δικές της δικαστικές ενέργειες, απέρριψε την πρόταση με το πρόσχημα ότι θα…επιβάρυνε την γερμανική δικαιοσύνη.
Υπήρξαν τότε απίθανες δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών όπως του υπουργού δικαιοσύνης Κωσταντίνου Καλλία που απέδωσε την εκτρωματική νομοθετική ρύθμιση στην ανάγκη «να παραμεριστούν τα εμπόδια διά την ανάπτυξιν των σχέσεων μας με την Δυτική Γερμανία» ή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που από το βήμα της βουλής είπε το αμίμητο: «Κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων»!(Σπύρος Λιναρδάτος «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τομ Γ΄ 1955-61 σελ. 483)
Δυο τέτοιες περιπτώσεις συγκλόνισαν το πανελλήνιο και αντιμετωπίστηκαν ενδοτικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Θεωρώ χρέος να τις υπενθυμίσω γιατί έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το σημερινό θράσος του Βερολίνου και την απαίτηση να προστατεύονται οι άνθρωποι τους, όπως ο Χριστοφοράκος
Την επόμενη Κυριακή: «Ο Χασάπης της Θεσσαλονίκης» και η συκοφάντηση του Καραμανλή μέσω του «έγκυρου» Σπίγκελ…
Είναι ανόητη όλη αυτή η Τζοκερ-ίτιδα! Που πουλάνε τη σοβαρότητα για να την αγοράσουμε;