Στο βιβλίο «Δέκα ετών διαζευγμένη, η Νοζούντ Άλι» (ελληνική έκδοση Μοντέρνοι Καιροί 2010,) διηγείται την ιστορία της με τη βοήθεια της γαλλίδας δημοσιογράφου της εφημερίδας “Le Figaro”, Ντελφίν Μινουί.
«Το όνομά μου είναι Νοζούντ και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Υεμένης. Είμαι δέκα ετών, τουλάχιστον έτσι νομίζω. Στη χώρα μου, τα παιδιά της επαρχίας δεν έχουν επίσημα έγγραφα ούτε πιστοποιητικά γέννησης.
Οι γονείς μου με ανάγκασαν να παντρευτώ έναν άντρα που είχε την τριπλάσια ηλικία από εμένα. Με κακοποιούσε σεξουαλικά και όταν αντιστεκόμουν με χτυπούσε. Ένα πρωί που έφυγα από το σπίτι για να αγοράσω ψωμί, ανέβηκα τρέμοντας στο λεωφορείο και πήγα στο δικαστήριο.
“Θέλω να μιλήσω στο δικαστή!” είπα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έλεγα “ναι” σε όλα. Εκείνη τη μέρα όμως, είχα αποφασίσει να πω ‘όχι’.»
Το πιο πάνω απόσπασμα θα μπορούσε να προέρχεται από μία φανταστική ιστορία με φόντο κάποια σημερινή κοινωνία της Μέσης Ανατολής, όμως πρόκειται για απόσπασμα από ένα βιβλίο, το οποίο αποκαλύπτει την αληθινή ιστορία μιας νεαρής κοπέλας από την Υεμένη, η οποία τόλμησε να αψηφήσει τις αυστηρές παραδόσεις της χώρας της, να ζητήσει διαζύγιο και να το κερδίσει.
Στο βιβλίο «Δέκα ετών διαζευγμένη, η Νοζούντ Άλι» (ελληνική έκδοση Μοντέρνοι Καιροί 2010,) διηγείται την ιστορία της με τη βοήθεια της γαλλίδας δημοσιογράφου της εφημερίδα “Le Figaro”, Ντελφίν Μινουί για να ενθαρρύνει και άλλες κοπέλες της ηλικίας της να ανατρέψουν το πεπρωμένο τους, παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους.
Η Νοζούντ ήταν ένα δεκάχρονο κορίτσι (σήμερα είκοσι ετών) όταν ο πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει, ή μάλλον να την πουλήσει γιατί είχε ανάγκη από λεφτά, χωρίς καν να τη ρωτήσει, με έναν άνδρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερο της. Πρόκειται για μια συχνή πρακτική φυλετικής και θρησκευτικής παράδοσης στην Υεμένη, καθώς τα κορίτσια είναι κτήμα του πατέρα και στη συνέχεια του συζύγου τους.
Η έκβαση της δίκης υπήρξε πρωτοφανής για τα κοινωνικά δεδομένα της Υεμένης. Πολλοί στον δυτικό κόσμο πιστεύουν ότι τέτοιες ιστορίες ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, όμως όλα αυτά συνέβησαν μόλις το 2008. Η Νοζούντ, μετά το διαζύγιο, επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της και συνέχισε να φοιτά στο σχολείο μαζί με τα αδέρφια της. Ξανάφτιαξε τη ζωή της σε μία κοινωνία όπως η Υεμένη, όπου η έννοια ανθρώπινο δικαίωμα για τις γυναίκες είναι περίπου απαγορευμένο.
Οι γυναίκες στην Υεμένη δεν έχουν δικαίωμα να εκφράζονται, να αντιδρούν και γενικότερα να ζουν ελεύθερες. Είναι μονίμως υπόδουλες στον πατέρα τους και έπειτα στο σύζυγό τους. Ο γάμος των μικρών κοριτσιών αποτελεί μέρος των παραδόσεών τους που έμοιαζαν μέχρι τη δίκη που κέρδισε η Νοζούντ, ακλόνητες. Αυτή η πράξη γενναιότητας αποτελεί σήμερα πρότυπο και παρακινεί και άλλες φωνές κοριτσιών να υψωθούν εναντίον των συζύγων τους. Το εγχείρημα αυτό ήταν δύσκολο, γιατί η Νοζούντ δεν ήρθε αντιμέτωπη μόνο με τον πατέρα και το σύζυγό της, αλλά κυρίως με το κατεστημένο και με την παράδοση της πατρίδας της. Συνεπώς η πράξη της Νοζούντ υπήρξε επαναστατική.
Τα έσοδα από το βιβλίο της κατατίθενται σε τράπεζα προκειμένου στο μέλλον η Νοζούντ να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να σπουδάσει νομικά. Αυτό το γεγονός, πέρα από αξιέπαινο, είναι και η τεράστια προσφορά της συγγραφέως προς την ηρωίδα.
Το βιβλίο δεν είναι λογοτεχνικό αριστούργημα, αλλά μία αληθινή και ωμή αποτύπωση για τα ήθη και έθιμα σε μία κοινωνία του μουσουλμανικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με το νόμο κιόλας, τις περισσότερες φορές οδηγούν στην παιδεραστία και στη βίαιη κακοποίηση παιδιών μικρότερα από την ηλικία της εφηβείας.
Στο τέλος τα κατάφερε δημιουργώντας ελπίδες ότι μπορεί η ιστορία της να επαναληφθεί, αν υπάρξουν στο μέλλουν θαρραλέοι άνθρωποι που θα παλέψουν για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών σε χώρες όπως η Υεμένη, ούτως ώστε να μην είναι πλέον αναγκαία η δημοσιοποίηση τραγικών ιστοριών για να σωθούν αθώες ψυχές.
Επιτέλους: Κινήσεις θωράκισης της κυπριακής ΑΟΖ με αναβαθμισμένη παρουσία της TOTAL