Έκθεση βιωσιμότητας: “Βιώσιμο μεσοπρόθεσμα” χαρακτηρίζει το ΔΝΤ το ελληνικό χρέος




H ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην έκθεσή του ΔΝΤ για την μεταπρογραμματική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει ότι το ελληνικό χρέος είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμο.

Όπως σημειώνεται, η Ελλάδα αποχώρησε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα και στο τέλος του 2018 τα διαθέσιμα της ελληνικής κυβέρνησης υπολογίζονταν σε περίπου 30 δισ. ευρώ, ήτοι στο 16% του ΑΕΠ ή στο 101% των εφετινών πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους.

Σύμφωνα με το Ταμείο, αν και «το χρέος ανά εργαζόμενο» στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο από ό, τι σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ, ωστόσο «η εξυπηρέτηση του χρέους ανά εργαζόμενο» είναι συγκρίσιμη με εκείνη των άλλων χωρών της ευρωζώνης, δεδομένου του ευνοϊκού προφίλ του ελληνικού χρέους, που επωφελήθηκε περαιτέρω από τα μέτρα που αποφάσισε το Eurogroup τον προηγούμενο Ιούνιο.

Στη βελτίωση του μεσοπρόθεσμου προφίλ του ελληνικού χρέους θα συμβάλει και η πρόωρη εξόφληση μέρους των δανείων του ΔΝΤ. Όπως σημειώνεται στη έκθεση, στο τέλος Ιανουαρίου 2019 η Ελλάδα είχε οφειλές ύψους 9,5 δισ. ευρώ (7,7 δισ. SDR) προς το Ταμείο, ποσό που αντιστοιχεί στο 318% της ποσόστωσης της χώρας στο διεθνή οργανισμό.

Αποκαλύπτεται δε πως η Ελλάδα διερευνά το να προπληρώσει το ακριβό μέρος των δανείων αυτών – ποσά που υπόκεινται σε προσαυξήσεις- συνολικού ύψους 5,68 δισ. ευρώ (4,6 δισ.SDR).

Στην έκθεση σημειώνεται ότι:

«Το μεσοπρόθεσμο χρέος και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες φαίνονται διαχειρίσιμες. Η τάση του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πτωτική , ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ καθ ‘όλη την περίοδο αναφοράς».

Προστίθεται ότι σε ορίζοντα δεκαετίας οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα ανέλθουν στο 8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.

Το προσωπικό του ΔΝΤ εκτιμά ότι το ταμειακό μαξιλάρι της Ελλάδος θα μειωθεί στο τέλος του 2019 σε περίπου 23 δισ. ευρώ, ήτοι στο 12% του ΑΕΠ ή στο 112% του χρέους που πρέπει να πληρωθεί το 2020 και σταδιακά θα μειωθεί στα επίπεδα των 10 δισ. ευρώ μέχρι το 2024.

«Οι ελληνικές αρχές σχεδιάζουν τακτικές δανειοληψίες από τις αγορές και σταδιακή εξάντληση του ταμειακού τους αποθέματος. Το κυβερνητικό σχέδιο χρηματοδότησης προβλέπει την έκδοση περίπου 7 δισ. ευρώ μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων το 2019 και 2 με 5 δισ. ευρώ ετησίως τα έτη μεταξύ 2020-23, με το ακριβές ποσό να εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς και τους στόχους της διαχείρισης», αναφέρεται στην έκθεση.

Εκτός από τα παραπάνω το Ταμείο υπογραμμίζει κάποιες σημαντικές τεχνικές διευθετήσεις που ευνοούν πρόσθετα τη βασιμότητα του χρέους. Ενδεικτικά αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αντισταθμίσει μεγάλο μέρος των δανείων του πρώτου ελληνικού προγράμματος στήριξης (GLF) ύψους 53 δισ. ευρώ, μετατρέποντας τα επιτόκια κυμαινομένου επιτοκίου σε σταθερά (από Euribor τριών μηνών σε σταθερά επιτόκια 99 μονάδων βάσης).

Παράλληλα, το ΔΝΤ προεξοφλεί πως ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους της Ελλάδος θα ανανεώνει στο μέλλον (δεν θα εξοφλεί) όλο και μεγαλύτερα ποσά από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων αξίας 14 δισ. ευρώ. Το 2018 ανανεώθηκε το 78% των εντόκων , το 2019 θα ανανεωθεί το 88% και από το 2020 και μετά θα «ρολάρεται» το σύνολο των εκδόσεων των συγκεκριμένων τίτλων.

Τέλος, σημειώνεται πως το προσωπικό του ΔΝΤ θα επικαιροποιήσει την μακροπρόθεσμη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στη έκθεση του άρθρου 4 που θα καταρτίσει για την ελληνική οικονομία μέσα στο έτος.

«Δημοσιονομική βόμβα» για το ΔΝΤ οι δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά

Ως «δημοσιονομική απειλή» που θα μπορούσε να επιφέρει εφάπαξ επιβάρυνση 9,5 δισ. ευρώ για τον ελληνικό προϋπολογισμό και επιβαρύνσεις ύψους 0,75% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση για πολλά χρόνια, περιγράφει τις δικαστικές αποφάσεις για τις αναδρομικές διεκδικήσεις μισθών και συντάξεων το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεσή του για την μεταπρογραμματική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, στέκεται στο γεγονός πως οι εν λόγω αποφάσεις ανατρέπουν μεταρρυθμίσεις όπως η ασφαλιστική μεταρρύθμιση και οι προσαρμογές στο μισθολογικό καθεστώς του Δημοσίου.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις, ανατρέποντας μεταρρυθμίσεις, έχουν επιβάλει επιλεγμένες αναδρομικές πληρωμές που σχετίζονται με περικοπές μισθών και συντάξεων. «Αυτό αποτελεί μέρος ενός κύματος περιπτώσεων που αμφισβητούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν», τονίζεται στην έκθεση του Ταμείου.

Όπως αναφέρεται, οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις είτε αφορούν στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε σε αποφάσεις δικαστηρίων χαμηλότερης βαθμίδας (πρωτοβάθμιων δικαστηρίων) έχουν δημιουργήσει αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους. «Οι αναδρομικές πληρωμές θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές εφάπαξ επιπτώσεις ύψους περίπου 9,5 δισ. ευρώ και επιπροσθέτως 0,75%  του ΑΕΠ ετησίως επί των μελλοντικών δαπανών του προϋπολογισμού», σημειώνεται στην έκθεση.

Ενδεικτικά το ΔΝΤ τονίζει πως το 2018 μια «απρόσφορη» δικαστική απόφαση που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των μισθών που επιβλήθηκαν το 2012 σε δημοσίους υπαλλήλους προκάλεσε επιβάρυνση πάνω από 0,4% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό. «Αν μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις (μερικές από τις οποίες βρίσκονται υπό έκδοση) επεκταθούν και σε άλλες μεταρρυθμίσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν τα ίδια επιχειρήματα, οι εφάπαξ δαπάνες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές», προειδοποιεί το ΔΝΤ.

Στο σημείο αυτό το Ταμείο τονίζει πως ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων που είναι επιλέξιμοι για αναδρομικές αποζημιώσεις βάσει της απόφασης του Συμβουλίου του Κράτους του 2015 είναι περιορισμένος, οι συνεχιζόμενες δικαστικές προκλήσεις της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2012, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην καταβολή αναδρομικών έως 6,4 δισ. ευρώ. Προσθέτει δε πως πιθανές δικαστικές αποφάσεις σχετικές με την κατάργηση των επιδομάτων διακοπών στο δημόσιο τομέα θα μπορούσαν να προσθέσουν άλλα 2,6 δισ. ευρώ.

«Οι μελλοντικοί προϋπολογισμοί θα μπορούσαν να επιβαρυνθούν με πρόσθετες ετήσιες δαπάνες ύψους περίπου 0,75% του ΑΕΠ. Με βάση τις γνωστές περιπτώσεις, η αντιστροφή των περικοπών των μισθών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να συνεπάγεται επιπρόσθετες ετήσιες δαπάνες ύψους περίπου 0,25% του ΑΕΠ», αναφέρει το ΔΝΤ.

Στο σημείο αυτό το Ταμείο αμφισβητεί τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχει παρουσιάσει η Ελλάδα. «Έχουν προταθεί αρκετά δημοσιονομικά μέτρα από τις αρχές, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 0,6% του ΑΕΠ, τα οποία όμως δεν αντικατοπτρίζονται ακόμη στις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Οι αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις εκτιμήσεις είναι μεγάλες και μια συνολική εκτίμηση είναι δύσκολη», σημειώνεται στην έκθεση του Ταμείου.

Πληροφορίες και από το CNN

Το διάδοχο σχήμα νόμου Κατσέλη η μόνη εκκρεμότητα στο Eurogroup, είπαν πηγές ΥΠΟΙΚ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: