Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΛΛΙΣ
Αρθρογράφος της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ δεν αμφισβητείται μόνο από την εθνικιστική αντιπολίτευση της χώρας, αλλά και από κάθε αντικειμενικό παρατηρητή στο εξωτερικό που δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η συμμετοχή περιορίσθηκε στο 36% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων οι οποίοι ανέρχονται σε 1,8 εκατομμύρια.
Οπως αναμενόταν, ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ έσπευσε να υπογραμμίσει τη σαρωτική επικράτηση (91%) του «Ναι» επί των πολιτών που επέλεξαν να προσέλθουν στις κάλπες. Αλλωστε, τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας διαισθανόμενος ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλη αποχή, είχε δηλώσει πως «αυτοί που θα ψηφίσουν θα αποφασίσουν», και ότι «εκείνοι που δεν ψηφίζουν δεν μετρούν».
Αλλωστε, όλοι αναγνωρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια άνω των 300.000 πολιτών της ΠΓΔΜ έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα, και έτσι υπάρχει όντως σοβαρό ζήτημα με την αντιπροσωπευτικότητα των εκλογικών καταλόγων οι οποίοι δεν έχουν επικαιροποιηθεί τα τελευταία 16 χρόνια και βασίζονται στην απογραφή που διεξήχθη το 2002.
Ωστόσο, η τεράστια αποχή δείχνει ότι ο κ. Ζάεφ, παρότι διέθετε τη σθεναρή υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας, δεν κατάφερε να πείσει. Τώρα δύσκολα θα εξασφαλίσει τη συγκατάβαση της αντιπολίτευσης για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Εάν στις βουλευτικές εκλογές κερδίσει ξεκάθαρα, κάτι που δεν θα είναι απλή υπόθεση –το 2016 το κόμμα του, η Σοσιαλδημοκρατική Ενωση, έλαβε 37,9% έναντι 39,4% του δεξιού VMRO– όχι μόνο θα έχει επανεκλεγεί με νωπή εντολή για να προχωρήσει, αλλά θα έχει και μεγαλύτερα περιθώρια αξιοποίησης του «Ναι» στο δημοψήφισμα, καθώς θα αντλεί πλέον νομιμοποίηση από την προσωπική του νίκη στις εκλογές.
Το “Bαλκανιζατέρ” των Σκοπίων: Γιατί οι Αλβανοί ψήφισαν μαζικά “ναι” και ο Σλάβοι απείχαν;