Γιατί η δολοφονία Πολκ παραμένει ανεξιχνίαστη; Αποκαλυπτικό βιβλίο των Παπαϊωάννου-Ιγνατίου




ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

«Οι έξι θάνατοι του Τζ. Πολκ». Ενα βιβλίο-ντοκουμέντο από τους Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Παπαϊωάννου, με νέα στοιχεία για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην Ελλάδα του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου

Τον Μάιο του 1948, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Ουάσινγκτον Πολκ, 35 χρόνων, ανταποκριτής του CBS για τη Μ. Ανατολή.

Οι δημοσιογράφοι Μιχάλης Ιγνατίου και Κώστας Παπαϊωάννου, στο βιβλίο τους «Οι έξι θάνατοι του Τζωρτζ Πολκ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, δίνουν την εικόνα της υπόθεσης 70 χρόνια μετά και εξηγούν γιατί μια πολιτική δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη παρά τις όχι λίγες εκδοχές που υπάρχουν για τους δράστες.

Ο Πολκ ήταν ένας μαχητικός, έντιμος δημοσιογράφος, ο οποίος δεν υπολόγιζε κινδύνους στη δουλειά του, δεν τον φόβιζαν οι απειλές.

Ηρθε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1947, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε γρήγορα τη 19χρονη Ρέα Κοκκώνη, όπως γρήγορα βρέθηκε στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών.

Οι ανταποκρίσεις του ενοχλούσαν τόσο την ελληνική κυβέρνηση, και κυρίως το συγκυβερνών Λαϊκό Κόμμα του Κων. Τσαλδάρη για τις κατηγορίες περί διαφθοράς, όσο και την αμερικανική. Ηταν αντίθετες με την ακολουθούμενη πολιτική των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στο θέμα της βοήθειας και στο θέμα του Εμφυλίου, όπου πρόβαλλε την ανάγκη τερματισμού και ειρήνευσης.

Δεν πρόλαβε

Δεν πρόλαβε να περάσει στην πλευρά των ανταρτών για μια συνέντευξη με ειρηνευτικές προτάσεις από τον Μάρκο Βαφειάδη, αρχηγό του ΔΣΕ και πρόεδρο της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ).

Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στην πατρίδα του στις 20 Μαΐου, με τη σύζυγό του, έχοντας εξασφαλίσει μια ετήσια υποτροφία Νίμαν στο Χάρβαρντ και να μεταφέρει μέσα στην Αμερική την αμφισβήτηση (με σειρά στοιχείων) της αμερικανικής πολιτικής στη χώρα μας.

Στις 7 Μαΐου έφτασε στη Θεσσαλονίκη, στις 9 εξαφανίστηκε από το ξενοδοχείο «Αστόρια» όπου είχε καταλύσει, στις 16 το πτώμα του βρέθηκε να πλέει στη θάλασσα του Θερμαϊκού.

Είχε δολοφονηθεί την ημέρα της εξαφάνισης, με μια σφαίρα εξ επαφής στο πίσω μέρος της κεφαλής, ήταν δεμένος χειροπόδαρα και τα ψάρια είχαν φάει τα μάτια του…

Οπως λένε οι δύο συγγραφείς, με εκπληκτικές λεπτομέρειες και νέα και παλιά στοιχεία, Αμερικανοί, Ελληνες και Βρετανοί αξιωματούχοι έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τη δολοφονία.

Αγνόησαν όποια στοιχεία υπήρχαν, κατασκεύασαν μια εξ ολοκλήρου φανταστική εκδοχή της δολοφονίας και με απειλές, βασανιστήρια, εκβιασμούς, ανάγκασαν τον δημοσιογράφο της «Μακεδονίας» Γρηγόρη Στακτόπουλο, 38 χρόνων, ανταποκριτή του Ρόιτερς και της «Ελευθερίας» στη Θεσσαλονίκη, να την παρουσιάσει στην ανάκριση και στη δίκη (11-21.4.1949):

Δυο γνωστά κομμουνιστικά στελέχη, ο Αδάμ Μουζενίδης (ήδη νεκρός την ημέρα της δολοφονίας!) και ο Βαγγέλης Βασβανάς (πολιτικός επίτροπος της VI Μεραρχίας στην Κεντρική Μακεδονία), αφού επί ενάμιση μήνα όργωναν την πόλη οργανώνοντας τη δολοφονία, με κύριο συνεργό τον Στακτόπουλο, παρέσυραν τον Πολκ σε μια βάρκα για να τον μεταφέρουν στην πλευρά των ανταρτών και εκεί ο Μουζενίδης τον εκτέλεσε.

Θα καταδικαστούν ερήμην σε θάνατο, ο Στακτόπουλος σε ισόβια. Θα βγει 12 χρόνια μετά, αλλά δεν θα αποκατασταθεί ποτέ.

Πρόλαβε όμως ο Πολκ να γράψει το τελευταίο του ρεπορτάζ τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του!

Τον Φεβρουάριο του 1948, είχε στείλει στις ΗΠΑ ένα υπόμνημα για την κατάσταση που επικρατούσε εδώ σε σχέση με τη δουλειά και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι ανταποκριτές, προειδοποιώντας ότι μπορεί κάποιος «να χτυπηθεί»!

Ο συνάδελφος και φίλος του, Ντρου Πίρσον, από τους αποδέκτες του υπομνήματος, θα δημοσιεύσει στην «Ουάσινγκτον Ποστ» (20 και 22.5.) ένα συγκλονιστικό «ρεπορτάζ από το τάφο»:

«Μου είχε γράψει πριν από τον θάνατό του ένα γράμμα για τα προβλήματα που είχε με την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με αυτό το γράμμα και άλλες ενδείξεις, τα στοιχεία δείχνουν πως πιθανότατα δεξιές δυνάμεις εντός της κυβέρνησης ήταν υπεύθυνες για τη δολοφονία του Πολκ»!

Και επειδή «οι νεκροί δεν μιλάνε», γι’ αυτό «Ελληνες τρομοκράτες έδεσαν τα χέρια του και τα πόδια του, τον πυροβόλησαν και τον πέταξαν στον όρμο της Θεσσαλονίκης».

Και επειδή «οι νεκροί δεν μιλάνε», τον «έβγαλαν από τη μέση» γιατί «ήταν αυστηρά επικριτικός του ελληνικού δεξιού καθεστώτος».

Ομως, «από τα μελανιασμένα νεκρά χείλη του Πολκ ακούγεται μια ιστορία που μπορεί να αναταράξει τη διεφθαρμένη ελληνική κυβέρνηση μέχρι τον σάπιο πυρήνα της. Σίγουρα θα πει στους Αμερικανούς φορολογούμενους ότι έχουν το δικαίωμα να ξέρουν για τα εκατομμύρια δολάρια που έχουν πετάξει στην Ελλάδα. Γιατί αυτό που οι δολοφόνοι του Τζωρτζ Πολκ δεν γνώριζαν ήταν ότι είχε γράψει γράμματα πριν από τον θάνατό του – γράμματα που ακόμα υπάρχουν…»!

Θα παραθέσει στοιχεία από αυτά που ο Πολκ ανέφερε στο υπόμνημά του, θα τονίσει ότι εξαιρούσε τον εαυτό του («η δική μου περίπτωση είναι συγκριτικά ήπια σε σχέση με την επίθεση που δέχονται άλλοι για τα ειλικρινή ρεπορτάζ, βγαλμένα από την καρδιά των γεγονότων»), έλεγε όμως καθαρά:

«Οταν ένας δημοσιογράφος γράφει αυτού του είδους τις ιστορίες, δέχεται επιθέσεις από τους δεξιούς φιλοβασιλικούς που στύβουν τη χώρα για το δικό τους όφελος και στέλνουν χρήματα έξω σε διπλωματικούς σάκους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι απατεώνες ελπίζουν να δυσφημήσουν ή να απομακρύνουν ορισμένους Αμερικανούς ρεπόρτερ που δουλεύουν στην Ελλάδα».

Θα μιλήσει ονομαστικά για επτά περιπτώσεις συναδέλφων του ανταποκριτών και για «προσεκτικά οργανωμένη επίθεση», τονίζοντας:

«Το σχέδιο της Δεξιάς στους Αμερικανούς ανταποκριτές είναι έξυπνο: δημόσια καταγγελία συν επίσημη συσκότιση. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να είναι τόσο φανερό όσο η λογοκρισία και η άρνηση σε έναν ρεπόρτερ να επισκεφθεί τις περιοχές του εμφυλίου πολέμου. Αντιθέτως, υπάρχει ένα έξυπνο σχέδιο για να κάνει τη δουλειά της ειδησεογραφίας όσο το δυνατόν πιο δύσκολη για μια σειρά από σημαντικούς ανταποκριτές. Επιπλέον, τώρα που τόσοι και τόσοι ανταποκριτές ασκούν κριτική στην κυρίαρχη δεξιά φατρία της κυβέρνησης, διατυπώνονται ορισμένοι αόριστοι υπαινιγμοί ότι «είναι πιθανό ότι κάποιος μπορεί να χτυπηθεί»! [hurt: να πάθει κακό, να πληγωθεί].

Μόνο που «ο κάποιος» ήταν αυτός και «το χτύπημα» μια στυγερή δολοφονία. Ετσι ίσως εξηγείται ότι οι δράστες παραμένουν άγνωστοι, η εκδοχή Στακτόπουλου παραμένει η επίσημη εκδοχή της δολοφονίας και οι φάκελοι της υπόθεσης σε Ουάσινγκτον, Αθήνα, Λονδίνο ερμητικά κλειστοί…

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: