Η ιστοριογραφική αντιμετώπιση μιας γενοκτονίας είναι οδυνηρή και δύσκολη διότι η ιστορική της ανάλυση δεν θέτει μόνο επιστημονικά, αλλά και πολιτικά και ηθικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, για πολλούς η αναγνώριση μίας γενοκτονίας είναι προσαρμοσμένη σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Οι πιο συστηματικές προσπάθειες της Τουρκίας, προκειμένου να επιβάλει την τουρκική εκδοχή όσον αφορά στην ιστορία της Γενοκτονίας, γίνονται εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ. Θεωρώντας ότι η εγχώρια ιστοριογραφία επέφερε κορεσμό και άρχισε να γελοιοποιείται, στράφηκε σε δαπανηρότερες αλλά λυσιτελέστερες μεθοδεύσεις: με γενναιόδωρες χορηγίες (μέσω του ιδρυμένου για τον σκοπό αυτό, από το 1982, Ινστιτούτου Τουρκικών Σπουδών της Ουάσιγκτον) επιχορήγησαν πολλά ερευνητικά προγράμματα και «υπηρεσίες» δεκάδων καθηγητών της οθωμανικής και σύγχρονης τουρκικής ιστορίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια.
Τα κέρδη της επένδυσης αυτής δεν άργησαν να φανούν: όταν τον Απρίλιο του 1985 οι Αρμένιοι προσπάθησαν να επιτύχουν απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου, η οποία να καθιέρωνε την 24η Απριλίου ως ημέρα μνήμης των θυμάτων της αρμενικής γενοκτονίας, 69 επιστήμονες, που εκπροσωπούσαν 47 ακαδημαϊκά ιδρύματα των ΗΠΑ, απηύθυναν –με πληρωμένες καταχωρίσεις στους «New York Times» και στη «Washington Post»– ανοιχτή δήλωση προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων ζητώντας την απόρριψη μιας τέτοιας απόφασης.
Στην τελική απόρριψη του αρμενικού αιτήματος (που επαναλήφθηκε και το 1987), συνετέλεσε βέβαια η παρέμβαση της τότε Κυβέρνησης Ρήγκαν και των μανδαρίνων του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, που αιτιολογήθηκε με τις πασίγνωστες πια και στερεότυπες αναφορές στην προστασία των αμερικανικών συμφερόντων, στον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή κ.ά.π. Ωστόσο τα δημοσιεύματα εκείνα λειτούργησαν ως άλλοθι πολλών μελών του Κογκρέσου που απέσυραν την υποστήριξή τους από τη φιλοαρμενική πρόταση. Η Αρμενική Κοινότητα αντέδρασε άμεσα στην απροκάλυπτη –πλην αποτελεσματική– εκμετάλλευση της ιστορίας τους.
Το 1987, Αρμένιοι πανεπιστημιακοί δημοσιοποίησαν τις οικονομικές δοσοληψίες των πρωταγωνιστών της αναθεωρητικής «επιχείρησης» με την τουρκική Κυβέρνηση, με αναλυτικές καταστάσεις των ιδρυμάτων και των προσώπων που επιχορηγήθηκαν (και με ποια ποσά) από το Ινστιτούτο Τουρκικών Σπουδών και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ερευνών της Άγκυρας. Στη συνέχεια απείλησαν να αποσύρουν τις δικές τους επιχορηγήσεις σε πανεπιστήμια των οποίων οι τουρκολόγοι εξαρτούσαν απροκάλυπτα τις ιστορικές αναλύσεις τους από τις επιταγές της τουρκικής Κυβέρνησης. Αυτό εφαρμόστηκε στην περίπτωση του καθηγητή Χ. Λόρι στο Πρίνστον, μετά την αποκάλυψη του ρόλου του ως «γραμματικού» του Τούρκου πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον.
Παράλληλα, κατέφυγαν και σε ειδικά δικαστήρια επιζητώντας την καταδίκη όσων διέβαλλαν κατ’ εξακολούθησιν τη Γενοκτονία και τα θύματά της (όπως έγινε, π.χ., με τη συμβολική καταδίκη του Μπέρναρντ Λιούις στη Γαλλία). Η περίπτωση του Λόρι είναι πιο θλιβερή: από αμέλεια της γραμματείας της τουρκικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, εστάλη το γράμμα σε άλλον αποδέκτη και απεκαλύφθη ότι ο τουρκολόγος του Πρίνστον είχε στρατολογηθεί όχι μόνο για να εφοδιάζει σε συστηματική βάση τον Τούρκο πρεσβευτή με επιχειρήματα εναντίον της διασύνδεσης της Γενοκτονίας με το Ολοκαύτωμα, αλλά και ότι συνέτασσε ο ίδιος και τα γράμματα που απηύθυνε ο Τούρκος διπλωμάτης για τον σκοπό αυτό στον αμερικανικό Τύπο και σε άλλους αποδέκτες. Τα πράγματα στην Ευρώπη είναι πολύ διαφορετικά.
Αλλά στην περίπτωση της αμφισβήτησης της Αρμενικής Γενοκτονίας δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με ζητήματα ιστοριογραφικού χαρακτήρα ή έστω με την προσπάθεια μιας χώρας να επιτύχει το ξαναγράψιμο της ιστορίας της με ευνοϊκότερους γι’ αυτήν όρους, αλλά με τις παρεμβάσεις της κρατικής δύναμης πάνω στην επιστήμη.
Οι ευθύνες για τον εξωραϊσμό των “βαρβάρων”: Γιατί δεν αναγνωρίστηκε η Αρμενική Γενοκτονία;