Γράφει ο ΒΙΚΤΩΡ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
«Όχι. Ο Τζιμάκος δεν έφυγε. Μια φάρσα έχει στήσει για να κάνει πλάκα στην επόμενη παράσταση με τα συλλυπητήρια μηνύματα του Νταλάρα και του ΚΚΕ»…
Ο φίλος μου ο Πέτρος το έλεγε και το ξαναλέγε όχι για να πείσει εμένα, αλλά γιατί δεν άντεχε στη σκέψη ότι μπορεί να ήταν αλήθεια.
Δεν μπορούσε να το χωνέψει το μυαλό του. Ούτε το δικό μου.
Μια μορφή που σφράγισε την εφηβική μας ηλικία και μας ακολουθούσε μέχρι σήμερα για να μας θυμίζει οτι η εποχή που τα ξέραμε όλα, που είχαμε για τα πάντα δίκιο και η κοινωνία πάντα άδικο… έσβησε. Εξαφανίστηκε.
Όπως σιγά-σιγά εξαφανίζονται και οι ψευδαισθήσεις μας.
Οπως τα παγάκια λιώνουν μέσα στο ποτήρι με το ουίσκι που επιχειρεί τώρα να απαλύνει την πίκρα.
Ο Τζιμακος για μας ήταν, όχι λάθος, ΕΙΝΑΙ μια ταυτότητα.
Επιλέγεις τον αυτοπροσδιορισμό σου, απο την οποία ταμπέλα επιχειρούν και θέλουν να σου βάλουν
Και απο όλα αυτά αντλείς τη δύναμη για να αντέξεις το κόστος των επιλογών σου.
Και στέκεσαι όρθιος.
Και πολεμάς.
Με όπλο το χιούμορ. Όχι για να μειώσεις κάποιον αλλά για να του θυμίζεις ότι σε αυτή τη ζωή είναι… μειωμένος.
Γιατί ο καλύτερος τρόπος να αστειεύεσαι, είναι να λες την αλήθεια.
Και ας θυμώνουν κάποιοι. Δεν έχει σημασία. Δεν καταλαβαίνουν. Γιατί για να καταλάβουν θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον την ίδια ευφυΐα με σένα.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο πεποιθήσεις μας έγιναν πιο εύκαμπτες και εύπλαστες. Ίσως εξαφανίστηκαν όπως τα παγάκια μέσα στο ουίσκι. Δεν είμαστε πια νέοι. Και η ζωή δεν έχει την ίδια γεύση με τότε. Ίσως είναι πια νερωμένο σαν την τελευταία γουλιά απο το ουίσκι.
Κάπου είχα διαβάσει ότι όταν οι Έλληνες έλεγαν ότι «όποιον αγαπούν οι Θεοί, πεθαίνει νέος» προφανώς εννοούσαν ότι όποιον αγαπούν οι Θεοί, μένει νέος μέχρι να πεθάνει. Νέος και παιχνιδιάρης.
Καλό ταξίδι Τζιμάκο.