Η επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα και ο διάλογος με τη Τουρκία: Πολιτικός ρεαλισμός και πραγματικότητες




Του Χρήστου Θ. Μπότζιου

Κατά τη πρόσφατη επίσκεψή στη Άγκυρα για συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογο του, ο Υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς απηύθυνε, εκ μέρους του Προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο, πρόσκληση προς τον Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν να επισκεφθεί επισήμως την Ελλάδα στην οποία και ανταποκρίθηκε . Η πραγματοποίησή της τοποθετείται μεταξύ τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου.

Η επικείμενη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην ελληνική Πρωτεύουσα έτυχε μεγάλης δημοσιότητας και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως. Ορισμένοι σπεύσανε να την συνδυάσουνε με τη πρόσφατη επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Πρωθυπουργός κ.Αλέξης Τσίπρας στις ΗΠΑ υπαινισσόμενοι ότι η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής γίνεται κατά προτροπή ή και υπόδειξη του Αμερικανού Προέδρου και της αμερικανικής Διοίκησης ( Administration ).

Τούτο χωρίς να αποκλείεται να έχει συμβεί, στερείται ιδιαίτερης σημασίας και μάλλον εντάσσεται στα πλαίσια της μικροπολιτικής. Γιατί τίθεται αυτόματα το ερώτημα. Πρέπει ή όχι να συνομιλούμε με τη Τουρκία και τούτο ανεξάρτητα ποιος διαχειρίζεται τις τύχες της γειτονικής μας χώρας; Με την όμορη Τουρκία υπάρχουν πολλά κοινά συμφέροντα που τα επιβάλλει τόσο η γεωγραφία όσο και η ιστορία των δύο λαών. Συγχρόνως όμως καταγράφονται και μεγάλες και ουσιώδεις διαφορές.

Ο διάλογος είναι αναγκαίος άλλως απομένει μόνο η αντιπαράθεση. Ποιος θα υποστήριζε το τελευταίο; Σε ποια, όμως, βάση πρέπει να διεξάγεται ο διάλογος; Δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου όπως και οι αρχές καλής γειτονίας. Αρχές στις οποίες η Τουρκία επιδεικνύει ελάχιστη προσήλωση αν όχι και περιφρόνηση.

Ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν είναι εφεύρημα της σημερινή ελληνικής κυβέρνησης.

Χρονολογείται από πολλών ετών και πραγματοποιείται σε διάφορα επίπεδα.

Α) Δια του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας ή Government to Government,

Β) σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών και

Γ ) σε επίπεδο Υπηρεσιακών Γ. Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών.

Ο ελληνοτουρκικός διάλογος σε σταθερή και επαναλαμβανόμενη βάση εγκαινιάζεται, βασικά, με το Μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ για τα Μ.Ο.Ε.Α (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας ) που αφορούσαν, κυρίως, στην αποφυγή διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων στο Αιγαίο τους θερινούς μήνες που συμπίπτουν με την τουριστική σεζόν και ενδιαφέρει και τις δύο χώρες.

Σε γενικές γραμμές τα συμπεφωνηθέντα τηρούνται με εξαίρεση τις συχνές τουρκικές παραβιάσεις του εναερίου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο που οπωσδήποτε δεν συμβάλλουν στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Στα πλαίσια των ΜΟΕΑ εντάσσονται και οι διερευνητικές επαφές που αφορούνε στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τις οποίες από ελληνικής πλευράς διεξήγαγε ο πρώην Γ.Γ του Υπουργείου Εξωτερικών Πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης ο οποίος διετέλεσε και Διοικητής της ΕΥΠ.

Δεν προκύπτει, τουλάχιστον επισήμως, αν συνεχίζονται και επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, σε τι επίπεδο και από ποιον. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία είναι μία ασταθής χώρα με εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Πολιτικά είναι ενταγμένη στους δυτικούς θεσμούς με συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και με καθεστώς υποψηφίας προς ένταξη χώρας στην Ε. Ενωση.

Πολιτιστικά βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης που προσδιορίζεται και από το θρήσκευμα και το ιστορικό της παρελθόν. Στην παρούσα ρευστότητα που χαρακτηρίζει τη πολιτική ζωής της Τουρκίας, έχει συμβάλλει και η εμπόλεμη κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της Μ. Ανατολής με όλα τα incognita που αφορούν στις επιδιώξεις δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που αγγίζουν άμεσα τη Τουρκία .Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν του οποίου τα ηγετικά προσόντα και η χαρισματική φυσιογνωμία πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθούν, έχει επιλέξει μια πολιτική σχεδόν ρήξης με τη Δύση με επίδειξη ισχύος και αυτοτέλειας όπως και προσέγγισης με τη Ρωσία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Όμως οι κοινωνικό-οικονομικές δομές της Τουρκίας είναι από δεκαετίες συνδεδεμένες με τη Δύση και αυτό δεν μπορεί εύκολα να το αγνοήσει ο κ. Ερντογάν.

Το δε μυστικό της πολιτικής επιβίωσής του αποδίδεται, μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι έχει κατορθώσει να πείσει τις πολιτικό-κοινωνικές και στρατιωτικές τάξεις ότι η χώρα βρίσκεται σε κίνδυνο από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις που υπονομεύουν την συνοχή της Τουρκίας. Έναντι της Ελλάδας η πολιτική Ερντογάν, σε σύγκριση με τους προκατόχους του, δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Έχουν όμως αποφευχθεί οι μεγάλες εντάσεις του παρελθόντος και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο σημερινός Πρόεδρος επιδεικνύει μεγαλύτερη θέληση για ανάπτυξη καλλίτερων σχέσεων με την Ελλάδα.

Αυτό βέβαια μένει να αποδειχθεί και θα φανεί και από τα αποτελέσματα της επικείμενης επίσημης επίσκεψης που αναμένεται να πραγματοποιήσει-εκτός ασφαλώς απροόπτου- λίαν προσεχώς στην Αθήνα . Ουσιαστικά η Ελλάδα και δια στόματος του ιδίου του Πρωθυπουργού, είναι η μόνη κοινοτική χώρα που υποστηρίζει ανοικτά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπό την προϋπόθεση της πλήρους συμμόρφωσης με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.

Σοβαρές επιφυλάξεις εγείρονται όλο και συχνότερα από πολλές χώρες-μέλη της Ε.Ε για τελική πλήρη ένταξη της Τουρκίας ενώ διαφαίνονται τάσεις για μία ειδική σχέση Τουρκίας – Ε. Ενωσης που δεν θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Ο πολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει την επίδειξη ευελιξίας στην ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων με τη Τουρκία χωρίς προκαταλήψεις Με γνώμονα όμως την συμπεριφορά της γειτονικής μας χώρας. Να μη συντελέσει, πάντως,η Ελλάδα στην έξοδο της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή απομόνωση στην οποία έχει οδηγηθεί αυτοβούλως και από τη πολιτική Ερντογάν.

Λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη του κ. Κοτζιά στην Άγκυρα ανέλαβε καθήκοντα ο νέος Έλληνας Πρέσβης στην Άγκυρα ο κ. Πέτρος Μαυροειδής πρώην Πολιτικός Δ/ντής του Υπουργείου Εξωτερικών.

Πρόκειται περί ενός πολύ ικανού Διπλωμάτη ο οποίος δεν χρειάζεται πολύ χρόνο προσαρμογής στα νέα καθήκοντά του και η έναρξη της θητείας του σχεδόν συμπίπτει με την προετοιμασία της επίσημης επίσκεψης που ο Τούρκος Πρόεδρος θα πραγματοποιήσει στην ελληνική Πρωτεύουσα.

Οι ελληνοτουρκικές συναντήσεις σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών ,σπανίζουν. Η τελευταία χρονολογείται το Μάιο 1952 όταν ο τότε Βασιλιάς Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη είχαν επισκεφθεί επισήμως τη Τουρκία. Την οποία ανταπέδωσε ανταπέδωσε, τέλη του ιδίου έτους, ο τότε Τούρκος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ. Προς υπόμνηση δύο χρόνια μετά ακολούθησαν τα pogrom σε βάρος των Ελλήνων της Πόλης.

  • Πρέσβη ε.τ – Πηγή: Κίνηση Πράττω

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: