Αποτίμηση της κρίσης στην Καταλονία: Τα «όπλα» και οι επιλογές των παιχτών




Του Μιχάλη Γ. Κοντού

Τα όσα λαμβάνουν χώρα στην Καταλονία και, γενικότερα, στην Ισπανία το τελευταία χρονικό διάστημα αποτελούν αναμφίβολα ιστορικές στιγμές.

Αν προσπαθήσει κανείς να συναρμολογήσει το παζλ των αυτονομιστικών κινημάτων της εποχής μας, τα οποία περιλαμβάνουν όχι μόνον τα «αποτυχημένα κράτη» της Μέσης Ανατολής αλλά και ευυπόληπτα κράτη μέλη της ΕΕ, ενδεχομένως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι διάγουμε μία νέα περίοδο έξαρσης του αλυτρωτικού εθνικισμού, παρόμοια με την «άνοιξη των εθνών» του 19ου αιώνα. Ας επικεντρωθούμε όμως στην περίπτωση της Καταλονίας και ας προσπαθήσουμε να αποτιμήσουμε τα όσα έλαβαν χώρα μέχρι τούδε, με έμφαση στα δυνατά και τα αδύνατα σημεία, αλλά και τις επιλογές των βασικών παιχτών.

Εξαρχής η θέση των Καταλανών αυτονομιστών ήταν δύσκολη διότι δεν είχαν κανένα ισχυρό χαρτί υπέρ τους πέραν της μαζικότητας του αιτήματός τους. Συνεπώς, το δημοψήφισμα θα ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο για την προώθησή του. Έναντι του δημοψηφίσματος, η Μαδρίτη αντέδρασε με νευρικότητα και αχρείαστη βία. Η βία, σε τέτοιες περιπτώσεις, τείνει να αυτοαναπαράγεται και να δημιουργεί συμβολισμούς, οι οποίοι λειτουργούν προς όφελος του «θύματος» και εις βάρος του «θύτη». Η κυβέρνηση Ραχόι θα μπορούσε απλώς να αποκηρύξει το δημοψήφισμα ως αντισυνταγματικό και να περιορίσει την αντίδρασή της στο επίπεδο του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Παρά ταύτα, φαίνεται ότι η Μαδρίτη ανασυντάσσεται και παίζει πλέον τα χαρτιά της με προσοχή και από θέση ισχύος. Η αποτυχία του κ. Πουτζδεμόν να μεταφέρει το παιχνίδι στο γήπεδο του διεθνούς δικαίου, αναγκάζοντας τη Μαδρίτη να μπει σε διάλογο μαζί του με τη συνδρομή διεθνών διαμεσολαβητών (αναγνωρίζοντάς τον έτσι ως ισότιμο εταίρο, άρα διεθνή παίχτη), οφείλεται εν πολλοίς στη διπλωματική περικύκλωση την οποία με αποτελεσματικότητα η Μαδρίτη υιοθέτησε. Ως αποτέλεσμα, κανένα κράτος (τουλάχιστον κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ ή καμία μείζονα δύναμη) δεν δείχνει διατεθειμένο να «πουλήσει» την Ισπανία για χάρη μιας ανεξάρτητης Καταλονίας. Η έλλειψη διεθνούς αναγνώρισης δεν είναι κατ’ ανάγκη καταδικαστική για το αυτονομιστικό αίτημα, είναι όμως υπονομευτική. Και αυτό διότι τυχόν διεθνής αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Καταλονίας από μια κρίσιμη μάζα κρατών θα δημιουργούσε ένα πλαίσιο διεθνούς νομιμοποίησής της και ένα ισχυρό διπλωματικό έρεισμα για τον κ. Πουτζδεμόν, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη νομική (συνταγματικώ δικαίω) υπεροπλία του κ. Ραχόι.

Στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος, η διεθνής αναρχία (δηλαδή η έλλειψη ενός επιπέδου υπερκρατικής κυριαρχίας που να καθιστά το διεθνές δίκαιο αναγκαστικό και εφαρμοστέο ανεξαρτήτως της βούλησης των κρατών) αφήνει χώρο πρωτίστως στην κρατική ισχύ και δευτερευόντως στη διπλωματία για να γεμίσουν αυτό το κενό. Και η Μαδρίτη διαθέτει υπεροπλία και στα δύο αυτά επίπεδα. Εν τούτοις, υπό κάποιες προϋποθέσεις αυτό θα μπορούσε να μεταβληθεί κάπως.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η βία την οποία χρησιμοποίησε η Μαδρίτη την ημέρα του δημοψηφίσματος υπογράμμισε τον κίνδυνο μιας γενικευμένης αναταραχής στην Ισπανία. Ταυτόχρονα, η αναποφασιστικότητα του κ. Πουτζδεμόν ως προς την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και η μεταβίβαση της «καυτής πατάτας» στο Κοινοβούλιο προκάλεσαν προσωρινή ένταση στο εσωτερικό του αποσχιστικού κινήματος η οποία κατέδειξε ότι -τουλάχιστον μια μερίδα του- είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στα άκρα. Δεδομένης της συνταγματικής (και πραγματικής) υπεροπλίας της Μαδρίτης, η οποία εκφράζεται μέσω της εφαρμογής του Άρθρου 155 του συντάγματος και της στέρησης της αυτονομίας της Καταλονίας, το αποσχιστικό κίνημα αντιμετωπίζει πλέον το φάσμα της εσωτερικής και διεθνούς απομόνωσης.

Το γεγονός αυτό είναι πολύ πιθανό να αφήσει ως μοναδική επιλογή τη βία και την πρόκληση γενικής αναστάτωσης στον δημόσιο βίο της Ισπανίας, προκειμένου να αποκτήσει το αποσχιστικό κίνημα τα διαπραγματευτικά ερείσματα που αυτή τη στιγμή του λείπουν. Και αν μπούμε σε ένα σπιράλ βίας, κυρίως εάν επαναληφθούν οι σκηνές κρατικής καταστολής που είδαμε κατά το δημοψήφισμα, πολύ πιθανόν η διεθνής κοινότητα να άρει την «τυφλή» στήριξή της προς τη Μαδρίτη και να προκρίνει τον διάλογο για την ειρηνική επίλυση του ζητήματος. Προς αυτή την κατεύθυνση ίσως ωθήσει και η δίωξη του κ. Πουτζδεμόν, την οποία ο ίδιος θα παρουσιάσει προς τα έξω ως πολιτική, αντλώντας ίσως κάποιο βαθμό διεθνούς υποστήριξης.

Τα δεδομένα αυτά ίσως βοηθήσουν το αποσχιστικό κίνημα να αποκτήσει τη διεθνή υπόσταση που επιδιώκει. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, η Μαδρίτη έχει άλλο ένα ισχυρό όπλο, το οποίο έχει ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στους δρόμους της Βαρκελώνης: η σιωπηρή μέχρι πρότινος μάζα των Καταλανών υποστηρικτών της παραμονής της Καταλονίας στο ισπανικό κράτος. Ιδιαίτερα, δε, όσο εμφανίζονται δημοσκοπήσεις που θέλουν τους υποστηρικτές της παραμονής στο ισπανικό κράτος να πλειοψηφούν τόσο η διεθνής κοινότητα θα απομακρύνεται από τις αξιώσεις των αυτονομιστών θεωρώντας ότι δεν εκφράζουν την Καταλονία παρά μόνον μία μερίδα του πληθυσμού της.

Κατά συνέπεια, η υπεροπλία της Μαδρίτης σε όλα σχεδόν τα επίπεδα και η σταδιακή ανάκτηση του επικοινωνιακού πλεονεκτήματος αποτελούν καθοριστικής σημασίας παράγοντες για την έκβαση του ζητήματος. Η πιθανότητα αύξησης της βίας και γενικής αναταραχής στην Ισπανία δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο στο τέλος η Μαδρίτη να αναγκαστεί να συνομιλήσει με τους αυτονομιστές. Το πρόβλημα είναι ότι η βία φαίνεται να είναι επιλογή και για τα δύο στρατόπεδα. Και αυτά είναι τα πραγματικά κακά νέα για το μέλλον της Ισπανίας, αλλά και της Ευρώπης, η οποία βλέπει ένα από τα παραδοσιακά κράτη της να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης και της εσωστρέφειας.

  • Επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: