«Το ΔΝΤ παίζει τον πυρομανή πυροσβέστη στην Ελλάδα» λέει ο οικονομολόγος Geoffrey Minne




Το ΔΝΤ έχει το τελευταίο διάστημα αναζωπυρώσει τη συζήτηση γύρω από την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θέτοντας ως όρο για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης την εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά κυρίως τη μείωση του δημοσίου χρέους, αναφέρει δημοσίευμα, της L”Echo, το οποίο φιλοξενεί την άποψη του Geoffrey Minne οικονομολόγου στην ING.

Στην ανάλυσή του ο οικονομολόγος της μεγάλης ολλανδοβελγικής τράπεζας σημειώνει ότι το ΔΝΤ έχει εν μέρει δίκιο να θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο, δεδομένου ότι τόσο η ιστορία όσο και οι στατιστικές σκιαγραφούν μία αρκετά απαισιόδοξη προοπτική σε σχέση με την πιθανότητα επιστροφής του συνολικού ποσού του δανείου, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι έχει φτάσει να αντιπροσωπεύει το 180% του ΑΕΠ, ένα επίπεδο το οποίο σπάνια έχει υπερβεί κυβέρνηση αναπτυγμένης χώρας.

Ακόμα κι αν λάβει κανείς υπόψη τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, στοιχεία που θα το καταστήσουν ενδεχομένως πιο βιώσιμο στο μέλλον, αυτό θα εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα αναμφισβήτητο βάρος για τα δημόσια οικονομικά, ιδίως αν οι οικονομικές αγορές φανούν διστακτικές ως προς την αναχρηματοδότηση ενός τέτοιου ποσού, υποστηρίζει ο συντάκτης, συμπληρώνοντας ότι μία αναδιάταξη των χρονικών ορίων αποπληρωμής, καθώς και ο καθορισμός πιο ρεαλιστικών στόχων δημοσίου ελλείμματος στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, είναι αποφάσεις που θα πρέπει αργά ή γρήγορα να ληφθούν.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο έχει απόλυτο δίκιο το ΔΝΤ, συνεχίζει ο Geoffrey Minne, είναι το γεγονός ότι η λιτότητα είναι αντιπαραγωγική, μια και τα μέτρα επηρεάζουν με δυσανάλογο τρόπο την εγχώρια ζήτηση, ενώ, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη, νέες δραστικές περικοπές του προϋπολογισμού δεν αποτελούν προτιμητέες επιλογές.

Από την άλλη, όμως, πλευρά, υπογραμμίζει ο Geoffrey Minne, δεν ήταν σκόπιμο να τεθεί στην παρούσα φάση το θέμα της μείωσης του δημοσίου χρέους και κατά τη γνώμη του το ΔΝΤ παίζει με τη φωτιά, δεδομένου ότι α) βγάζοντας συμπεράσματα πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, παίρνει το ρίσκο απουσίας αντικειμενικότητας και πρόκλησης καθυστερήσεων, τη στιγμή μάλιστα που φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες, β) το σχέδιο διάσωσης που συμφωνήθηκε το 2015 θα μπορούσε να καλύψει τις αποπληρωμές μέχρι το 2021 και αυτό χωρίς να υπολογιστούν τα ενδεχόμενα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και γ) αυτό που επείγει στο άμεσο μέλλον δεν είναι τόσο μία μείωση του χρέους όσο η ανάκαμψη της οικονομίας, μια και η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους εξαρτάται αναμφισβήτητα από την επανάκτηση της εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα, την αύξηση της παραγωγής και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

Το σημείο εστίασης θα έπρεπε να είναι, επομένως, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όχι η μάχη ενάντια σε ένα υπερβολικά υψηλό χρέος, αλλά η μάχη απέναντι σε μία υποτονική ανάκαμψη. Στην Ελλάδα, συνεχίζει ο Geoffrey Minne, η ανάκαμψη παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένη και είναι απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις, αφού, για παράδειγμα, οι διαδικασίες για να ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση ή για την κήρυξη πτώχευσης απαιτούν κατά μέσο όρο 3 ή 4 φορές περισσότερο χρόνο από ό,τι στο Βέλγιο, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται ένας μεγάλος αριθμός δημοσίων επιχειρήσεων σε τομείς όπως αυτός της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ή των μεταφορών. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας φαίνεται πως είναι απολύτως απαραίτητος, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είτε όχι, είτε εντός είτε εκτός της ευρωζώνης, υπογραμμίζει ο συντάκτης.

Ολοκληρώνοντας, ο Geoffrey Minne σημειώνει ότι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τελικά καμία απόφαση σχετικά με τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους δεν ελήφθη, ενώ αναφέρει ότι αυτό που είχε ως αποτέλεσμα η δημοσίευση του ΔΝΤ ήταν η ενίσχυση της θέσης ορισμένων ευρωσκεπτικιστών, προσθέτοντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτού του είδους η συζήτηση να οδηγήσει σε ένα νέο σχέδιο διάσωσης, καθώς και σε απλουστευτικούς συνειρμούς από ορισμένα λαϊκιστικά κόμματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας που διανύουμε, καταλήγει, όπου τα δύο τρίτα των πολιτών της ευρωζώνης θα κληθούν σύντομα στις κάλπες, ενώ όσον αφορά την Ελλάδα, χρειάζεται υπομονή και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, και αυτή τη φορά το ΔΝΤ θα έπρεπε να προσπαθήσει να δει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.

ΚΥΠΕ – Αθανάσιος Αθανασίου – Βέλγιο/Βρυξέλλες 08/03/2017 14:47

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: