Με τη Γερμανία; Ποια Γερμανία; Στην Ευρώπη; Ποια Ευρώπη; Ο Κυριάκος στο Βερολίνο




Του ΣΕΡΑΦΕΙΜ Π. ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
ANATROPI NEWS

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε μια αναμφίβολα ενδιαφέρουσα συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ, που αποτυπώθηκε φωτογραφικά και συνοδεύτηκε από δήλωση του προέδρου της Ν.Δ, και μία πιθανότατα ακόμα πιο ενδιαφέρουσα συνομιλία 70 λεπτών με τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, η οποία καλύφθηκε από ένα ηχηρό “απόρρητο” σχετικά με το τι ειπώθηκε και από τις δύο πλευρές.

Για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι 48 ώρες στο Βερολίνο ήταν ένας αναγκαίος σταθμός στην πορεία εδραίωσης του πρωθυπουργικού του προφίλ. Το έκανε και ο Αλέξης Τσίπρας, πριν εκλεγεί πρωθυπουργός, κι αφού σταδιακά ξεπέρασε τον αποκλεισμό από το ευρωπαϊκό ιερατείο.

Το ερώτημα, όμως, τώρα, είναι κατά πόσο μπορεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση) να επενδύει στον ρόλο της Γερμανίας.

Ο κ. Τσίπρας προσέφυγε αρκετές φορές στην Γερμανίδα Καγκελάριο αναζητώντας πολιτική λύση κάθε φορά που κάποια φάση της διαπραγμάτευσης κατέληγε σε αδιέξοδο, είτε με ευθύνη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είτε εξαιτίας των τακτικών σχεδιασμών του κ. Σόϊμπλε και του συστήματος επιρροής που διαθέτει στο Eurogroup. Ο κ. Μητσοτάκης φάνηκε να στηρίζεται περισσότερο στον ισχυρό Γερμανό υπουργό Οικονομικών, εάν λάβουμε σοβαρά υπόψη τις καταγραφές στον Γερμανικό Τύπο και ιδιαίτερα το αποκαλυπτικό δημοσίευμα της FAZ, σύμφωνα με το οποίο οι επίμονες αναφορές του κ. Σόϊμπλε στην πιθανότητα Grexit ίσως να αποσκοπούν στην πτώση της κυβέρνησης της Αθήνας και την στήριξη του προέδρου της Ν.Δ στο αίτημά του για εκλογές.

Μπορεί, ωστόσο, κανείς να στηρίζεται, πλέον, στους υφιστάμενους συσχετισμούς στο Βερολίνο;

Μια σοβαρή ευρωπαϊκή χώρα δεν θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να εξαρτά την υπόστασή της από το εάν “υιοθετείται” κατά περίπτωση από την γερμανική ηγεμονική δύναμη. Συμμαχίες φυσικά και οφείλει να αναζητά, πρωτίστως, όμως, οφείλει να διαθέτει εθνικό σχέδιο και να επιχειρεί να το προωθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα διεθνή fora.

Ιδιαίτερα, όμως, στην περίπτωση της (σημερινής) Γερμανίας, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.

Η Άνγκελα Μέρκελ αμφισβητείται πια ευθέως ακόμα και από το ίδιο της το κόμμα ή τον κυβερνητικό της εταίρο, τους Χριστιανοκοινωνιστές (GSU). Ο δε Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, αν και παραμένει δημοφιλής στον σκληρό πυρήνα του εκλογικού σώματος του CDU, μπαίνει καθημερινά στο στόχαστρο εξαιτίας των κραυγαλέων παλινωδιών του και της πολεμικής του έναντι της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.ο.κ.

Η εκτόξευση των δημοσκοπικών ποσοστών του SPD μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Μάρτιν Σουλτς και η ισχυρή πιθανότητα να έχουμε στις γερμανικές εκλογές ένα “ντέρμπι” οδηγεί σε μια πρωτοφανή πόλωση για τον γερμανικό πολιτικό πολιτισμό. Ο Σουλτς γίνεται στόχος ακόμα και ενός βρώμικου πολέμου, στον πυρήνα του οποίου βρίσκονται οι ευρωπαϊκές θέσεις του (π.χ υπέρ της Κομισιόν ή για την ανάγκη έκδοσης ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη) και ειδικότερα οι απόψεις του για την Ελλάδα.

Προσώρας, η πολεμική Σόϊμπλε κατά Σουλτς δεν αποφέρει δημοσκοπικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, το άστρο της Μέρκελ σιγοσβήνει, ο Σόϊμπλε κλονίζεται και η πιθανότητα να κερδίσουν τις εκλογές οι Σοσιαλδημοκράτες γίνεται ισχυρότερη. Ο Σόϊμπλε γνωρίζει πως εάν δεν υπάρξει ανατροπή η πορεία του είναι προεξοφλημένη. Είτε θα χάσει το κόμμα του, είτε ακόμα κι αν κερδίσει οριακά ο ίδιος δεν θα παραμείνει στο υπουργείο Οικονομικών. Κι ακόμα χειρότερα, κινδυνεύει να αμαυρώσει την υστεροφημία του, κάτι που φαινόταν μέχρι πρότινος εξασφαλισμένο.

Αυτή η πόλωση μπορεί να περιορίσει τη δυναμική του ξενοφοβικού AfD (που τάσσεται ευθέως υπερ του εξοβελισμού της Ελλάδας από το ευρώ και της διάλυσης της Ευρωζώνης), όμως ενδέχεται να αναγκάσει τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε να επιχειρήσει ακόμα και το απονενοημένο διάβημα ενός Grexit. Το πληγωμένο θηρίο γίνεται πάντοτε πιο επικίνδυνο.

Τακτικά, εάν επιλέξει κανείς “σύμμαχο” αυτή την ώρα στο Βερολίνο, αυτός μπορεί να είναι κυρίως η Άνγκελα Μέρκελ. Όχι γιατί πρέπει να προτιμά κανείς την επανεκλογή της έναντι του Μάρτιν Σουλτς (η νίκη του δεύτερου θα είχε πιθανότατα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, αν και πάντοτε μία κυβέρνηση στο Βερολίνο -όποια κι αν είναι- τα γερμανικά συμφέροντα θα υπερασπίζεται), αλλά διότι η Γερμανίδα Καγκελάριος δεν θέλει να συνδέσει τη θητεία της με την κατάρρευση της Ευρωζώνης και της Ευρώπης. Υπό αυτές τις συνθήκες διαμορφώνονται κάποιες -έστω ισχνές ελπίδες- ότι ίσως μεταβούμε από την “Γερμανική Ευρώπη” σε μια “πιο Ευρωπαϊκή Γερμανία”.

Η Μέρκελ, όσο ακόμα βρίσκεται στα ηνία της Ευρώπης, νοιώθει πως έχει μία “υποχρέωση” απέναντι στην ιστορία. Παίζει την υστεροφημία της στο κατώφλι μιας εποχής που αλλάζουν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί, μετά το Brexit και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Αυτό το γεωπολιτικό ερώτημα (με ποιους και πως) η μικρή και ημιχρεοκοπημένη Ελλάδα δεν μπορεί να το διακινδυνεύσει στο βωμό των εσωτερικών σκοπιμοτήτων. Η τοποθέτηση της χώρας έναντι αυτών των νέων συσχετισμών και των βίαιων αλλαγών είναι ένα θέμα που αφορά και τον κ. Τσίπρα, και τον κ. Μητσοτάκη, και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, και την επιχειρηματική ελίτ και, φυσικά, την κοινωνία.

Δεν εξαντλείται στα 70 λεπτά μιας συνάντησης με τον Σόϊμπλε, ούτε στα τηλεφωνήματα “συναγερμού” με την Μέρκελ ή τον Ολάντ. Απαιτεί περίσκεψη και συνεννόηση.

Για να συμβεί, όμως, αυτό πρέπει να πέσουν οι τόνοι. Όχι αναζητώντας κάποια κυβερνητική οικουμενικότητα, όπως προωθούν ορισμένοι για ευνόητους λόγους. Αλλά για να βρεθεί εκείνος ο απαραίτητος χρόνος για “αναπνοές” και ψύχραιμη αντιμετώπιση όσων είναι πιθανό να συμβούν. Μπορεί να λέγεται (και είναι εν γένει σωστό) πως η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, αλλά οφείλουμε να απαντήσουμε κυρίως στο “ποια Ελλάδα” σε “ποια Ευρώπη”…

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: