Ο κόμπος έφτασε στο χτένι: Είναι το αμήν ή ακόμη σωζόμαστε; Αγωνία για τον κυπριακό λαό




Γράφει ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο*

Το «Κυπριακό» φτάνει σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας του, εξαιρετικά κρίσιμη και επικίνδυνη για τους εξής δυο βασικούς λόγους: την σημερινή θανατηφόρα, θα ‘λεγα, απάθεια και μη συμμετοχή των Ελληνοκυπρίων στα τεκταινόμενα που άμεσα τους αφορούν και την εγκληματική επιλογή του Προέδρου Αναστασιάδη, ως βάση συζητήσεων, του καταδικαστικού «Κοινού Ανακοινωθέντος» το οποίο επιβεβαιώνει ακόμη δυσμενέστερες παλαιότερες αποφάσεις για την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Αυτών δοθέντων, θα ήθελα να εκφράσω, σε σχήμα εισαγωγής στο κεντρικό θέμα, ορισμένα σχόλια αναφορικά με την ελλαδική έκθεση στην «κυπριακή κατάσταση» και, τελικά, στην «κυπριακή λύση», δηλαδή  σχετικά με την παρουσία ή απουσία της Ελλάδας στη σκηνή.

‘Ισως όσα ειπωθούν εδώ να θεωρηθούν λανθασμένα ή υπερβολικά ή και ψέματα, δημιουργώντας έτσι  αντικρουόμενα συμπεράσματα.

Έχοντας γνωρίσει όλες τις σχέσεις Ελλάδα-Κύπρου από το 1915 και μετά, και ειδικά από το 1960 έως σήμερα, πρέπει να πούμε ειλικρινά πως το «Κυπριακό» δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ «φλέγον ζήτημα» που να απασχόλησε πραγματικά την Ελλάδα (τις ελλαδικές πολιτικές ηγεσίες και τον ελλαδικό λαό).

Δεν μιλώ βέβαια μόνο για το απερίγραπτο καραμανλικό «Η Κύπρος κείται μακράν», το οποίο όμως, όσο και να θέλουμε να το απενεχοποιήσουμε, καθρέφτιζε αν όχι μια πρακτική, τουλάχιστον μια τάση συμπεριφοράς που οι ρίζες της πάνε αρκετά μακριά, ίσως ακριβώς και στον Ζαΐμη του 1915.

Δεν νομίζω πως θα μας καταδικάσουν για αιρετικούς εάν πούμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική ποτέ πραγματικά δεν θεώρησε τη Κύπρο έστω και απλά μέρος της ελληνικής επιρροής. Και ποτέ δεν υπήρξε μέσα στα «πλάνα» της σχέδιο ή ιδέα αληθινής συνέργειας στα κυπριακά δρώμενα ούτε και, ακόμη περισσότερο, άμεσης σύνδεσης/ενοποίησης με την κυπριακή οντότητα.

Ο ίδιος ο ελληνικός λαός στη πλειοψηφία του, εκτός από μια εποχή (ίσως και «κατευθυνόμενων») εκδηλώσεων δημόσιας υποστήριξης, που δεν κράτησε πάντως και πολύ, δεν έδειξε ποτέ να νιώθει το «Κυπριακό» σαν ένα θέμα άμεσα σχετιζόμενο με την ελλαδική ιστορία και εξέλιξη, σαν κάτι δικό του που έπρεπε να το διεκδικήσει και να το προφυλάξει πάση θυσία για να μην το χάσει.

Και βέβαια τώρα το να υπενθυμίζουμε πως «αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιούμε ότι το «κυπριακό» μπαίνει σε πολύ κρίσιμη φάση», είναι – το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πούμε – φαρισαϊκό και υποκριτικό, όταν το «Κυπριακό ζήτημα» είναι μία συνεχής κρίση, όταν ελληνοκυπριακά ατοπήματα και λάθη και υποχωρήσεις, και τουρκοκυπριακές/τουρκικές επιβουλές και τετελεσμένα και απαιτήσεις χρόνια τώρα οδηγούν αυτό το «Κυπριακό» από μια κρίση στην άλλη και η κάθε μια από αυτές τις κρίσεις προξενεί και μια ζημία για την Κυπριακή Δημοκρατία και έναν ακόμη κίνδυνο θανάτου για τον ελληνοκυπριακό λαό, χωρίς κανείς, και στην Ελλάδα και στη Κύπρο (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) να δείχνει πως καταλαβαίνει όντως το μέγεθος του αφανισμού που δρομολογείται, όταν και η ίδια η ελληνοκυπριακή ηγεσία, «με το πιστόλι ή όχι στο κρόταφο» (και τα δυο μεγαλύτερα κόμματα) κάνουν ό, τι χρειάζεται για να ευνοήσουν τα σχέδια της Τουρκίας και το διαδίδουν χωρίς αιδώ.

Όσο για τον ελληνικό πολιτικό κόσμο βεβαίως είναι τελείως απαράδεκτο να υπάρχει έστω και μόνο η υπόνοια ότι ένα μέρος αυτού του κόσμου δεν (μπορεί να) αντιλαμβάνεται τις «συνθήκες» που ορίζουν το «Κυπριακό» και τις «επιπτώσεις μιας κακής λύσης», όπως ακούσαμε πρόσφατα να λέγεται με μια δυσνόητη ελαφρότητα.

Ειδικά ο ελληνικός πολιτικός κόσμος θα πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει άπταιστα το «κυπριακό θέμα», από το άλφα έως το ωμέγα,  διότι είναι ένα θέμα που συνδέεται πρωτίστως και άμεσα και αιώνια με τον Ελληνισμό και ο Ελληνισμός είναι και θα πρέπει να είναι το άλφα και το ωμέγα του ελληνικού πολιτικού κόσμου, αλλά και να ασχολείται στην ουσία, στη πράξη και στη πραγματικότητα με αυτό, αλλά και να απαιτεί επίσης να έχει και να εκφράζει λόγο και γνώμη που θα αποκρούουν και θα εξουδετερώνουν τις ξένες φιλοτουρκικές επικοινωνιακές απόπειρες.

Οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι οι ηττημένοι, όπως πάλι ακούσαμε, αλλά πολύ απλά οι προδομένοι από όλους, και εάν πάλι ηττήθηκαν, αυτό το οφείλουν, δυστυχώς όπως όλοι ξέρουμε, σε ξένες και ελλαδικές ενέργειες (τα ίδια εκείνα έτη 1973-1974) και δευτερευόντως, αλλά όχι λιγότερο ένοχα, στους  ίδιους εσωτερικούς τους μειοδότες.

Και ακόμη, το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε, δυστυχώς είναι αναμφισβήτητο ότι και σήμερα στην ελληνοκυπριακή πολιτική ζωή η σπορά εκείνων που το 1973-74 πούλησαν τη Κύπρο είναι θαλερή και αναιδώς συνεχίζει να εκφράζεται υπέρ της Τουρκίας και των «δικαιωμάτων» της: ή ανοιχτά εκφράζεται ή συμπεριφέρεται υπονοώντας και υπονομεύοντας!

Και στις δυο περιπτώσεις όμως η έννοια του «εφιάλτη» είναι η ίδια. Και την αντικρίσαμε ξανά στο «θέμα Κοτζιά» που εφεύραν εκ του μηδενός.

Τώρα, αυτές τις κρίσιμες στιγμές, ζητάμε «εθνική ομοψυχία» και «εθνική στρατηγική», υποθέτω Ελλάδας –Κύπρου, επικίνδυνα αργά, διότι όλα αυτά θα έπρεπε να είχαν γίνει πριν από αρκετά χρόνια έχοντας σαν τελικό αποτέλεσμα δυο σκοπούς: την ανατροπή των τετελεσμένων τα οποία η Τουρκία με επιμονή και υπομονή «κατασκεύαζε» στη Κύπρο και την καταδίκη της Τουρκίας ως εισβολέας, καταστροφέας και διεθνής εγκληματίας.

Υπήρξε κάποτε και ένα «Δόγμα», τα ίχνη του οποίου  χάθηκαν το 1967, έστω κι αν τρία χρόνια πριν υπήρξε η δεύτερη (και τελευταία ως τώρα) δυνατότητα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αν και προσωπικά πολλά πράγματα αυτής της «υπόθεσης» μου φαίνονται τουλάχιστον παράξενα και σουρεαλιστικά, και δεν θα ήθελα να ήταν το δόλωμα και κάπως ένα casus belli που θα επέτρεπε στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας.

Αλλά ας κάνουμε μια μικρή «εξέταση συνείδησης»: ως «εγγυήτρια» δύναμη της Κύπρου η Ελλάδα τι έκανε; Από το 1960 και μετά; Από το 1974 και μετά; Από το 1983 και μετά και από το 2004 και μετά;

Και ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί «ανθελληνικό» εάν η απάντηση  είναι: δεν έκανε απολύτως τίποτα. Και ιδίως: τίποτα το ευνοϊκό για τους Ελληνοκύπριους, κάτι που να τους έδωσε κάποιο πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.

Σήμερα φτάσαμε, λένε, στο «αμήν» και «για να εξασφαλίσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» θα πρέπει σε αυτό το «αμήν» η Ελλάδα και η Κ.Δ. να «διαπραγματευτούν σκληρά». Δηλαδή καιρός είναι η Ελλάδα και η Κύπρος να πορευτούν μαζί. Επιτέλους! Κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Τί όμως να διαπραγματευτούν σκληρά;

Φτάσαμε έως εδώ έχοντας σαν «οδικό χάρτη» μόνο το  «πρόγραμμα» που εκπόνησε η Τουρκία και προέβαλε  μέσω των Τουρκοκυπρίων, και το οποίο σχεδόν «θριαμβευτικά» έγινε, απερίσκεπτα,  δεκτό από εμάς τους ίδιους, Ελληνοκύπριους και  Έλληνες, και έγινε δεκτό γιατί εμείς οι ίδιοι δεν διαθέταμε και δεν θελήσαμε να διαθέσουμε και να επιβάλουμε ένα δικό μας,  ελληνικό και ελληνοκυπριακό «χάρτη», με απρονοησία δεχόμενοι τα «πεπατημένα» και τους λανθασμένους προσανατολισμούς των απαράδεκτων προηγουμένων Ελληνοκυπρίων ηγετών και ξένων «μεσολαβητών» από το 2006 και μετά.

Η Τουρκία έχει κατορθώσει να διατηρήσει «ζωντανό» το πρόγραμμά της διότι ήξερε απ’ την αρχή πως με αυτό το πρόγραμμα θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα κατακτούσε ολόκληρη τη Κύπρο. Και δεν υποχωρεί σε τίποτα.

Αυτά τα ήξεραν, έπρεπε να τα ξέρουν και να τα αποφύγουν οι Ελληνοκύπριοι και Έλληνες αν πραγματικά υπήρχε «ένωση ιδεών» και σύμπνοια μεταξύ τους.

΄Η μήπως δεν τα ήξεραν; ή δεν τα φαντάστηκαν; Και τώρα, την τελευταία στιγμή, με το νερό στο λαιμό, με τους ξένους να έχουν δημιουργήσει διεθνώς και εντέχνως μια ατμόσφαιρα ευφορίας για τη συμφωνία που «θα γίνει» και για τη σπουδαία «τουρκική λύση» – τώρα πρέπει να «διαπραγματευτούμε σκληρά»! Και όχι μόνο: πρέπει επίσης να αποκρούσουμε και τις πιέσεις που μας ασκούνται!

Εγγυήσεις, τουρκική στρατιωτική κατοχή, ΔΔΟ: ένα τρίπτυχο εφιαλτικό.

Η μόνη διέξοδος – που πρέπει να γίνει όμως με πολύ βαριές κατηγορίες εναντίον της Τουρκίας – είναι η οριστική εξάλειψη  οποιωνδήποτε ενδεχόμενων «εγγυήσεων», η παντελής αναχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων χωρίς καμία εξαίρεση και η αλλαγή όλων των δεδομένων ώστε το νέο σχήμα της Κυπριακής Ομόσπονδης Δημοκρατίας να είναι μια πραγματική Ομοσπονδία με σεβασμό σε όλα τα δημοκρατικά κριτήρια που ορίζουν μια Ομοσπονδία.

Όσο για τους εποίκους, αυτοί δεν μπορούν βέβαια, με το «κόλπο» της ΔΔΟ, να γίνουν ευρωπαίοι πολίτες! Αυτοί είναι Τούρκοι και σαν Τούρκοι πρέπει να μείνουν, ξένοι μέσα στον κυπριακό χώρο. Αλλοίμονο αν ο Αναστασιάδης δεχθεί να γίνουν «κοινοτικοί»(!!) οι 140.000 Τούρκοι της Ανατολίας, δηλαδή το «βαθύ τούρκικο στοιχείο», το οποίο με την ΔΔΟ διόλου απίθανο να γιγαντωθεί έως τους 300.000.

Μια σωστή «λύση», κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνη με την οποία όσοι έποικοι δεν γεννήθηκαν στη Κύπρο ή θα φύγουν ή θα μείνουν πάντα Τούρκοι, όπως είναι στην πραγματικότητα.

Και μιας και μιλάμε για «ξένους», δεν βλάπτουν και δυο λόγια για τον απερχόμενο αμερικανό «πλανητάρχη»(τρόπος του λέγειν) και για το πώς και τί «σκέφτεται» σχετικά με τη Κύπρο.

Όχι και πολύ ευνοϊκά πράγματα, για να πούμε την αλήθεια. Και πολλές υποκρισίες!

Ιδού ποιες:

– πρώτη υποκρισία: λέει πως «πρόκειται για μια διαπραγμάτευση μεταξύ Κυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων».

–  δεύτερη υποκρισία: λέει πως «θέλουμε μια λύση που να εξασφαλίζει ισοτιμία».

– τρίτη υποκρισία: δεν εννοεί να δει ότι απ’ τη μια μεριά είναι μια νόμιμη κυβερνητική οντότητα και απ’ την άλλη μια παράνομη, σφετεριστική δύναμη.

–  τέταρτη υποκρισία: λέει πως θα υπάρξει συμφωνία όταν «θα συναντηθεί η σκέψη των δυο ηγετών» (σαν να ακούω τον Ακιντσί!), ξέροντας πάρα πολύ καλά πως ο ένας «ηγέτης» είναι ένας «βαλτός» Τούρκος.

–  πέμπτη υποκρισία: κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι οι Τούρκοι είναι οι εισβολείς και κατοχικοί και ότι το διεθνές δίκαιο πήγε κατά διαόλου και πηγαίνει κατά διαόλου με τον Ερτντογάν και την δική του ΔΔΟ.

–  έκτη υποκρισία: δείχνει πως συνεχίζει να είναι αθεράπευτα ψεύτης «ξεχνώντας» πως με την ΔΔΟ η Τουρκία θέλει να νομιμοποιήσει την παράνομη εισβολή της, τα εγκλήματά της, τις καταστροφές, την διαίρεση, τη κατοχή και έλεγχο σε όλο το κυπριακό έδαφος.

Μια υποκρισία αμετροεπής όπως είναι η υποκρισία των «ισχυρών» προς εκείνους που θεωρούν «μικρούς»!

Το «Κυπριακό», με ή χωρίς Ομπάμα, «ξεγυμνώνει» αυτές τις μέρες την ουσία των σχέσεων Ελλάδας-Κυπριακής Δημοκρατίας. Καλώς ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς όρθωσαν επιτέλους ανάστημα. Αρκεί να το κρατήσουν! Και πάλι όμως δεν είναι αρκετό: πρέπει να φέρουν την Τουρκία σε τέτοιο αδιέξοδο ώστε να μπορούν μετά να την καταστήσουν διεθνώς υπόλογο για όλα τα δεινά της Κύπρου και όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων της.

Και προπάντων πρέπει να πείσουν τον Αναστασιάδη να μην παραδεχθεί καμία «τουρκική λύση».

Είναι ντροπή και, για την αλήθεια, απαράδεκτη προδοσία στην Ελλάδα και στη Κύπρο να βγαίνουν σήμερα, σε κυβερνήσεις και σε Βουλές, οι ντόπιοι «ευνοούμενοι» και «συνεννοημένοι» του Ερντογάν προσπαθώντας να διαλύσουν, προς όφελος της Τουρκίας, την μοναδική αναγκαιότητα σύμπραξης και αντίδρασης και επίθεσης που πρέπει να υλοποιηθεί και να καθορίσει τις ελλαδο-κυπριακές  πράξεις.

Η ηλιθιότητα και εγκληματικότητα της αποδοχής του «λύση και όποια λύση» βγάζει μάτι. Και οι θιασώτες της, αποδεχόμενοι το τουρκικό σχέδιο λύσης, είναι φανερό πως δεν είναι Ελληνοκύπριοι, διότι το να είσαι Ελληνοκύπριος και να θέλεις τη Τουρκία μετά από τόσα που η Τουρκία έκανε και κάνει στη Κύπρο, ισοδυναμεί μόνο με προδοτική συμπεριφορά, έστω και αν το να μιλάς στη Κύπρο για «προδοσία» φαίνεται να είναι ταμπού!

Επομένως ας αφήσουμε τις σοφιστείες και τα λογοπαίγνια. Θιασώτες τουρκολάγνοι μόνο στη Τουρκία μπορούν να ζήσουν, όχι στη Κύπρο, και μέγα λάθος είναι που διατηρούν ακόμη την ελληνοκυπριακή υποκοότητα/ιθαγένεια.

Επανερχόμενοι όμως στο κεντρικό θέμα, είναι απόλυτα παράλογο να λέμε πως, επειδή οι παλιές, ενδοτικές κινήσεις των Ελληνοκυπρίων ηγητόρων πρόσδωσαν αξία συζήτησης σε τουρκογενείς προτάσεις και προοπτικές, είμαστε υποχρεωμένοι σήμερα να δεχόμαστε αυτές τις συζητήσεις, με τις απαιτήσεις που περιλαμβάνουν, τις παρανομίες που προνοούν και τα υπέρ Τουρκίας αδιέξοδα που εγκυμονούν, και επίσης, έχοντας τελικά βεβαιωθεί για το ατελέσφορο μιας τέτοιου είδους λύσης μαζί με την κυνική αδιαλλαξία της Τουρκίας, είναι εξίσου αντι-ιστορικό να λέμε πως δεν μπορούμε και δεν πρέπει και δεν δικαιούμαστε να τις ανατρέψουμε σε ένα διεθνές φόρουμ και να ανατρέψουμε επιτέλους την αλαζονεία και την αναίδεια της τουρκοκυπριακής/τουρκικής πλευράς που δεν ανέχεται να της πάνε κόντρα, που δεν δέχεται καμία ουσιαστική υποχώρηση, που γνωρίζει μόνο τη δική της απόλυτη ιδιοτέλεια και αδιαφορεί για τη πραγματική δημοκρατική ισότητα, τη δημοκρατική ισονομία, δικαιοσύνη και κυβέρνηση (άλλωστε το τί εστί Τουρκία το βλέπουμε σήμερα στην ίδια την Τουρκία! Και το βλέπουν και οι ξένοι!

Δεν θα ήταν άσχημα, όχι, θα ήταν μάλλον επιβεβλημένο οι Έλληνες και Κύπριοι «αρχηγοί» και υπουργοί τους να μπουν στο κόπο να μελετήσουν βαθιά και στην ουσία των πραγμάτων ένα εξαιρετικής πολιτικο-στρατηγικής σκέψης κείμενο που πρόσφατα κυκλοφόρησε στον παρόντα ιστότοπο με τίτλο: Εκβιασμός με μοντέλο Κριμαίας και δόλωμα με χάρτες, μια τέλεια ενδεικτική γραμμή της ακολουθητέας πολιτικο-διαπραγματευτικής οδού που εκπόνησε με ξεχωριστή διορατικότητα και οξύνοια ο Δρ. Γιάννος Χαραλαμπίδης.

Αυτός μπορεί να είναι ο οδηγός για την απαλλαγή επιτέλους από όλες τις βλαβερές επιρροές παλαιών υποχωρήσεων πριν η όλη υπόθεση φτάσει σε σημείο μη επιστροφής. Είναι εφικτό;

Η διακοπή των συνομιλιών στο Mont Pelerin (Μον Πελερέν, και όχι Πελεράν!) εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας, πλεονεξίας και οίησης είναι δυνατόν να γίνει η αφορμή μιας «αντεπίθεσης» που θα αποδείξει και αναδείξει αυτές τις τρεις «αρετές» της Τουρκίας, θα φέρει αυτήν σε θέση κατηγορούμενης και θα δώσει οξυγόνο στον ελληνοκυπριακό λαό.

Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ότι είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε σε κάτι το καταστρεπτικό για εμάς, τώρα που… οι κόμποι έφτασαν στο χτένι, ούτε και να συνεχίσουμε τους παλιούς ολισθηρούς, τραγικούς δρόμους των προκατόχων μας.

Και ούτε ότι, επειδή αρέσει σε Άιντα, ΗΠΑ, ΕΕ,  Αγγλία, Τουρκία, είμαστε και εμείς  υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε αυτούς τους δρόμους.

Οι αλήθειες βγήκαν μια-μια στην επιφάνεια. Η Ελλάδα και η Ελληνική Κύπρος είναι πάλι, αυτή τη φορά πραγματικά μαζί,  και μαζί έχουν τη δύναμη να αντέξουν σε οποιοδήποτε είδος πίεσης.

Να πούμε τότε στους ελλαδικο-κυπρίους  διαπραγματευτές τον περίφημο στίχο του Δάντη: qui si parrà la tua nobilitate;

Να δούμε τι είδους nobilitate διαθέτουν, που δεν διαθέτουν, αν αληθεύει πως ο Αναστασιάδης στην απομόνωση των ελβετικών Άλπεων έχει ήδη δεχθεί την τουρκική «πενταμερή»!  Και το πιο κακό: ούτε κοινοποίησε προηγουμένως την απόφασή του στην Ελλάδα, ούτε καν την συζήτησε!

Κατά τα άλλα, είναι σε συνεχή, στενή επαφή με Τσίπρα και Κοτζιά!

Απ’ την άλλη, το να ζητάει σήμερα ο Αναστασιάδης απ΄ τον ελληνοκυπριακό λαό και πολιτικό κόσμο ενότητα και αποφυγή διχόνοιας, δεν νομίζω να προμηνύει καλά πράγματα. Εξάλλου, ειλικρινά, τί μπορεί κάποιος να περιμένει από τον Αναστασιάδη 2016 άσχημο αντίγραφο του Αναστασιάδη 2004; Ή μήπως έγινε άλλος άνθρωπος;

  • Ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο είναι Ελληνιστής, συγγραφέας

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: