Αναζητώντας την Ευρώπη: Σε κακόφημα λουτρά, στα καπνοπωλεία, στο λιμάνι, στην ταβέρνα…




Της Ιωάννας Μπουραζοπούλου*

Σε κάποιο απόμερο σοκάκι του λιμανιού, ανάμεσα σε κακόφημα λουτρά, καπνοπωλεία και πορνεία, βρίσκεται μια χαμηλοτάβανη ταβέρνα που τα παράθυρα της δεν βλέπουν τη θάλασσα.

Λένε πως είναι παλιότερη κι απ’ το λιμάνι κι απ’ την πρώτη υπόσχεση επιστροφής που δεν τηρήθηκε κι απ’ το πρώτο κατάρτι που ξέβρασε κομματιασμένο το κύμα. Υποδέχεται μόνο ναυαγούς. Κάθε φορά που ανοίγει η ξεχαρβαλωμένη πόρτα της, τρίζοντας παραπονιάρικα σαν ύφαλα σαπιοκάραβου, τρεμουλιάζει η φωτιά στο τζάκι και ταλαντεύονται τα κάδρα στον τοίχο όπως σε φουρτούνα.

Έτσι και τώρα, η πόρτα άνοιξε με τόση ορμή που η ριπή του ανέμου κόντεψε να σβήσει τις πήλινες πίπες. Οι τρεις γυναίκες που φουμάριζαν μπροστά στη φωτιά σήκωσαν το θολωμένο από την κάπνα βλέμμα. Το κατώφλι δρασκέλιζε ένας ψαρομάλλης ναυτικός, σέρνοντας το ξύλινο πόδι του, με σκισμένο ρούχο, σβησμένα απ’ την αλμύρα τατουάζ και μια υδρόγειο για σκουλαρίκι.

«Ναυάγησα», είπε βραχνά, σαν να συστηνόταν.

Η ταβερνιάρισσα έσπρωξε την κανάτα προς το μέρος του, σαν να συστηνόταν κι αυτή, να ‘λεγε είμαι η ταβερνιάρισσα, πάρε να πιεις.

«Αλίμονο», στέναξε η γριά-Αλίμονο και χτύπησε με τη ροζιασμένη παλάμη την άδεια καρέκλα δίπλα της, προσκαλώντας τον να καθίσει.

Ο ναυαγός βολεύτηκε στην καρέκλα που του υπέδειξαν και ήπιε το κρασί που του πρόσφεραν. Με την άκρη του ματιού του περιεργάστηκε την τρίτη πίπα που άχνιζε στο μισοσκόταδο. Η γυναίκα που την κρατούσε ήταν στραμμένη προς τη φωτιά, ξαπλωμένη στην βαθιά πολυθρόνα και μόνο ο καπνός της εκπνοής της, που αναδυόταν σε δαχτυλίδια, υποδήλωνε την παρουσία της.

«Είναι η ξένη», εξήγησε η ταβερνιάρισσα, εννοώντας πως η άγνωστη ήταν ανέκαθεν η ξένη και η ξένη θα παρέμενε. Καθάρισε με το μανίκι της τον πάγκο για να του κάνει χώρο, όλοι οι πελάτες της, αργά ή γρήγορα, άπλωναν έναν χάρτη κι έπιναν στα λάθη του. Πράγματι ο ναυαγός εμφάνισε στον πάγκο τα κομμάτια ενός διαλυμένου χάρτη.

«Το όνειρό μου», είπε με καημό.

«Αλίμονο», στέναξε η γριά-Αλίμονο, ενόσω τα χέρια της περιπλανιόντουσαν διερευνητικά στις σκισμένες του τσέπες.

«Κι όμως, ο χάρτης το υπόσχεται ολοκάθαρα», είπε πικρά ο ναυαγός, «αν πλεύσεις μέσα από τις Ηράκλειες Στήλες θα ανακαλύψεις μια νέα ήπειρο, που εκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό κι απ’ τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια». Τα νύχια της γριάς ψαχούλευαν τόσο επίμονα τα ρούχα του που γρατζούνιζαν το δέρμα του. «Μια ήπειρος θαυμαστή, όπου επικρατεί η ειρήνη, ο σεβασμός στη ζωή, η αγάπη για τα έργα του πνεύματος και της τέχνης, όπου καλλιεργούνται τα πιο υψηλά ιδανικά».

Η γριά ανακάλυψε ένα νόμισμα στη φόδρα της τσέπης του, το πέταξε στην ταβερνιάρισσα, εκείνη το έπιασε στον αέρα.

«Τι άλλο λέει ο χάρτης;» ρώτησε ρίχνοντας το νόμισμα στο ταμείο της.

«Ότι οι λαοί της νέας αυτής ηπείρου αναπτύσσονται ενωμένοι, τιμούν τις συμφωνίες τους και γιορτάζουν τις διαφορές τους. Η προσφορά και η ζήτηση δεν υπακούν στους νόμους της απληστίας, καθένας δίνει αυτό που μπορεί και παίρνει αυτό που χρειάζεται».

«Δεν υπάρχει τέτοια ήπειρος», χαμογέλασε η ταβερνιάρισσα. Του έδειξε την υδρόγειο που κρεμόταν στο αυτί του. «Να, συμβουλέψου και το σκουλαρίκι σου. Μέσα απ’ τις Ηράκλειες Στήλες βρίσκεται απλώς ο δρόμος που διασχίζει την Ασία και καταλήγει στην Αμερική».

«Αλίμονο», στέναξε η γριά, ξετρυπώνοντας ένα πουγκί με καπνό από την ζώνη του.

«Το σκουλαρίκι είναι τενεκές», μουρμούρισε ο ναυαγός, «μου ζητάς να συμβουλευτώ έναν τενεκέ;»

«Πάντως επέζησε από το ναυάγιο, ενώ ο χάρτης σου διαλύθηκε».

«Το αγόρασα σε κάποιο άθλιο καταγώγιο που έμοιαζε με τούτο εδώ», συνέχισε μουτρωμένος. «Μου το πούλησε ένας πονηρός πραματευτής που μιλούσε σαν εσένα. Τον χάρτη όμως, τον ονειρεμένο χάρτη, μου τον χάρισε ένας ευγενικός λόγιος που μιλούσε σαν ποιητής. “Στον εμπιστεύομαι”, μου είπε, “είναι το πιο πολύτιμο απόκτημα της βιβλιοθήκης μου”».

«Άλλη φορά να εμπιστεύεσαι μόνο ό,τι αγοράζεις». Η ταβερνιάρισσα τσίμπησε μια πρέζα καπνό από το πουγκί που είχε αρπάξει η γριά και γέμισε την πίπα της. «Στα καταγώγια τουλάχιστον ξέρεις τι μούτρα συχνάζουν και με τι σκοπούς σε πλησιάζουν, οπότε λαμβάνεις τα μέτρα σου. Έτσι το ναυάγιο κοστίζει και πονάει λιγότερο».

«Δεν έχει σημασία τώρα πια», είπε μελαγχολικά ο ναυαγός. «Αφού η νέα ήπειρος δεν υπάρχει, δεν έχω λόγο να ταξιδέψω ξανά». Φύσησε δυνατά και σκόρπισε τα κομμάτια του χάρτη. «Τώρα ο κόσμος δεν είναι παρά μια σκοτεινή ταβέρνα σαν κι αυτή, γεμάτη ληστές, εμπόρους και απελπισμένους ναυαγούς. Δεν αξίζει να τον εξερευνήσω». Κοίταξε τα γαμψά νύχια της γριάς, το κλειδωμένο ταμείο της ταβερνιάρισσας και το ξύλινο πόδι του. Κούνησε το κεφάλι περίλυπος και το σκουλαρίκι περιστράφηκε γύρω από τον άξονά του. «Μια τενεκεδένια υδρόγειος».

Ήπιε το υπόλοιπο κρασί της κανάτας, που του είχε στοιχίσει ένα νόμισμα και ένα πουγκί με ταμπάκο και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει. Η ταβερνιάρισσα υπενθύμισε πονηρά: «Υπάρχει και η ξένη».

Ο άντρας στράφηκε προς το μέρος της τρίτης γυναίκας. Δαχτυλίδια καπνού ξεπρόβαλλαν από την πλάτη της πολυθρόνας, φανερώνοντας την παρουσία της. Καθώς ο δεξιός αγκώνας της ήταν στερεωμένος στο μπράτσο της πολυθρόνας, μπορούσαν να διακρίνουν τα μακριά, περιποιημένα της δάχτυλα να σφίγγουν την πήλινη πίπα. Δάχτυλα αγάλματος.

«Αδιαφορεί για εμάς», είπε ο ναυαγός.

«Εκπλήσσεσαι; Σε μια ταβέρνα όπως την περιέγραψες, γεμάτη ληστές, εμπόρους και απελπισμένους ναυαγούς, τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να βρει μια γυναίκα σαν αυτήν;»

Ο άντρας παραδέχτηκε ότι η εμπόρισσα δεν είχε άδικο. Αν η ξένη δεν ήθελε να πουλήσει, να αγοράσει, να ληστέψει και να ληστευτεί, γιατί να πλησιάσει προς το μέρος τους; Ένιωσε ότι ο ίδιος πατούσε στο ένα ημισφαίριο της υδρογείου και η μυστηριώδης άγνωστη στο άλλο. Ίσως τελικά η νέα ήπειρος να μην βρίσκεται μέσα απ’ τις Ηράκλειες Στήλες, αλλά μέσα σε τούτη την ταβέρνα. Ίσως η ομορφιά και η αλήθεια να κρύβονται στα καταγώγια της οικουμένης, περιμένοντας τον τολμηρό εξερευνητή που θα τις ανακαλύψει. Δεν είχε ιδέα πώς να προσεγγίσει μια τέτοια ύπαρξη κι ακόμη λιγότερο πώς να την κατακτήσει.

Υπολόγισε την απόσταση που τους χώριζε, δεν ήταν περισσότερο από λίγα μέτρα, αλλά παρεμβάλλονταν ένα μικρό τραπεζάκι, ένα φθαρμένο χαλί, αμφίβολης σταθερότητας και φυσικά οι δύο πολυθρόνες, που το στενό πέρασμα ανάμεσά τους του έφερε ξαφνική ζάλη.

«Χρειάζομαι έναν χάρτη», ψέλλισε.

«Θα σου στοιχίσει», ξεκαθάρισε στεγνά η εμπόρισσα κι η γριά-Αλίμονο ετοίμασε τα πεινασμένα νύχια της.

* Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου είναι συγγραφέας, βραβευμένη με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά της «Η κοιλάδα της Λάσπης», πρώτο μέρος της τριλογίας «Ο δράκος της Πρέσπας».

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: