Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σημαίνει… κράτος: Στο συνέδριο του AKP έδειξε ποιος κάνει κουμάντο




Του ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΔΟΥΡΟΥ*

Το άρθρο 101 του Συντάγματος της Τουρκίας αναφέρει ότι ο Πρόεδρος της χώρας από τη στιγμή της εκλογής του παύει να έχει οργανική σχέση με πολιτικό κόμμα. Όμως στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το υφιστάμενο Σύνταγμα φαίνεται να παίρνει τη μορφή ενός τυπικού κειμένου που απλώς αναμένει την αλλαγή του.

Για παράδειγμα, στο έκτακτο συνέδριο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που έγινε στις 22 Μαΐου 2016, ο Ερντογάν ήταν καθολικά παρών. Η παρουσία του, έστω και αν δεν εκφραζόταν «φυσικά», ήταν πιο έντονη παρά ποτέ. Όσοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συγκεκριμένου συνεδρίου του ΑΚΡ, σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο κομματικό συνέδριο. Ούτε καν ένα συνέδριο κόμματος που κυβερνά τη χώρα για 14 συνεχόμενα χρόνια. Ήταν μάλλον ένα φόρουμ κόμματος-κράτους, του οποίου η θεματική και το πνεύμα περιστρέφονταν γύρω από το ζήτημα της αφοσίωσης στον φυσικό ηγέτη. Όντως η χαρακτηριστικότερη στιγμή του συνεδρίου, που καταγράφεται πλέον ως φαινόμενο στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας, ήταν η στιγμή εκείνη που δεκάδες χιλιάδες κομματικοί αντιπρόσωποι άκουσαν στεκάμενοι την ανάγνωση του μηνύματος του Προέδρου της Τουρκίας. Φυσικά απών, αλλά πολιτικά παρών, ήταν λες και ο Ερντογάν στεκόταν στο βήμα με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο και απευθυνόταν προς τα πλήθη.

Η «αγάπη» του ισλαμικού κινήματος για το κράτος – Τόσο μεγάλη ήταν η αίσθηση που προκάλεσε το περιστατικό με το μήνυμα του Ερντογάν που την επόμενη μέρα δημοσιογράφοι ήθελαν το σχόλιο του Μπουρχάν Κουζού, στελέχους του ΑΚΡ και στενού συνεργάτη του Ερντογάν. Ο Κουζού απάντησε: «Εκπηγάζει από τον αναγκαίο σεβασμό προς το κράτος». Η συγκεκριμένη δήλωση δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Αξίζει προσοχής γιατί αναδεικνύει μια ιστορική φάση του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας, η οποία φαίνεται να ολοκληρώνεται με το έκτακτο συνέδριο του ΑΚΡ στις 22 Μαΐου. Το ισλαμικό κίνημα της χώρας και ιδιαίτερα τα πολιτικά κόμματα που δημιουργήθηκαν από τη δεκαετία του 1960 με επικεφαλής τον Νετζμετίν Έρμπακαν, χαρακτηρίζονταν πρώτα και κύρια από έναν σκληρό αντιπολιτευτικό λόγο ενάντια στην κρατική-κεμαλική τάξη πραγμάτων. Μπορεί η κριτική αυτών των κομμάτων να μην ήταν ολοκληρωμένη σε σχέση με το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, αλλά σίγουρα χαρακτηριζόταν από την έντονη θέληση για ανατροπή της κεμαλικής ιδεολογίας. Τα ισλαμικά κόμματα της Τουρκίας προσπάθησαν να δημιουργήσουν αντιπολιτευτικές «αποστάσεις» από τη συγκεκριμένη κρατική εξουσία και ανέπτυξαν τη θεώρηση ότι η λύση των προβλημάτων της κοινωνίας θα ήταν αποτέλεσμα της «επανακατάκτησης» του κράτους από τον πραγματικό πολιτισμό του χώρου. Επομένως, σε ουσιαστικό επίπεδο, η κριτική αυτού του ιδεολογικού ρεύματος δεν ήταν αντι-κρατική αλλά αντι-κεμαλική. Δεν επιδίωξαν σε καμιά περίπτωση την ανατροπή των ίδιων των υφιστάμενων κρατικών δομών εξουσίας.

Σήμερα, λοιπόν, όταν δεκάδες χιλιάδες μέλη του ισχυρότερου ισλαμικού κόμματος της χώρας στέκονται «από σεβασμό προς το κράτος» για να ακούσουν την ανάγνωση του προεδρικού μηνύματος, τότε η αλλαγή που σημειώνεται δεν αφορά μόνο στην ισχυρή προσωπικότητα του Ερντογάν. Αφορά περαιτέρω και στη νέα σχέση του ίδιου του ισλαμικού κινήματος και των μαζών του με το τουρκικό κράτος. Αυτή η νέα σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της κοινωνικής βάσης του ΑΚΡ και του κράτους δεν είναι σχέση αντιπολίτευσης, αλλά πλήρους ταύτισης. Συνεπώς εάν μπορεί κάποιος να μιλήσει σήμερα για το ΑΚΡ αναφερόμενος σε ένα είδος κόμματος-κράτους, τότε η ανάλυσή του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ουσιαστικές αλλαγές των ιδεολογικών χαρακτηριστικών, της «ηθικής ανωτερότητας» που διατηρούσαν παλαιότερα τα ισλαμικά κόμματα έναντι των «διεφθαρμένων κεμαλικών».

Ο Ερντογάν είναι… και το κόμμα – Φυσικά στο επίκεντρο της αλλαγής της ίδιας της ισλαμικής ιδεολογίας στην Τουρκία βρίσκεται η προσωπικότητα του Ερντογάν. Κάθε πτυχή του συνεδρίου, από τον διάκοσμο μέχρι και τα συνθήματα, από τα τραγούδια μέχρι και τις ταινίες, όλα ήταν δομημένα με τρόπο που να υπενθυμίζουν τόσο στα κομματικά μέλη, όσο και σε ολόκληρη την κοινωνία ότι ο πραγματικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης είναι ο Ερντογάν. Μάλιστα, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του ΑΚΡ, Μπιναλί Γιλντιρίμ, αφιέρωσε πολλά λεπτά στην ομιλία του για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της «φυσικής ηγεσίας» του Προέδρου της χώρας. Παραφράζοντας τη γνωστή φράση του Ερντογάν «όλα μου θυμίζουν εσάς», την οποία λέει σχεδόν σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, ο Γιλντιρίμ είπε: «όλα μας θυμίζουν εσένα». Ήταν και αυτός ένας ιδιότυπος πολιτικός όρκος «αιώνιας αφοσίωσης» προς τον ηγέτη.

Βραχίονες υλοποίησης προσωπικών αποφάσεων

Το ΑΚΡ γεννήθηκε μέσα από τις παραδόσεις, αλλά και μέσα από τη διάσπαση των προηγούμενων ισλαμικών κομμάτων της Τουρκίας. Μια διάσπαση η οποία εκφραζόταν με διάφορους τρόπους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ένα από τα βασικότερα αιτήματα τής τότε ανανεωτικής πτέρυγας ενάντια στον Έρμπακαν ήταν η ανάγκη για περισσότερη εσωκομματική δημοκρατία, εγκαθίδρυση μιας συλλογικής ηγεσίας και περισσότερη διαφάνεια στη λειτουργία των κομματικών οργάνων μακριά από τη βαριά σκιά του ενός και μοναδικού ηγέτη. Τότε ο Ερντογάν ήταν το νέο λαμπερό αστέρι του πολιτικού Ισλάμ και ο ηγέτης της ανανεωτικής πτέρυγας, στην προσωπικότητα του οποίου έβρισκαν έκφραση τα αιτήματα για μια βαθιά πολιτική αλλαγή που να αγγίζει ολόκληρη την κοινωνία.

Το ΑΚΡ δημιουργήθηκε ακριβώς ως ένας φορέας αυτής της ανάγκης. Ο Ερντογάν θα ήταν ο «πρώτος μεταξύ των ίσων» που θα αναλάμβανε να μεταφέρει στο πολιτικό σύστημα τη συλλογική σοφία και τη συλλογική ταυτότητα ενός κινήματος εξουσίας που ενισχύθηκε μέσα από επίσης ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Αμπντουλλάχ Γκιουλ, ο Μπουλέντ Αρίντς, ο Αμπντουλατίφ Σιενέρ. Με αφορμή το δεύτερο έκτακτο συνέδριο του ΑΚΡ στις 22 Μαΐου, πλέον είναι ξεκάθαρο ότι το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας αποτελεί ένα «κοντινό παρελθόν», ενώ η περιθωριοποίηση της συλλογικής ηγεσίας επισημοποίησε ότι ο Ερντογάν δεν είναι ο πρώτος μεταξύ των ίσων, αλλά ο μοναδικός.

Η προαναφερθείσα στροφή γίνεται κατανοητή επίσης μέσα από τη σύνθεση των προσώπων που αποτελούν το νέο Κεντρικό Εκτελεστικό Συμβούλιο του κόμματος, αλλά και το Υπουργικό Συμβούλιο της 65ης κυβέρνησης της χώρας. Η αφοσίωση στις ιδεολογικές και πολιτικές αρχές του ισλαμικού κινήματος και η ικανότητα έπαψαν να αποτελούν τα μοναδικά κριτήρια πολιτικής καταξίωσης. Πλέον δίπλα σε αυτά προστίθεται και το καθοριστικό κριτήριο της αφοσίωσης και της υπακοής στον Ερντογάν και τους σχεδιασμούς του. Με αυτό τον τρόπο, μέσα από το πρόσφατο συνέδριο, επισημοποιείται η δημιουργία ενός κομματικού αλλά και ενός κρατικού μηχανισμού που το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα λειτουργήσουν ως βραχίονες υλοποίησης των προσωπικών αποφάσεων του Ερντογάν. Το συνέδριο του ΑΚΡ, μέσα από τις προτεραιότητες που έθεσε για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αναφορικά με την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος, επιβεβαίωσε ότι ο επικεφαλής του κράτους και ο επικεφαλής του κόμματος είναι ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο.

Η εμπέδωση μιας διοικητικής προσωρινότητας

Το έκτακτο συνέδριο του ΑΚΡ, η νέα κομματική ηγεσία και το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης φαίνεται να αποτελούν τρεις φάσεις μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας αλλαγής του μοντέλου διοίκησης της Τουρκίας. Ένα μοντέλο προσωρινό μέχρι και την τελική προσπάθεια για θεσμοθέτηση του προεδρικού συστήματος. Αυτή η μετάβαση στο παρόν στάδιο έχει το εξής χαρακτηριστικό: Όταν ο Ερντογάν το 2014 αποφάσιζε να υποδείξει τον Νταβούτογλου ως τον διάδοχό του στην προεδρία του κόμματος και την πρωθυπουργία, η συνθηματική έκφραση της νέας πολιτικής συμπυκνώθηκε στη φράση «ισχυρός πρόεδρος-ισχυρός πρωθυπουργός».

Αυτή η φόρμουλα τελικά, όπως φάνηκε, ήταν για τον Ερντογάν ιδιαίτερα προβληματική. Έτσι αμέσως μετά την πολιτική καρατόμηση του Νταβούτογλου εμφανίστηκε αμέσως ένας νέος όρος στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Ο Αϊντίν Ουνάλ, σύμβουλος του Προέδρου, περιέγραψε τη νέα φόρμουλα εξουσίας με τη φράση «ισχυρός πρόεδρος-πρωθυπουργός χαμηλού προφίλ». Αυτή η νέα ορολογία ήταν σαφώς υποτιμητική για όποιο πρόσωπο αναλάμβανε τελικά την προεδρία του κόμματος, κάτι άλλωστε που οδήγησε τον Ουνάλ να απολογηθεί την επόμενη μέρα.

Όμως ο βαθύτερος χαρακτήρας της ισορροπίας που αυτή η ορολογία ήθελε να περιγράψει δεν μπόρεσε να αναιρεθεί. Εάν ληφθεί υπόψη ότι ένας πολιτικός συνήθως επιδιώκει να αναδείξει τα δυναμικά του χαρακτηριστικά, τις γνώσεις και την αποφασιστικότητά του, τότε ο νέος Πρωθυπουργός της Τουρκίας περιγράφηκε ως ένα αξίωμα με εντελώς «αντι-πολιτικά» χαρακτηριστικά. Έτσι, από αυτή τη γενική περιγραφή της ανάγκης για ένα στέλεχος «χαμηλού προφίλ», ξεπρόβαλαν ολοκληρωμένα το μηδαμινό περιθώριο διαμοιρασμού εξουσίας μεταξύ Προέδρου και Πρωθυπουργού, αλλά και ο νέος ρόλος του τελευταίου σε σχέση με τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Μπίναλι Γιλντιρίμ, ως η προσωπική επιλογή του Ερντογάν, ανέλαβε τα καθήκοντα του τελευταίου ίσως Πρωθυπουργού της Τουρκίας με αρμοδιότητες που θυμίζουν περισσότερο ένα είδος συντονιστή του Υπουργικού Συμβουλίου και του Προέδρου. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Ερντογάν, η δομή της Τουρκίας στο διάστημα που ακολουθεί θα πρέπει να διευθετηθεί με τρόπο ώστε η προεδρία να έχει τον καθοριστικότερο ρόλο σε όλα τα θέματα της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής, ενώ η πρωθυπουργία να περιοριστεί στην παρακολούθηση της υλοποίησης των αποφάσεων.

Στενός συνεργάτης του Ερντογάν ο Γιλντιρίμ από το ’94

Η επιλογή Γιλντιρίμ φαίνεται στο παρόν στάδιο να ταιριάζει απόλυτα με το πλαίσιο της διακυβέρνησης που επιλέγει ο Ερντογάν. Από τον ιδεολόγο και θεωρητικό Νταβούτογλου, η πρωθυπουργία περνά στον πρακτικό Γιλντιρίμ. Ο Γιλντιρίμ είναι μηχανικός πλοίων, απόφοιτος του Τεχνικού Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Διετέλεσε μηχανικός αλλά και διευθυντικό στέλεχος της Διεύθυνσης Κρατικής Βιομηχανίας Πλοίων της Τουρκίας και μετεκπαιδεύτηκε στα ζητήματα θαλάσσιας ασφάλειας στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ναυτιλίας του ΟΗΕ στη Σουηδία. Την περίοδο 1994-1999, όταν ο Ερντογάν ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ο Γιλντιρίμ αναδείχθηκε ως ένας από τους ικανότερους και αναγκαίους συνεργάτες του. Ανέλαβε τη διεύθυνση των θαλάσσιων συγκοινωνιών και έμεινε γνωστός για τις μεγάλες επενδύσεις με έργα υποδομής στον συγκεκριμένο τομέα. Η επιτυχία στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκφράστηκε με τις πολύ πρακτικές και άμεσες λύσεις στα καθημερινά προβλήματα του πληθυσμού, ήταν άλλωστε και μια από τις βασικές διόδους ισχυροποίησης του ισλαμικού κινήματος σε ολόκληρη την κρατική εξουσία της Τουρκίας.

Αργότερα ο Γιλντιρίμ υπήρξε μέλος της ιδρυτικής ομάδας του ΑΚΡ και ανέλαβε από το τέλος του 2002 το Υπουργείο Συγκοινωνιών. Κατά τη διάρκεια της μακράς του θητείας στο εν λόγω υπουργείο, οι επενδύσεις για έργα υποδομής του τουρκικού κράτους στον τομέα ξεπέρασαν τα 255 δισεκατομμύρια δολάρια. Ανάμεσα στα «έξαλλα έργα» του ΑΚΡ, όπως ονομάζονται οι υποδομές, είναι η τρίτη γέφυρα στον Βόσπορο, το νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, ο αυτοκινητόδρομος που ενώνει απευθείας την Κωνσταντινούπολη με τη Σμύρνη, καθώς και το υποθαλάσσιο τρένο Marmaray. Ο Γιλντιρίμ είναι άλλωστε και το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη θητεία στο ίδιο υπουργείο μέχρι και το 2014, όταν παραιτήθηκε για να είναι ο υποψήφιος του ΑΚΡ για τη δημαρχία της Σμύρνης στις δημοτικές εκλογές του ίδιου χρόνου. Η επιλογή του εκεί επίσης δεν ήταν τυχαία. Ο Ερντογάν συνειδητοποιούσε πολύ καλά ότι το πολιτιστικό προπύργιο της κοσμικότητας στην Τουρκία, η Σμύρνη, δεν θα μπορούσε να «κατακτηθεί» από το πολιτικό Ισλάμ. Όμως θα μπορούσε να «διαβρωθεί». Όντως η υποψηφιότητα Γιλντιρίμ κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του ΑΚΡ στην περιοχή στο 34%, ποσοστό που είναι μέχρι σήμερα το υψηλότερο.

Συμπερασματικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι από το ελιτίστικο παρελθόν Νταβούτογλου, η πρακτική υλοποίηση των αποφάσεων περνά σε έναν άνθρωπο που φημίζεται για την ευκολία με την οποία αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις και για την εμμονή του να είναι ανάμεσα στους πολλούς και απλούς ανθρώπους. Ο Γιλντιρίμ είναι γνωστός ως ένας πράος πολιτικός που αποφεύγει την πόλωση και έχει την ικανότητα να συνομιλεί ακόμα και με αντίπαλα πολιτικά κόμματα. Φυσικά ο βαθμός της πόλωσης στην κοινωνία της Τουρκίας δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τον Γιλντιρίμ, όμως είναι γεγονός ότι μπορεί να αποδειχτεί μια χρήσιμη μονάδα μηνυμάτων προς το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης για μια ευρύτερη συνεργασία ενόψει διεργασιών για συνταγματική αλλαγή.

Η αδυναμίατης αντιπολίτευσης

Η συγκυρία του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έγινε το συνέδριο του ΑΚΡ, στο παρόν στάδιο είναι ευνοϊκή για την υλοποίηση του στόχου για σταδιακή μετάβαση της Τουρκίας σε ένα προεδρικό σύστημα. Το ευνοϊκό προκύπτει όχι από το ξεπέρασμα της κρίσης ηγεμονίας ούτε από την οικονομική σταθερότητα. Κυρίως αναπαράγεται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην Τουρκία. Το κάθε κόμμα, για διαφορετικούς λόγους και αιτίες, στην παρούσα συγκυρία αδυνατεί να εμποδίσει ή να περιορίσει τις προοπτικές επιτυχίας των στόχων Ερντογάν, αδυνατεί να καταθέσει μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση. Το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση πολιτικής ημιπαρανομίας. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα δείχνε εγκλωβισμένο σε ποσοστά 20-25% και χωρίς να πείθει ούτε για τις καλές του προθέσεις. Το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης βρίσκεται ήδη σε μια παρατεταμένη ιδεολογική ταύτιση με το κυβερνών ΑΚΡ σε σχέση με το κουρδικό πρόβλημα, αλλά την ίδια στιγμή προσανατολίζεται κατ’ αρχήν στο να επιλύσει τα δικά του εσωτερικά προβλήματα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η κατάσταση στο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και η κατάληξη του εκλογικού του συνεδρίου θα έχουν ίσως στρατηγικές επιπτώσεις στους σχεδιασμούς του Ερντογάν.

Αναλόγως των εξελίξεων στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ο Πρόεδρος της Τουρκίας θα επιλέξει ανάμεσα σε σενάρια όπως το δημοψήφισμα, οι πρόωρες εκλογές ή ακόμα και αναπληρωματικές εκλογές για περιορισμένο αριθμό εδρών της Εθνοσυνέλευσης εξαιτίας της πιθανής κένωσής τους από τις διώξεις εναντίον Κούρδων βουλευτών.

  • O Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος – www.philenews.com

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: