Εις μνήμην ενός καλού φίλου: «Το ημερολόγιο μίας καταστροφής» παραμένει ένα αριστούργημα




Του Χρήστου Ιακώβου

Προσφάτως έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών ένας καλός φίλος, ο Βρετανός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κάνσας των ΗΠΑ Ρόμπιν Χάϊαμ. Είχα πρωτοδιαβάσει βιβλία του στα φοιτητικά μου χρόνια και αργότερα είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω στα συνέδρια της Διεθνούς Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας, στα οποία ήταν συστηματικώς παρών. Έκτοτε διατηρήσαμε, μέχρι το τέλος της ζωής του, μία φιλική και επαγγελματική σχέση.

Το πολυσχιδώς επιστημονικό έργο του Χάϊαμ περιλαμβάνει κλασικά πλέον συγγράμματα για τη διεθνή στρατιωτική ιστορία αναδεικνύοντας μέσα από αυτά την επίδραση των συγχρόνων μορφών πολέμου στις διεθνείς σχέσεις. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από αυτά ξεχωρίζουν τα εξής: «The Influence of Air Power Upon History», «Flying American Combat Aircraft: The Cold War» και «Air Power: A Concise History».

Το σύγγραμμα όμως, το οποίο τον έκανε γνωστό στην Ελλάδα, αλλά και τον καθιέρωσε διεθνώς ως ένα από τους πλέον αξιόλογους και αξιόπιστους ερευνητές της στρατιωτικής ιστορίας είναι το «Diary of a disaster: British aid to Greece, 1940 – 1941» (1986). Πρωτοκυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το 1996 από τις εκδόσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τον τίτλο: «Το Ημερολόγιο μίας καταστροφής: Η Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα, 1940 – 1941». Πρόκειται για μία ανάλυση, η οποία στηρίζεται σε σπάνια ντοκουμέντα διπλωματικής και στρατιωτικής ιστορίας και η έκδοσή της άλλαξε την εικόνα για τη δράση των Βρετανών στα πρώτα δύο χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ουσία ο Χάϊαμ με πρωτογενές αρχειακό υλικό αμφισβήτησε όλη τη φιλοσοφία της βρετανικής βοήθειας προς την Ελλάδα σε εκείνη την χαοτική περίοδο.

Τα ερευνητικά ερωτήματα που έθεσε ο Χάϊαμ στην ανάπτυξη του εν λόγω βιβλίου αφορούν πρώτα το κατά πόσο ενίσχυσε διπλωματικώς την Ελλάδα η βρετανική «εγγύηση ουδετερότητας» το 1940 και, έπειτα, αν η αποστολή βρετανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα, όταν η γερμανική εισβολή είχε πια διαγράψει την πορεία του πολέμου, ήταν ορθή επιλογή.

Μέχρι την έκδοση του βιβλίου κυριαρχούσε η άποψη που προέβαλλαν οι αυτοβιογραφίες Βρετανών στρατιωτικών, οι οποίοι προσήγγιζαν το θέμα επιφανειακώς, εστιάζοντας στον ηρωισμό των βρετανικών και κοινοπολιτειακών στρατευμάτων. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί το απομνημονευτικού χαρακτήρα βιβλίο «Operation in the Middle East» του Άρτσιμπαλντ Γουέηβιλ, αρχηγού των βρετανικών δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου εκείνη την εποχή, με το οποίο επιχειρεί να δικαιολογήσει το χαοτικό περιβάλλον που επικρατούσε στον πολεμικό μηχανισμό της Βρετανίας τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου αντί να εξηγήσει λ.χ., τις αλλοπρόσαλλες επιλογές στρατηγικής και τακτικής του Γουίνστον Τσόρτσιλ για την Ελλάδα ή ακόμη γιατί ο ίδιος δε εξόπλισε την Κρήτη κτλ.

Η σοκαριστική, πλην όμως ρεαλιστική αποτίμηση σχεδίων, αποφάσεων και ενεργειών οδηγεί τον Χάϊαμ να χαρακτήρισε τον Τσώρτσιλ ως «ένα κακώς ενημερωμένο ερασιτέχνη, ο οποίος δεν είχε ποτέ μια ειλικρινή στρατιωτική εκτίμηση των παραγόντων που συνιστούσαν το πρόβλημα του πολέμου στην Ελλάδα». Ο Χάϊαμ θεωρούσε ότι ο Τσώρτσιλ μαζί με τον υπουργό εξωτερικών, Άντονι Ίντεν, εξέδιδε διαταγές αγνοώντας όχι μόνο τις ελληνικές δυνατότητες και τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και τη γενικότερη εικόνα της περιοχής.

Ο Ρόμπιν Χάϊαμ
Ο Ρόμπιν Χάϊαμ

Μέσα από την ανάλυση του αρχειακού υλικού, ο Χάϊαμ κατέδειξε ότι οι Βρετανοί προέβησαν σε εντελώς λανθασμένη γεωστρατηγική εκτίμηση τόσο της Ελλάδας όσο και των Βαλκανίων. Στο Λονδίνο δεν είχαν αντιληφθεί εξαρχής ότι η ναζιστική Γερμανία, η οποία διείσδυσε δυναμικώς στο εμπόριο και στην οικονομία της περιοχής, θεωρούσε ζωτικής σημασίας για αυτήν τα πετρέλαια της Ρουμανίας, ώστε σε καμία περίπτωση ο Χίτλερ δεν θα επεδίωκε την καταστροφή τους. Αντιθέτως, θα επιχειρούσε να τα διαφυλάξει. Αυτό το είχαν αντιληφθεί εγκαίρως οι Μεταξάς και Παπάγος και γι΄ αυτό αντιδρούσαν στις έντονες υποδείξεις της Βρετανίας να επιτρέψουν την εγκατάσταση αεροπορικών μονάδων στο ελληνικό έδαφος. Χαρακτήρισε δε τη στρατηγική της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, «σοφή, ρεαλιστική και σε βάθος» διαπιστώνοντας ότι «η Ελλάδα έκανε περιορισμένη εκστρατεία σε έναν απεριόριστο πόλεμο». Έτσι εξηγείται γιατί η Ελλάδα υποδέχτηκε μάλλον με ψυχρότητα την «εγγύηση» που της πρόσφεραν η Αγγλία και η Γαλλία την άνοιξη του 1940.

Όταν ακόμη κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον της Ελλάδας και αφίχθησαν στο ελληνικό έδαφος βρετανικές δυνάμεις, ο Τσώρτσιλ ούτε σχέδιο είχε ούτε τα μέσα για να αντιμετωπίσει τις γερμανικές δυνάμεις. Όπως συμπερασματικώς έγραψε ο Χάϊαμ, ιχνηλατώντας τα βρετανικά έγγραφα του πολέμου, «έστειλαν μερικά αγόρια να εκτελέσουν το έργο επαγγελματία στρατιώτη», για να διαπιστώσει ότι το δίδυμο Τσόρτσιλ- Ίντεν είχε «μάλλον ασαφή αντίληψη των πραγματικών συνθηκών ενός πολέμου» που διεξαγόταν δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να δίνουν διαταγές στον Γουέβιλ από τη μια «να καταλάβει τα Δωδεκάνησα», και την άλλη «να μη μετακινήσει αεροπορικές δυνάμεις».

Ο Τσώρτσιλ είχε αρχικώς μεγαλεπήβολα σχέδια προκειμένου να κρατήσει την Ελλάδα, ως το τελευταίο προπύργιο αντίστασης στην Ευρώπη. Επέμενε να ενισχυθεί η άμυνα της Ελλάδος με πολύ περισσότερα αεροσκάφη από μία συμβολική μοίρα της RAF. Επιπλέον, πίεζε τους στρατιωτικούς να εγκατασταθεί βρετανική φρουρά στην Κρήτη, αλλά στη συνέχεια δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα να οχυρώσει τα νησί στο πλαίσιο ενός γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού. Πίεσε έντονα τον Μεταξά να δεχθεί βρετανικές στρατιωτικές ενισχύσεις, τις οποίες όμως δεν είχε τη δυνατότητα ο στρατηγός Γουέηβιλ να του τις διαθέσει από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, πέραν το ότι ο Μεταξάς φοβόταν ότι τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε τους Γερμανούς. Στο τέλος αυτό το χαοτικό περιβάλλον που δημιούργησε ο Τσώρτσιλ διευκόλυνε να στηθεί το σκηνικό της ελληνικής τραγωδίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χάϊαμ πραγματικά ανέδειξε ένα μάθημα για την εποχή μας, όσον αφορά στον εναρμονισμό των μέσων που χρησιμοποιούνται ως προς τους σκοπούς που επιδιώκονται.

Το έργο το αείμνηστου Ρόμπιν, «Το ημερολόγιο μίας καταστροφής» παραμένει ένα αριστούργημα για τη μελέτη της στρατιωτικής ιστορίας και πρότυπο για όσους ασχολούνται με αυτό πεδίο και θέλουν να ερευνούν, όπως ο ίδιος συχνά μου έλεγε με τη χαρακτηριστική σεμνότητά του, όχι μόνο το «τι και το πώς έγινε» αλλά «το γιατί έγινε». Καλό ταξίδι φίλε!

  • Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: