Χρειάζεται αλλαγή πορείας για να σωθεί η Ελλάδα




Του Μ. Μιχαήλ

Ένα χρόνο πριν, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάληψη για πρώτη φορά της διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά γέμισε με προσδοκίες και ελπίδες το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Οι περισσότεροι πολίτες ένοιωσαν ανακουφισμένοι, μετά από τα δύο Μνημόνια που είχαν υιοθετήσει οι κυβερνήσεις αρχικά του ΠΑΣΟΚ και μετά το 2012 η τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και στη συνέχεια ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η νίκη του Αλέξη Τσίπρα γέννησε την ελπίδα ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος για να βγει η χώρα από την κρίση.

Ένα χρόνο μετά, το σκηνικό είναι διαφορετικό και ο ενθουσιασμός εκείνων των ημερών έχει αντικατασταθεί από προβληματισμό, διαμαρτυρίες και αναταραχή, που διατρέχουν σχεδόν οριζόντια όλο το κοινωνικό φάσμα με αιχμή τη κυβερνητική πρόταση στο Ασφαλιστικό. Γιατί άραγε συνέβη αυτό;

Εύκολη και μονοσήμαντη απάντηση δεν υπάρχει. Κι όποιος επιχειρεί να απαντήσει με αυτόν τον τρόπο το πιθανότερο είναι να προσεγγίσει μονοδιάστατα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και να επικεντρωθεί σε μεμονωμένα περιστατικά.

Γεγονός είναι ότι η ατελέσφορη διαπραγμάτευση το πρώτο εξάμηνο του 2015, αγνοώντας τους συσχετισμούς εντός της ΕΕ και στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, όπου τίποτα δεν χαρίζεται και τα πάντα είναι ανταποδοτικά, έφερε σε δυσμενέστερη κατάσταση την Ελλάδα.

Έτσι, όταν ο πρωθυπουργός βρέθηκε στην άκρη της αβύσσου, αντιμετωπίζοντας το δίλλημα να χρεωθεί τη χρεοκοπία ή να συμβιβαστεί, έκανε απότομη μεταστροφή και υποχρεώθηκε να δεχτεί να «χορεύει», δυστυχώς, όπως παίζουν τα όργανα των δανειστών. Μόνο που έχασε συμμάχους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Δυο-τρία ήταν τα κομβικά γεγονότα. Το πρώτο, όταν, τον περασμένο Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Μάριο Ντράγκι αρνήθηκαν να ανταλλάσσουν τα ελληνικά ομόλογα. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Η ρευστότητα έκλεινε αργά και πιεστικά, και υποτιμήθηκε το γεγονός ότι θα οδηγήσει σε κλείσιμο των τραπεζών, θα επιβάλλονταν τα capital controls.

Το δεύτερο ήταν η επιμονή του κ. Τσίπρα να συνεργαστεί με τους ΑΝΕΛ, τόσο πέρσι τον Ιανουάριο, όσο και μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η παράδοξη αυτή συνεργασία, που συνεχίζεται, δεν ενισχύει την κυβερνητική αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν ο κ. Τσίπρας πέρσι τον Ιανουάριο δεν θέλησε να συνεργαστεί με όμορες δυνάμεις -Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ-, οι οποίες θεωρήθηκαν «μνημονιακές», μετά την εκλογική του νίκη τον Σεπτέμβριο οι λόγοι εξέλειπαν, αφού το καλοκαίρι υποχρεώθηκαν να ψηφίσουν μαζί το τρίτο Μνημόνιο. Θα τους είχε στη κυβέρνηση και θα μοιραζόταν το βαρύ κόστος της εφαρμογής του. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι δεν θα ψήφιζαν τους εφαρμοστικούς νόμους, καλή ώρα το ασφαλιστικό.

Ένας ακόμη λόγος αφορά στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων για να εξαλειφθούν τα αίτια που το 2010 μπήκε η χώρα σε Μνημόνιο. Όπως κι αν τις εννοεί κάποιος, άρχισαν σιγά-σιγά επί Παπανδρέου και ανατράπηκαν επί συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να ξαναπιάσει το νήμα και να τις πραγματοποιήσει, αρχής γενομένης από τις αλλαγές στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, και βεβαίως αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο. Δεν το τόλμησε, έχασε πολύτιμο χρόνο και τώρα οι συνθήκες έχουν δυσκολέψει πολύ.

Ωστόσο, ως κυβέρνηση δεν είναι αφοπλισμένη. Χρειάζεται μια μεταστροφή στο περιεχόμενο και τον τρόπο διακυβέρνησης ανάλογη με τη μεταστροφή του καλοκαιριού, μετά το Δημοψήφισμα. Ακόμη κι αν δεν φτάσει να διατηρηθεί στην εξουσία, θα παραμένει ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για τη πορεία της χώρας. Δογματισμοί δεν χρειάζονται. Εξάλλου, συμβαίνει σ΄ όλες τις κυβερνήσεις, παντού.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: