Χερσόνησος Ηρακλείου: Χαρισματική ενδοχώρα




Πάνω από τον κοσμικό Λιμένα και τα Μάλια. Κάτω από το ονομαστό Οροπέδιο Λασιθίου. Πλάι στην απέραντη ηρακλειώτικη Πεδιάδα και στη Λαγκάδα, στην κοιλάδα του Αποσελέμη. Εκεί, στην καθολική σμίξη Ηρακλείου – Λασιθίου, Παναγιά Κερά και Γκουβερνιώτισσα κάνουν ακόμη μικρά καθημερινά θαύματα. Κοίτα…

Χερσόνησος ακούς και μπρος στα μάτια σου εμφανίζονται θηριώδη ξενοδοχεία, «βραχιολάτοι», μπαρ, ακρότητες. Δίμετρες Σκανδιναβές, ξανθοί Βορειοευρωπαίοι, μεθυσμένες Αγγλίδες. Ενα απότομο κούνημα του κεφαλιού αρκεί για να διαλύσει το όραμα.

Τη θέση τους παίρνει η κυρά Ελένη να πλάθει σκαλτσούνια, να μαζεύει χοχλιούς κι αγριοαγκινάρες βουτηγμένη στις αστιβίδες. Ο Γιώργης ο «Τρίκλιν» κι οι «κουμπάροι» του να ξημερώνονται πλάι στην ψησταριά και τον πέτρινο φούρνο, να ροδοκοκκινίζουν απ’ το φόκο σαν τα «αντικριστά» και τα παϊδάκια, να… ξεκληρίζουν μες σε μια νύχτα ολόκληρα κοπάδια.

Να τος κι ο «Μπινιχοκωστής», πιάνει το λυράκι του στις Γωνιές στη μνήμη του δασκάλου του Κώστα Μουντάκη, η Μαρία γεμίζει τους κολοκυθοανθούς κι η Λίτσα στρώνει τα τραπέζια χιλιόμετρα, προσκαλεί ασταμάτητα, κρεμά το κλειδί έξω απ’ την πόρτα όποιος θέλει να μπαίνει.

Ο Κωνσταντίνος του Τρίκλιν, ο Μιχάλης ο ψηλός, ο Δημήτρης της Μάρθας και τα άλλα παιδιά περιφέρονται τα ξημερώματα στις Ποταμιές, συντονίζουν λαούτα και μαντολίνα σε σύγχρονες καντάδες, εξεγείρονται στα βουνά με τα αγροτικά για να μαζέψουν χηνοπόδια για τη φουνάρα του Πάσχα, ξημερώνονται στο ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής, αδειάζουν μπουκάλια ρακή για χάρη Της.

Να τος κι ο «Μπινιχοκωστής», πιάνει το λυράκι του στις Γωνιές στη μνήμη του δασκάλου του Κώστα Μουντάκη, η Μαρία γεμίζει τους κολοκυθοανθούς κι η Λίτσα στρώνει τα τραπέζια χιλιόμετρα, προσκαλεί ασταμάτητα, κρεμά το κλειδί έξω απ’ την πόρτα όποιος θέλει να μπαίνει.

Ο Κωνσταντίνος του Τρίκλιν, ο Μιχάλης ο ψηλός, ο Δημήτρης της Μάρθας και τα άλλα παιδιά περιφέρονται τα ξημερώματα στις Ποταμιές, συντονίζουν λαούτα και μαντολίνα σε σύγχρονες καντάδες, εξεγείρονται στα βουνά με τα αγροτικά για να μαζέψουν χηνοπόδια για τη φουνάρα του Πάσχα, ξημερώνονται στο ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής, αδειάζουν μπουκάλια ρακή για χάρη Της.

Πιο πέρα στο Καινούργιο Χωριό η κυρία Ελευθερία επιβλέπει τα ντανιασμένα ξύλα, κορφοκλαδεύει τον βασιλικό, αναρωτιέται πόσο βαρύς θα ‘ναι ο χειμώνας φέτος κι η κυρά Μαρία αναδεύει το τσουκάλι της, ματώνει τα χέρια απ’ τα ρόδια, τα κάνει χυμό. Να κι ο κύριος Νίκος με τους άλλους 7 να μονιάζουν κάθε βράδυ στον καφενέ και κάθε βράδυ κι άλλος να πληρώνει.

Μια περιστροφή του κεφαλιού προς νότο αρκεί, προς τη Λαγκάδα, την Πεδιάδα και τα Λασιθιώτικα βουνά. Αλλος αέρας φυσά εδώ πάνω και τον νιώθεις, ξεχνιέται διαπαντός η καλοκαιρινή «κάψα» του Λιμένα και των Μαλίων.

Εδώ, τα πάντα είναι… κρητικά. Ντρέτα. Πάνω στα τραπέζια δεν σκαρφαλώνουν μίνι και ψηλοτάκουνα αλλά κριθαροκούλουρα, κομμάτες τυριά απ’ του Βελιβασάκη, ωμά φασόλια και φέτες μανταρίνι. Στρώνονται τα παξιμάδια, οι ελιές οι μικρούτσικες απ’ τον τεράστιο ελαιώνα της Πεδιάδας, οι νοστιμότερες πατάτες της Κρήτης απ’ το οροπέδιο Λασιθίου.

Ηράκλειο και Λασίθι σμίγουν εδώ ποικιλοτρόπως. Γεωγραφικά, τοπιογραφικά, αρχιτεκτονικά, ιδιοσυγκρασιακά… Μνημεία και τοπία σμιλεύουν συνειδήσεις, καθορίζουν την καθημερινότητα. Ο χρόνος, ο τόπος κι ο άνθρωπος ορίζονται αλλιώτικα.

Πολύχρωμη σύνδεση με το υπερπέραν για τις Γωνιές. Φωτογραφία ΕΘΝΟΣ
Πολύχρωμη σύνδεση με το υπερπέραν για τις Γωνιές. Φωτογραφία ΕΘΝΟΣ

Οσοι πιστοί προσέλθετε

Πίσω η θάλασσα, μπροστά οι λόφοι. Αυτός είναι ο κανόνας της Χερσονήσου για τους Ελληνες. Κι όσο θα ανηφορίζεις αμπέλια κι ελιές θα σε κυκλώνουν από παντού, φαράγγια και μονοπάτια θα ανοίγονται στο διάβα σου, βουνά θα υψώνονται από πάνω σου, θα σε προκαλούν. Οι ντόπιοι από όλα τα χωριά θα σου λένε να περάσεις, την Ελιά, το Βορίτσι, την Κόξαρη, το λιλιπούτειο Χαρασό που όλα τα βλέπει απ’ τη θέση του αλλά κανένας δεν το βλέπει.

Κάποιος θα σου μιλήσει για το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη του Θεολόγου στην Ανώπολη, άλλος για το Καλό Χωριό και το μεσομινωικό ιερό κορυφής στην Κορφή Μαζά κι ένας τρίτος θα σου σφυρίξει να πάρεις τον δρόμο για τα Αϊτάνια, να βρεις το πέτρινο γεφύρι και τον νερόμυλο της Κακιάς Ράχης κι έπειτα να περπατήσεις στο φαράγγι του Καρτερού ή να κάτσεις στον καφενέ του χωριού να παραγγείλεις κρασί και λάδι με κλειστά μάτια.

Οπως παντού εδώ γύρω. Χαμηλοί οι λόφοι πάνω από την Πεδιάδα, μα θα τον έχεις τον αέρα σου. Και τα ενδιαφέροντά σου. Στην Επισκοπή θα μετράς βυζαντινούς ναούς, θα ανοιγοκλείνεις τα μάτια να φωτίσουν οι παμπάλαιες τοιχογραφίες του Αϊ-Γιάννη και της Αγ. Παρασκευής, θα ρίξεις και δεύτερη, και τρίτη ματιά στον νεότερο μα ιδιότυπο ναό του Αγίου Μηνά στην πλατεία: μια για το μαρμάρινο τέμπλο, μια για τις δυτικότροπες εικόνες, μια για να διακρίνεις κάτω από τα γυάλινα τμήματα του δαπέδου τι κρύβει η υγρασία.

Τότε κάποιος θα σε στείλει στην Παναγιά Κερά Λημνιώτισσα προς τη Γαλίφα, την κρυμμένη ανάμεσα σε ελιές και ρόδια, στη μονή της Κυρά Ελεούσας και στο Γάλιπε μπας και εντοπίσεις το στέμμα του 15ου αιώνα στο υπέρθυρο του Αγίου Νικολάου και το ενετικό ταφικό μνημείο στην Κοίμηση. Βαθιά η πίστη των ντόπιων και δεν κρύβεται. Γραμμένη με ξωκλήσια σε κορυφές και σπήλαια, με τάματα σε χρυσοστόλιστες εικόνες, με ένα «να πέψει ο Θιος να ξανασμίξομε» που ακούς σε κάθε αποχαιρετισμό.

Ωσπου να φτάσεις στο σπήλαιο της Αγίας Παρασκευής ή Σκοτεινού θα το ‘χεις αποδεχτεί κι έκτοτε θα αρχίσεις να καταθέτεις τα δικά σου τάματα: να πάψουν τα γόνατά σου να τρέμουν, να εισχωρήσεις στο θεοσκότεινο εσωτερικό του, να εξερευνήσεις και τα 126 μ. μήκους του, να κρεμαστείς σα νυχτερίδα απ’ τους κρίκους των αναρριχητών έστω.

Αν γινόταν πάντως στο Καινούργιο Χωριό θα ‘μενες με τις ώρες. Είναι η ατμόσφαιρά του, τα παλιά του σπίτια, η ιστορία του που σε πείσμα του παραπλανητικού του ονόματος γράφεται αμέτρητους αιώνες. Μάρτυρες οι πύργοι, τα ενετικά πατητήρια τα τόσο άψογα διατηρημένα λες και βγάζουν ακόμα κρασί, οι άνθρωποι που σκάνε στα κεφαλόσκαλα, σε καθίζουν ανάμεσά τους, ό,τι έχουν στο βγάζουν. Και τις μνήμες τους μαζί.

Κάπως ετσι θα τελειώσουν τα ψέματα, θα αποχαιρετήσεις για τα καλά το Κρητικό πέλαγος και πάνω από την Ανω Χερσόνησο θα αρχίσεις να ξεχνάς την έννοια «τουρισμός». Το τεράστιο διάσημο γκολφ, το water park και άλλα δημοφιλή θα μάχονται με αλλεπάλληλες πινακίδες να σε τραβήξουν, μα τον χαβά σου εσύ. Θα τρυπώσεις στην κοιλάδα του Αποσελέμη, ανάμεσα στις πορτοκαλιές και τις λεμονιές, θα τραβήξεις ντουγρού για τα Λασιθιώτικα βουνά. Θα αφήσεις τη θάλασσα κάτω μακριά, ούτε ο απόηχός της δεν θα σε φτάνει.

Και θα ‘ναι σαν όλα να ημερεύουν στο διάβα σου. Τοπία, άνθρωποι, ήχοι. Λες γιατί πλησιάζεις στο Λασίθι; Λες γιατί μαζεύεις εικόνες από έναν τόπο που ούτε καν φανταζόσουν πως υπήρχε; Την Γκουβερνιώτισσα να ευλογεί την πλάση από τον 14ο αιώνα, ευγνωμονούσα για την άψογη φροντίδα που της έτυχε.

Να φυλά κλειδωμένα ανείπωτα ζωγραφικά μυστικά, από αυτά που την εδραιώνουν μεταξύ των σπουδαιότερων μνημείων της παλαιολόγειας περιόδου στην Κρήτη. Τον μικρό Αφέντη Χριστό κοντά της, κλειδαμπαρωμένο κι αυτόν μετά τις πρόσφατες λεηλασίες.

Τις Ποταμιές να αναρωτιούνται αν θα κρατήσουν το όνομά τους τώρα που το φράγμα υψώθηκε, ο Αποσελέμης δεσμεύτηκε, η λίμνη άρχισε να σχηματίζεται… Είναι εκεί, λίγο πιο πάνω, να βυθίζει σιωπηλά τα ακραία σπίτια του χωριού Σφεντύλι, να τα καθρεφτίζει. Μαζί και κάποιους κατοίκους του που δεν το αφήνουν, τα πουλιά που φτιάχνουν εδώ ένα νέο καταφύγιο, τα τοπία που χρόνο με τον χρόνο μεταμορφώνονται.

Ετσι θα φτάσεις στο αξέχαστο Αβδού με τους πάμπολλους βυζαντινούς ναούς, με τα δυο σπήλαια, με τη γλυκιά ατμόσφαιρα και τα ωραία σπίτια. Με τις πινακίδες σε κάθε κατάστημα να μαρτυρούν τον πολυετή ρόλο του χωριού. Σταθμός στο πέρασμα απ’ το οροπέδιο Λασιθίου για το Ηράκλειο.

Απ’ τα Λασιθιώτικα βουνά προς τη θάλασσα. Ετσι θα φτάσεις και στις Γωνιές στη γωνία Πεδιάδας – Λαγκάδας. Πάνω σου θα υψώνονται απότομα τα Ορη κι η Σελένα. Τα φαράγγια της Αμπέλου και της Ρόζας. Ο δρόμος σου θα ‘ναι σπαρμένος από χηνοπόδια, βράχοι και γεωλογικοί σχηματισμοί θα σβήνουν απ’ τον νου τη γονιμότητα.

Στην Κερά θα κοντοσταθείς όπως όλοι. Θα προσκυνήσεις την αιωνόβια εικόνα της Κεράς Καρδιώτισσας κι ας μην είναι η αρχική που βρίσκεται πια στον Εσκουιλίνο της Ρώμης ή την αρχιτεκτονική της μονής. Θα αγναντέψεις τη θέα και τα ομώνυμα χωριά που ‘κρυψαν μαζί της επαναστάτες. Θα κλωθογυρίσεις ως το Κράσι.

Θα ρωτήσεις πώς προσεγγίζεται το σπάνιο δάσος αζιλάκων, θα φανταστείς τις κυράδες να πλένουν στις μνημειακές γούρνες, τον Καζαντζάκη και τον Βάρναλη να πίνουν στον Μεσοπόλεμο τον καφέ τους στην πλατεία παρέα με την ντόπια οικογένεια Αλεξίου, κάτω από τον 2.000 χρόνων πλάτανο, έναν από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης.

Πόσες αγκαλιές χρειάζονται για να χωρέσεις 24 μέτρα περίμετρο; Τόσες κι άλλες τόσες θα σου χαρίσουν εδώ. Κι ίσως γι’ αυτό να βρεθείς κάποιο Πάσχα να περπατάς στις Γωνιές ακολουθώντας τον επιτάφιο. Να πίνεις ρακή σ’ όλα τα σπίτια πόρτα πόρτα, όπως προστάζει το έθιμο, κι ας μην ξέρεις κανέναν.

Να «παλεύεις» με τους μπουμπουριστούς χοχλιούς, να τσουρουφλίζεσαι με τις οφτές πατάτες, να ντύνεσαι με «μουζουδιές» τις Απόκριες στον Μοχό τρώγοντας ζεστό ξινόχοντρο και να ανακαλύπτεις κοντυλιά κοντυλιά τους τοπικούς του σκοπούς.

Ισως να δεις τον Μιχάλη να ψήνει παϊδάκια στην Κερά, την κυρά Αννα στο Σφεντύλι να αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι της, να καμαρώσεις το Μαράκι του Βαϊλάκη με τα άλλα «μικιά» να αυτοσχεδιάζουν στον Χανιώτη ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων.

Ισως τα κουτσοπιείς κάποιον Νοέμβρη μπρος στο παμπάλαιο ρακοκάζανο στις Ποταμιές με τον Ζαχάρη, τον άυπνο για μέρες κι όμως κεφάτο, και με τον Αποστόλη τον Καραπιδάκη να μη χορταίνεις να ακούς τις μαντινάδες του.

Ισως έτσι να νιώσεις για λίγο, λίγο Λασιθιώτης και λίγο Ηρακλειώτης σαν τους ντόπιους. Κι ίσως να κάνεις ένα τάμα κι εσύ σίγουρος πως Γκουβερνιώτισσα και Κερά σ’ ακούνε. Τίποτα να μην αλλάξει. Ετσι όλα να τα βρεις σαν ξανάρθεις. Γιατί θα ξανάρθεις. Χωρίς ίσως!

WWW.ETHNOS.GR

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: