Του Σπύρου Γκουτζάνη*

Η ελληνική περίπτωση, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται το πενταετές πείραμα της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην καρδιά της ευρωζώνης, που κατέληξε στον επώδυνο και κατ’ ορισμένους επονείδιστο συμβιβασμό του τρίτου μνημονίου, διχάζει την αριστερά εντός και εκτός χώρας.

Το ερώτημα κωδικοποιείται ως εξής: Μπορεί μία αριστερή κυβέρνηση να υλοποιήσει το μνημόνιο; Εφόσον το πράξει, παραμένει αριστερή ή απλώς διατηρεί έναν ψευδώνυμο τίτλο; Τα υπόλοιπα είναι συμπληρωματικά και ενίοτε παραπλανητικά ερωτήματα. Το ότι η κοινωνία, όπως εικάζεται, συμφωνεί με τον συμβιβασμό, κάτι που θα επικυρωθεί με τη νίκη στις εκλογές των δυνάμεων που ψήφισαν στην βουλή το τρίτο μνημόνιο, νομιμοποιεί εκ των υστέρων στην λαϊκή βούληση την απόφαση, όπως και την κυβέρνηση που θα προκύψει για να τον εφαρμόσει. Δεν βοηθά όμως καθόλου τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α στο να διατηρήσει τον χαρακτήρα της αριστερής πολιτικής δύναμης. Εφόσον ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α βγει ξανά πρώτο κόμμα, η ψήφος της κοινωνίας ενδεχομένως να είναι η συμφωνία της στην φιλελεύθερη μετάλλαξή του.

Το κύριο ερώτημα παραμένει και γίνεται περισσότερο δύσκολο, όταν συνδυάζεται με την ευρωπαϊκή διάσταση του πράγματος. Οι φορείς και διανοούμενοι της αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δίνουν διαφορετικές απαντήσεις. Η Λαϊκή Ενότητα- το τμήμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α που αποχώρησε- όπως άλλωστε και το ΚΚΕ και οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς- δίνουν ξεκάθαρη αρνητική απάντηση: Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από την στιγμή που υπέγραψε και δεσμεύτηκε σε μία τέτοια πολιτική, πέρασε στο άλλο στρατόπεδο. Θα έπρεπε να ακολουθήσει την ετυμηγορία του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα, έστω κι αν στην πλέον αρνητική εξέλιξη αυτό σήμαινε ότι η χώρα θα έβγαινε από το ευρώ και ενδεχομένως και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το εάν αυτό αποτελούσε και μία υποχώρηση για το ευρωπαϊκό αριστερό κίνημα που θα έχανε μία ισχυρή του συνιστώσα, την ελληνική, αυτό δεν ενδιαφέρει το ΚΚΕ και ούτε είναι αυτό που προέχει για την Λαϊκή Ενότητα.

Η αντίθετη άποψη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παραμείνει αριστερή πολιτική δύναμη υλοποιώντας το μνημόνιο, δεν έχει λίγους υποστηρικτές. Το επιχείρημα συμπυκνώνει ο Σλαβόι Ζίζεκ σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο. Αφού λέει ότι μία ενδεχόμενη ρήξη και έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πλήγμα για το ευρωπαϊκό αριστερό κίνημα υποστηρίζει: «Η δουλειά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι να προετοιμαστεί και υπομονετικά να καταλάβει θέσεις και προοπτικές σχεδίων. Η παραμονή στην πολιτική εξουσία σε αυτές τις απίθανες συνθήκες παρέχει τον ελάχιστο χώρο για να προετοιμαστεί το έδαφος για μελλοντική δράση και πολιτική συγκρότηση».

Εν ολίγοις, ότι πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει στην εξουσία διατηρώντας τα αριστερά του αντανακλαστικά, και να προετοιμάζεται για την επόμενη σύγκρουση από καλύτερες θέσεις. Το επιχείρημα δεν είναι καινούργιο, ήταν διάχυτο στον ενιαίο ακόμη ΣΥ.ΡΙΖ.Α, όταν έρχονταν το ένα μετά το άλλο τα πακέτα με τα προαπαιτούμενα στη βουλή. Την απάντηση την είχαν δώσει οι ίδιοι οι βουλευτές του, που αποχώρησαν: Οι δανειστές, με την άτεγκτη υλοποίηση του μνημονίου που απαιτούν, πολύ απλά δεν θα αφήσουν χώρο σε μία κυβέρνηση της Αριστεράς ούτε να το αμβλύνει και πολύ περισσότερο να προετοιμαστεί για σύγκρουση από καλύτερες θέσεις. Άλλωστε, ο ισχυρός που ασκεί εξουσία ορίζει το πεδίο των κινήσεων του αντιπάλου. Το ευρωιερατείο μονίμως θα επιβλέπει, θα απαιτεί, θα ορίζει την κυβερνητική πολιτική, εν ολίγοις θα ασκεί την εξουσία σαν μακρύ χέρι του Βερολίνου, που άλλωστε δεν νιώθει την ανάγκη να τηρεί δημοκρατικά προσχήματα και παρεμβαίνει και μόνο του.

Σε αυτό το επιχείρημα μπορεί να υπάρξει μόνο ένας αντίλογος. Ότι η πολιτική και οι σχέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αιωνίως παγιωμένες, είναι μία δυναμική διαδικασία και άρα αλλάζουν. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Νίκος Κοτζιάς σε άρθρο του στην «Αυγή» μετά την ήττα που συνιστά η υπογραφή του μνημονίου, υπάρχουν τρεις εναλλακτικές: Ο γενιτσαρισμός με την προσχώρηση στο στρατόπεδο του αντιπάλου, ο αναχωρητισμός με την εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης σαν να μην υπάρχει πλέον, η τρίτη είναι ότι παραμένεις στο πεδίο και συνεχίζεις τον αγώνα για καλύτερες θέσεις και ανατροπή, μερική ή ολική. Προϋποθέτει βέβαια αυτό ότι ανασυγκροτείς το διαλυμένο στράτευμα που υποχώρησε άτακτα, συγκεντρώνεις ό,τι δυνάμεις απέμειναν και τις συσπειρώνεις σε ένα συνεκτικό σχέδιο και με κοινωνικές πάντα συμμαχίες.

Το τελικό ερώτημα είναι μία ηγεσία που στο πρώτο επτάμηνο δεν έκανε σχεδόν τίποτε από αυτά που θα έπρεπε για να προετοιμαστεί για την κρίσιμη ώρα, τι εχέγγυα προσφέρει ότι θα το κάνει στο επόμενο διάστημα, από χειρότερη μάλιστα αφετηρία; Σε αυτό, ο κ. Τσίπρας και οι περί αυτόν δεν έχουν δώσει απάντηση.

* Ο Σπύρος Γκουτζάνης είναι δημοσιογράφος

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: