Το Μέγαρο Μαξίμου έδωσε στη δημοσιότητα την απομαγνητοφώνηση της εισαγωγικής ομιλίας του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών στο Βερολίνο. Η ακριβής φρασεολογία στις δηλώσεις των ηγετών έχει τη δική της σημασία, οπότε η παράθεση του ακριβούς κειμένου, βοηθά στην ορθότερη εξαγωγή συμπερασμάτων για τα αποτελέσματα της επίσκεψης.

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Καγκελάριο για την πρόσκληση και τη δυνατότητα που μου έδωσε να ανταλλάξουμε απόψεις σε μια σειρά διμερών αλλά και ευρύτερων θεμάτων για το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον.

Πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσπαθούμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον και να ανταλλάξουμε απόψεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος και άλλος τρόπος πέρα από το διάλογο για να γεφυρωθούν οι διαφορές όπου υπάρχουν. Αυτή είναι άλλωστε οι κοινή ευρωπαϊκή μας εμπειρία. Μέσα από το διάλογο μπορούμε να βρίσκουμε συναινέσεις και λύσεις. Και όπως και η ίδια μου είπε στο τηλεφώνημά μας την προηγούμενη εβδομάδα, είναι προτιμότερο να μιλάμε ο ένας με τον άλλον, παρά να μιλάει ο ένας για τον άλλον.

Θέλω να μου επιτρέψετε, γιατί βλέπω ότι και το ενδιαφέρον των Μέσων Ενημέρωσης είναι πολύ μεγάλο, να κάνω δύο παραδοχές, να ξεκινήσω από δύο βασικές θέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης.

Η πρώτη θέση: Συμπληρώνονται σε λίγο πέντε ολόκληρα χρόνια από την εφαρμογή ενός προγράμματος διάσωσης που επέφερε μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή. Ένα πρόγραμμα που παρά το γεγονός ότι ήταν πρωτοφανές σε ότι αφορά την προσαρμογή και τον χρόνο προσαρμογής, κατά την εκτίμησή μας δεν ήταν success story.

Και αυτό γιατί επέφερε τρομακτικές επιπτώσεις στην οικονομία, -χάσαμε σχεδόν 25% του ΑΕΠ- και δημιούργησε τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις. Μια πολύ μεγάλη ανεργία, ιδίως στους νέους ανθρώπους, όπου έφθασε κοντά στο 60%. Αλλά υπήρξε και μια αδυναμία επίτευξης σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος που διογκώθηκε, με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι δείκτες νομίζω ότι αυτό το αποδεικνύουν.

Επίσης, αυτά τα 5 χρόνια στην Ελλάδα, υπήρξε και πολύ μεγάλη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Κι αυτό το αποδεικνύει η έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Hans-Böckler σύμφωνα με την οποία τα εισοδήματα των φτωχότερων Ελλήνων μειώθηκαν κατά 86%, ενώ τα εισοδήματα των πλουσιότερων μόλις κατά 16%. Την ίδια στιγμή που οι φόροι στους φτωχότερους αυξήθηκαν κατά 337% , στους πλουσιότερους μόλις κατά 9%.

Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο μια δεύτερη παραδοχή. Παρά το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν τα τελευταία πέντε χρόνια, εντούτοις είναι λάθος και απλουστευτικό, ότι όλα τα προβλήματα και όλα τα δεινά που μας έχουν βρει εμάς στην Ελλάδα, μας φταίνε οι ξένοι, φταίνε κάποιοι άλλοι, δεν φταίμε εμείς καθόλου γι΄ αυτά.

Υπάρχουν λοιπόν, πέρα από τις συνολικότερες αιτίες που αφορούν την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και ενδογενείς αιτίες και εσωτερικές αιτίες που συνέβαλαν ώστε η Ελλάδα να μπει σε αυτήν την κρίση.

Δυστυχώς, στα πέντε χρόνια του προγράμματος, δεν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις ενδογενείς αιτίες. Η αναποτελεσματικότητα του κράτους παραμένει, η εκτεταμένη διαφθορά παραμένει, η προκλητική φοροδιαφυγή των πλούσιων στρωμάτων παραμένει.
Άρα λοιπόν, αν αυτές οι δύο παραδοχές μπορούν να γίνουν κοινός στόχος, το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε είναι ότι, τούτη την ώρα, πρέπει, όχι να γκρεμίσουμε ότι θετικό έγινε τα προηγούμενα χρόνια αλλά να αλλάξουμε το μίγμα της πολιτικής προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παθογένειες.

Και στόχος μας, κοινός στόχος, πρέπει να είναι η υλοποίηση μεγάλων και αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, αυτών που δεν έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, μεταρρυθμίσεων που θα αποδώσουν φορολογική δικαιοσύνη, που θα αντιμετωπίσουν τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά και που θα αναγκάσουν να πληρώσουν μερίδιο στην κρίση, αυτούς που μέχρι σήμερα έχουν αποφύγει να πληρώσουν.

Θα ήθελα, λοιπόν να πω ότι η συζήτησή μας ήταν σήμερα –και θα συνεχιστεί αργότερα- γόνιμη, τουλάχιστον ως το να προσδιορίσουμε κοινούς στόχους, να προσδιορίσουμε και διαφορές. Γιατί, αν δεν τις προσδιορίσεις, δεν μπορείς και να τις γεφυρώσεις.

Και νομίζω ότι από δω και στο εξής πρέπει να είναι κοινός στόχος ότι βάζοντας προτεραιότητες πολιτικής και έχοντας την κοινωνική συναίνεση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μπορούμε να προχωρήσουμε και να ολοκληρώσουμε μια διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής, ταυτόχρονα όμως και διεύρυνσης της κοινωνικής δικαιοσύνης που θα δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα, σύντομα να ξεπεράσει αυτή την μεγάλη κρίση στην οποία έχει μπει τα τελευταία πέντε χρόνια.

Επιτρέψτε μου να κάνω και τρεις παρατηρήσεις σε σχέση με τις διμερείς μας σχέσεις. Προτεραιότητα που πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε η ελληνική και η γερμανική κυβέρνηση είναι να σπάσουμε τα στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Ούτε οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, ούτε οι Γερμανοί, όπως είπα πριν, ευθύνονται για όσα δεινά συμβαίνουν στην Ελλάδα. Και πρέπει να εργαστούμε σκληρά για να σπάσουμε αυτά τα στερεότυπα και στην Ελλάδα και στη Γερμανία.

Το δεύτερο είναι να δουλέψουμε από κοινού, ώστε να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά που κράτησε και επιχειρήθηκε να συνεχίσει να κρατά την Ελλάδα καθηλωμένη. Σε αυτό ζητώ τη βοήθεια και τη συνέργεια της γερμανικής κυβέρνησης και νομίζω ότι μια πρώτη πρωτοβουλία σ’ αυτήν την κατεύθυνση θα είναι η δικαστική συνδρομή από τις γερμανικές αρχές, ώστε να υπάρξει και να αποδοθεί δικαιοσύνη σε σχέση με τα πεπραγμένα της Siemens στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες.

Και το τρίτο είναι να επιλύσουμε τις διαφορές που έρχονται από το παρελθόν και ρίχνουν σκιές στις σχέσεις των δύο χωρών. Το θέμα του κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων δεν είναι για μας ένα ζήτημα που αφορά πρωτίστως, μια υλική διεκδίκηση.

Είναι ένα ηθικό πρωτίστως θέμα και πιστεύω ότι πρέπει να εργαστούμε οι δύο χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτό το ηθικό θέμα, που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αφορά και τον ελληνικό και το γερμανικό λαό που δώσαμε μεγάλο φόρο αίματος για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τον ολοκληρωτισμό του ναζισμού, την περίοδο εκείνη που λίγο έλειψε να δημιουργήσει ανεπανόρθωτες πληγές. Κι αυτό κυρίως για να μην ξαναβρούμε μπροστά μας ποτέ, παρόμοιους ολοκληρωτισμούς.

Κλείνοντας, θέλω για άλλη μια φορά να πω ότι η Ευρώπη βασίζεται σε ένα διπλό σεβασμό: Το σεβασμό στις συνθήκες, με στοιχεία των οποίων εμείς μπορεί να διαφωνούμε, αλλά σεβόμαστε και τηρούμε αλλά και το σεβασμό στη δημοκρατία. Αν αυτό όλοι το κρατήσουμε στο μυαλό μας τα πράγματα για την Ευρώπη θα είναι πολύ καλύτερα. Και θέλω να πω ότι τις δεσμεύσεις μας θα τις υλοποιήσουμε αλλά με προτεραιότητες.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: