Φαίνεται πως δεν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης για την επίτευξη συμφωνίας μακράς διάρκειας, αναφέρει σε δημοσίευμά της η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal, το οποίο υπογράφεται από τον Simon Nixon. Αρακτηριστικός και ο τίτλος του δημοσιεύματος «A Flawed Plan B for Greece» (Ένα ελαττωματικό Σχέδιο Β για την Ελλάδα).

Η συμφωνία περί των τεχνικών ζητημάτων της προηγούμενης εβδομάδας χαιρετίστηκε ως ένα βήμα προόδου, προς την επίτευξη λύσης στο πρόβλημα χρέους της Ελλάδας. Ήταν σίγουρα μια παραχώρηση, από την πλευρά της νέας ελληνικής κυβέρνησης, η οποία, προηγουμένως, δεν αποδεχόταν καμία διαπραγμάτευση με την τρόικα. Και επίσης, άλλη μια παραχώρηση, είναι ότι η Αθήνα δεν ζητά πλέον διαγραφή του χρέους και αποδέχεται το 70% του πακέτου μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα βοήθειας.

Ωστόσο, οι συνομιλίες από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα. Η Ευρωζώνη επιμένει πως σκοπός των συνομιλιών είναι η αξιολόγηση των σχεδίων της ελληνικής κυβέρνησης, με την προοπτική της επέκτασης του υπάρχοντος προγράμματος βοήθειας, ώστε να εξασφαλιστεί οικονομικός χρόνος στην Αθήνα, για να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία μακράς διάρκειας. Η Αθήνα όμως, από την πλευρά της, αναφέρει πως σκοπός των συνομιλιών είναι η προετοιμασία ενός απολύτως νέου προγράμματος, καθώς η επέκταση του υπάρχοντος δεν συζητείται καν.

Ελάχιστοι πιστεύουν πως οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών θα καταφέρουν να γεφυρώσουν τη διαφορά αυτή αντιλήψεων στο έκτακτο Eurogroup σήμερα, ή έστω μέχρι το τέλος της εβδομάδας, το οποίο αποτελεί και το χρονικό όριο ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη επικύρωση της επέκτασης του ελληνικού προγράμματος από τα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών.

Οι ελπίδες συμφωνίας κρέμονται, κυριολεκτικά, από το τι ακριβώς η Αθήνα εννοεί, όταν λέει ότι αποδέχεται το 70% του προγράμματος κι αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα μπορέσει να εξασφαλίσει επαρκή στήριξη, ώστε να μπορέσει να «πουλήσει» την επέκταση ως ένα νέο πρόγραμμα. Το βασικό πρόβλημα έγκειται στην επιμονή της Ελλάδας στην ανατροπή σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. «Αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι αδιαπραγμάτευτες. Θεωρούμε πως αποτελούν το 80% του προγράμματος», δήλωσε Γερμανός ανώτερος αξιωματούχος.

Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο η Ελλάδα να αφήσει το υπάρχων πρόγραμμα να τερματιστεί, στα τέλη του τρέχοντος μήνα, κάποιοι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης συζητούν για το πως αυτό μπορεί να τερματιστεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα. Αυτό προϋποθέτει ένα καθαρό χρονοδιάγραμμα διαπραγματεύσεων για ένα νέο πρόγραμμα, στις οποίες όμως θα υπάρχει καταληκτική ημερομηνία τερματισμού των διαπραγματεύσεων. Η ελπίδα είναι πως οι Έλληνες θα πειστούν να μην αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες και παράλληλα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα πεισθεί να χρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες, ώστε να κερδηθεί λίγος ακόμα χρόνος για διαπραγματεύσεις.

Αυτό το σχέδιο Β, όμως, είναι προβληματικό. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,2% στο τέταρτο τρίμηνο του 2014, αντί να παρουσιάσει ανάπτυξη της τάξης του 0,4%, όπως είχε προβλεφθεί, κυρίως διότι τα φορολογικά έσοδα έπεσαν κάτω περισσότερο του 20% κάτω από τους στόχους, ενώ τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ έχουν αποσυρθεί από τις τράπεζες, υποχρεώνοντας την ΕΚΤ να ανεβάσει την οροφή των διαθεσίμων ανάγκης στα 60 δισ. ευρώ. Ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια το πότε ακριβώς η Ελλάδα θα μείνει χωρίς χρήματα, αλλά υπάρχουν φόβοι πως αυτό θα συμβεί τον Μάρτιο. Παρόλα αυτά οι διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία θα διαρκέσουν, στην καλύτερη περίπτωση δύο με τρεις μήνες.

Εξάλλου, δεν είναι δεδομένο ότι Ελλάδα και Ευρωζώνη θα καταλήξουν, τελικά, σε οριστική συμφωνία. Η Ελλάδα βρίσκεται εκτός αγορών, με το επιτόκιο του τριετούς ομολόγου της να αγγίζει το 20%. Η όποια νέα συμφωνία και το συνεπακόλουθο πρόγραμμα θα πρέπει να προβλέπει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας για τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια και θα χρειαστούν τουλάχιστον 24 δισ. ευρώ. Και φυσικά το νέο πρόγραμμα θα προβλέπει επιτήρηση της Ελλάδας από τους δανειστές. Είναι όμως ο κ. Τσίπρας, ο οποίος υποσχέθηκε κατάργηση του μνημονίου και της τρόικα, έτοιμος να καταπιεί ένα τέτοιο πολιτικό «χάπι»;

Κάθε νέο πρόγραμμα θα εμπλέξει, σχεδόν σίγουρα και το ΔΝΤ, καθώς, αυτό αποτελεί απαίτηση της Γερμανίας και άλλων χωρών μελών. Το ΔΤΝ χρειάζεται καθώς οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να μοιραστούν το οικονομικό βάρος, με φτηνό χρήμα από το ταμείο.

Παράλληλα η παρουσία του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα αποτελεί σοβαρή εγγύηση και θα έχει θετικό αντίκτυπο στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και τους Ευρωπαίους φορολογούμενους που θα πληρώσουν, ότι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Ωστόσο η παρουσία του ΔΝΤ μπορεί να δυσκολέψει τις διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία, ειδικά αν η Ευρωζώνη επιμείνει στην άποψη περί μη διαγραφής χρέους και την Αθήνα να επιμένει στην εφαρμογή του δικού της οικονομικού προγράμματος.

Υπάρχουν δύο προβλήματα. Το πρώτο αφορά τους ελληνικούς οικονομικούς στόχους και την επίδραση που αυτοί θα έχουν στο ελληνικό χρέος. Ακόμα και αν υπάρξει χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος πέσει στο 1,5%, που ζητά τώρα η Αθήνα, από 4,5% που προβλέπει το υπάρχον πρόγραμμα, η Ελλάδα θα χρειαστεί νέα δάνεια, ύψους 42 δισ. ευρώ μέχρι το 2020, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές.

Κάποιες από τις επιδράσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με ένα νέο, πιο γενναιόδωρο πρόγραμμα, το οποίο θα προβλέπει την επιμήκυνση των υπαρχόντων δανείων κατά 10 χρόνια, με παράλληλη μείωση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστεί το χρηματοδοτικό κόστος από την Ευρωζώνη. Ακόμα και έτσι όμως το χρέος, ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ, θα αυξηθεί περισσότερο από ότι προβλέπει το υπάρχον πρόγραμμα, μέχρι το 2030.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι το ΔΝΤ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την θεώρηση της Αθήνας πως η ανάκαμψη της οικονομίας μπορεί να έλθει μέσω της αύξησης της κατανάλωσης, η οποία θα επιτευχθεί μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού, της επαναπρόσληψης δημοσίων υπαλλήλων, μείωσης ορισμένων φόρων και αύξησης των κοινωνικών δαπανών.

Το ΔΝΤ, τα τελευταία πέντε χρόνια, επέμενε στη λήψη μέτρων που θα ενθάρρυναν την ανάπτυξη μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στην παραγωγή και στην αγορά εργασίας και των αποκρατικοποιήσεων, μέτρα στα οποία ο κ. Τσίπρας είναι αντίθετος. Και αν η επιμονή του ΔΝΤ στα μέτρα αυτά συνετέλεσε στην πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης, είναι μάλλον απίθανο το ταμείο να κάνει πίσω τώρα, ενώπιον της νέας κυβέρνησης.

Αν ο κ. Τσίπρας νιώθει ότι δεν μπορεί να υποχωρήσει ώστε να εξασφαλίσει την βραχυπρόθεσμη επέκταση του προγράμματος, μάλλον θα δυσκολευτεί, ακόμα περισσότερο, να συμφωνήσει σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: